Και καλά πιο μόρτικος και πιο σλανγκιζέ τύπος του γνωστού «γουστάρω».
- Πάμε γηπεδάκι αύριο;
- Γουλάρεις μωρή λούγκρα;
Και καλά πιο μόρτικος και πιο σλανγκιζέ τύπος του γνωστού «γουστάρω».
- Πάμε γηπεδάκι αύριο;
- Γουλάρεις μωρή λούγκρα;
βλ. και πουστάρω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπουρδέλο τρίτης γενιάς. Η πρώτη ήταν το κλασικό μπουρδέλο (Φυλής κιέτσ'), η δεύτερη το «στούντιο» (όχι για ηχογράφηση), και η τρίτη το και καλά «σπα» (< Spa), όπου υποτίθεται ότι πας για μασάζ, αλλά ρίχνεις και κανα μπούτσο άμα σκάσεις κάτι παραπάνω!.
- Αντώνη, εδώ πιο πάνω είναι ένα σπα πρώτης τάξεως! Περιποίηση έξτρα, μόνο 1674 Ευρώ! Δίνει και κωλαράκι άμα γουλάρεις.
- Καλά, τόσο σάπιος είμαι ρε καραγκιόζο, να πά' να τα σκάσω για να ρίξω μια ξερόπουτσα; Δεν παίζω μια βαρβάτη παχιά καλύτερα, να κρατήσω και τα φράγκουλα, να φανταστώ και ό,τι γκόμενα μ' αρέσει;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παλιός φαντάρος, στη στρατιωτική σλανγκ. Υπάρχει και ο μεταγενέστερος, ψευδοκαθαρευουσιάνικος τύπος «παλαίουρας».
- Ο Μηνάς όλο αράζει, εμείς έχουμε γαμηθεί στο γόπινγκ.
- Ε, γίνε κι εσύ πάλιουρας...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που δηλώνει ότι «δεν θα πάρουμε άλλο», «φτάνει», «σώνει». Συχνό όταν κάποιος μας ζητάει χρήματα από το πουθενά.
- Είμαστε από τον Εξωραϊστικό Σύλλογο Νέας Δραπετσώνας...
- Δώσαμε, δώσαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μικρασιάτικη έκφραση -σήμερα σπανιότατη- εν είδει αρνητικού επιφωνήματος, με την έννοια «αδύνατον!», «δεν γίνεται!», «με τίποτα!». Από το τουρκικό olmaz (= δεν γίνεται).
Σημ. Το λήμμα «ολμάς» υπάρχει (παραδόξως) και στο ελληνογερμανικό / γερμανοελληνικό λεξικό των εκδόσεων Langenscheidt.
- Θα 'ρθείς το βράδυ να πιούμε κανα κρασάκι;
- Ολμάς! Έχω πει στη Μαρίκα πως θα πάω σπίτι της.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κεφαλληνιακή λέξη που δηλώνει απροσδιόριστο τόπο, καθώς και του διαόλου τη μάνα. Λέγεται με κάπως χαβαλεδιάρικη διάθεση, ιδίως από παλαιότερους.
Μάλλον από το ιταλικό Mongibello, λαϊκή ονομασία του ηφαιστείου Αίτνα, τόπου όπου κατοικούσαν δαίμονες, σύμφωνα με την παράδοση.
- Πάλε εχάθηκε ο Νιόνιος. Τώρα δα εδώ δεν ήτουνε;
- Και πού επήε ωρέ; Στο Μιντζιπέλλο;
Δες επίσης και στου διαόλου το ξεσταύρι, στου διαόλου τον πούτσο, αλησμονιά, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για κάτι βολικό, εύχρηστο (στο ζακυνθινό ιδίωμα). Μάλλον από το ιταλικό mai agevole (= πιο ευκίνητο / ευέλικτο).
- Πάμε με το Χάμερ ή θα πάρουμε το Ζμάρτ;
- Το Ζμαρτάκι, που είναι μαϊτζέβελο!
Βλ. και μανιτζέβελο, ματζόβολο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το επίμονο και ρουφητχό τσιμπούκωμα, από κορίτσι που ξέρει από καλό λάδι. Ο όρος αποτελεί μετάπλαση του γνωστού «μπιμπερό», με επίδραση του «πίπα».
Όταν τα πέταξε χαλάστηκα λιγάκι, αλλά όταν άρχισε το πιπερό, τα είδα όλα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Published
Τα ερωτικά κατορθώματα άρρενος ή θήλεος, οι ερωτικής φύσης ατασθαλίες, συχνά με κάποια νότα παρανομίας (ερωτικής πάντοτε).
- Είδα τον Δημήτρη πρωκτές. Καμμένος εντελώς, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του.
- Αφού κάνει όλο ζημιές, πού χρόνος για φαΐ, πού χρόνος για ύπνο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified