Το ινδοσκυλάδικο (βλ. Ζαγοραίος, Περπινιάδης, Τσετίνης κ.ά.), είδος και καλά λαϊκού τραγουδιού που εισήχθη από το Subcontinent με μια πατίνα φθηνού λάτιν και οριεντάλ.

Έχει ως χαρακτηριστικά τα έντονα αναφιλητά, τους εντελώς ηλίθιους στίχους (π.χ. πάρτε κύριε λαχεία, μπαμπά πεινάω, γκουντ μπάι μάι ντάρλιγκ κ.τ.ό.) και το μπουζούκι με ενισχυτή της κακιάς ώρας.

Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό söz(= «λέξη») και κάποια κατάληξη -em. Ήταν εν χρήσει στους μουσικούς κύκλους των δεκαετιών '50-'60 (του 20ού αιώνα, βεβαίως-βεβαίως).

Καλό ταβερνάκι, αλλά έπαιζε όλο σοζέμια. Μιζέρια, γαμώτο!

Πάρτε κύριε λαχεία! (από Sasa, 13/04/10)Καθαρόαιμο σοζέμι  (από Sasa, 13/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα. Μάλλον από το κλαρί σε μεγεθυντικό τύπο, ή σύντμηση του καραπουτσακλάρα.

Στην κλάρα μας ρε τι θα πει τ΄αφεντικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που σημαίνει «ο πάσα ένας», «ο τάδε», «ο δεν-ξέρω-κι-εγώ ποιος».

Ήρθε εκεί ένας Παπατζάλας και μου είπε πως θέλει τα λεφτά.

Βλέπε και σκορδομπούτσογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλαστική, καφέ, φθηνή σαγιονάρα που συνηθιζόταν ιδίως στα σέβεντις ('70s) του 20ού αιώνα. Το σχέδιό της ήταν απλό, με δύο σταυρωτά τμήματα πάνω από τον κουτουπιέ. Ο όρος ίσως προέρχεται από κάποια παλιά μάρκα (;)

Έβγαλε τη μαστρομπάκα και με κυνήγησε άγρια, ο καρατζόβας!

παντούφλα (από alamo, 12/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει πάθος με κάθε είδους νέα τεχνολογία και συσκευή. Από το αγγλικό gadget.

- Πήγε ο σκατοπισωγλέντης και αγόρασε ψηφιακό δονητή!
- Από μικρός ήταν γκατζετάς, το άτιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος είναι άσχετος στο μπιλιάρδο.

- Πάμε πάγκο, ρε παίχτη;
- Θέλει και πάγκο, ο άχρηστος! Ρε άντε σκίσε καμιά τσόχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη Γύφτος στα Γύφτικα, ο μπαλαμός [θηλυκό: ι γκατζί (όχι με ήτα, γιατί αυτό το -ί είναι ινδικής προέλευσης), πληθυντικός για όλα τα γένη: ε γκατζέ]. Το τελικό -ς προστίθεται για τον εξελληνισμό της λέξης στο στόμα ελληνοφώνων. Παρόμοια χρησιμοποιούν οι Γιαπωνέζοι τον όρο gaijin (που μάλλον δεν σχετίζεται ετυμολογικά με το «γκατζό»).

Ήρθαν κάτι γκατζέ (πληθ.) και ρωτάγανε άμα ξέρουμε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαβούρα, το ντάπα-ντούπα (π.χ. σε κλαμπ).

Γουστάρεις νυχτερινό ντουβρουτζά κ' έτσ';

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ακούστηκε στην ελληνική ταινία «Δε Κόπανοι» από τον Γιώργο Κωνσταντίνου προς τον (εκλιπόντα) Κώστα Παληό και δηλώνει ότι ο προς ον απευθυνόμαστε δεν αξίζει φράγκο, είναι ένα αρχίδι και μισό. Λογοπαίγνιο με το «Δούκας», τον οποίο υποδυόταν ο δεύτερος στο εν λόγω έργο. Ο διάλογος ήταν περίπου όπως αναφέρεται στο παράδειγμα.

- Ποιος είναι ο Δούκας, ρε;
- Αυτός εκεί που παίζει χαρτιά.
- Τι Δούκας ρε μαλάκες; Αρχιδούκας είναι αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified