Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρώπας, συνήθως μεσόκοπος και πολιτισμικά υπανάπτυκτος με παλιομοδίτικα, καγκούρικα και βερμουδιάρικα γούστα, που αρέσκεται να φοράει κάθε είδους καδένα σε διάφορα σημεία του σώματος και/ή να διακοσμεί με καδένες τα υπάρχοντά του. Συχνά κακοποιό στοιχείο.

Σε πλήρη ανάπτυξη, ο καδενάκιας είναι εξοπλισμένος με καδένα...

  • ...λαιμού, η οποία συνήθως είναι σταυρουδάκι ή σταυρουδάρα (μην ξεχνάμε ορθολοξία και πατρίδα!),
  • ...χειρός, που όσο παχιά, τόσο πιο κάγκουρας ο τύπος,
  • ...τσέπης, η οποία μπορεί να καταλήγει σε ρολόι ή σε τίποτα απολύτως,
  • ...γυαλιών ηλίου, η οποία κρέμεται μπροστά στα μούτρα του ηλίθιου,
  • ....σε κουτάκι που κρατάει στο χέρι του για να την προσφέρει στη σκυλοπουτάνα που πηδάει,
  • ...αυτοκινήτου, η οποία κρέμεται από τον καθρέφτη του (συχνά περισσότερες από μία) και καταλήγει σε βυζαντινό εικόνισμα, σε σκορδάκι, σε ματόχαντρο, σε φωτογραφία της μάνας του ή της σκυλοπουτάνας που πηδάει, σε όλα τα παραπάνω μαζί,
  • ...ποδός, πολύ χοντρή, που καταλήγει σε μπάλα από ατσάλι (όταν πρόκειται για κακοποιό στοιχείο)

Η όλη εμφάνιση συμπληρώνεται συχνά με ένα βαρβάτο τσαπόνυχο, ενώ στα πόδια του φοράει γυναικεία σαμπώ τύπου Dr. Scholl. Συχνός σε παραλίες, όπου στέκεται όρθιος με προτεταμένη μπάκα και ατενίζει τους γλάρους καπνίζοντας Marlboro ή πούρο Αβάνας.

  1. - Ωραίο μουνάκι το ξανθό! Για τρελά πηδήματα!
    - Μαλάκα, ούτε να το διανοηθείς. Τα 'χει με 'κείνο τον καδενάκια εκεί κάτω. Θες μπελάδες;

  2. Όλοι φιγουράριζαν με την χλίδα τους, τις μεζονέτες στα νησιά του Αιγαίου και αλλού, βουλευτές, βολευτάδες, τζιπάτι των 4Χ4, καδενάκηδες όλων των πολιτικών αποχρώσεων, από δεξιούς προστάτες και μπλαζάτους γόνους μεγαλοτζακιών, μέχρι τους επανασοσιαλίζοντες πασόκους και μέχρι τους αριστερούς των off shore και των γκλαμουράτων κουλτουριάρηδων του Κολωνακίου, που ούτε λίγο ούτε πολύ, αμέριμνοι και χορτάτοι, προκαλούσαν με τα πλούτη και την άνεση, που δεν έκρυβαν, κάνοντας επίδειξη αγαθών του «ευ ζείν»...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει γαμάω, «τραβάω μανίκι», «τονε φοράω / ακουμπάω / μπήγω / σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 177), λήμμα «γαμώ» (sic).

Από την ομοιότητα που έχει ο πέοντας με την πέννα (= καλαμάρι), η οποία είναι μακριά και φτύνει υγρό (εδώ: μελάνι) από την άκρη της.

- Ρε την καλαμάρωσες τελικώς τη Φούλα;
- Ε, 'ντάξ', φιληθήκαμε, της έγλειψα βυζάκια κ.λ.π.
- Καλά κρασά... Άμα δεν την καλαμάρωσες τι κάθομαι και σου μιλάω ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, κλασική αλλά ανθεκτική σλανγκοκουβέντα που απευθύνεται σε κάποιον για να του δείξουμε ότι κάνει ή έκανε κάτι πολύ γαμάτο. Συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρήμα «δίνω» στον κατάλληλο τύπο (π.χ. ο Χ έδωσε ρεσιτάλ!), σήμερα όμως ακούγεται περισσότερο σκέτο.

Από το μουσικό όρο «ρεσιτάλ», που στην Ελλάδα σήμαινε «συναυλία» μέχρι τη δεκαετία των σέβεντηζ.

- Πώς περάσατε χτες με τους μαλάκες;
- Αα... ο Κώστας έδωσε ρεσιτάλ, σε λέω!

- Γουστάρεις ρε καριόλη; Καλά δεν τα λέω;
- Ρεσιτάλ, αγόρι μου! Ρε-σι-τάλ!

Ρεσιτάλ το κορίτσι, λέμε! (α ρε, να κολυμπούσα εκεί κοντά...) (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 21/05/10)(από jesus, 19/06/10)

Σχετικό: σολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υμνητικό προσωνύμιο του γαλατικού παγανιστικού θεού «Bargalatsos», ο οποίος, κατά τη μυθολογία, εισέβαλλε ορμητικά στα μουνάκια των κοριτσιών άμα τη ενηλικιώσει των και τα γονιμοποιούσε.

Λογοπαίγνιο με την ονομασία του μεσαιωνικού όπλου που αποτελούταν από ένα μεγάλο κορμό δέντρου που κατέληγε συνήθως (αλλά όχι πάντα) σε ομοίωμα κεφαλής κριαριού, και χρησίμευε για να σπάνε τις καστρόπορτες («πολιορκητικός κριός»). Ο κορμός αντιστοιχεί στον κορμό του πέονος, ενώ η κεφαλή κριαριού αντιστοιχεί στην πεοκεφαλή.

— Θυμάσαι την πρώτη νύχτα που έκανες έρωτα, καλή μου Γελλοουσαμπμαρίνα;
— Θυμάμαι... Ήταν τα 18α γενέθλιά μου. Αποκοιμήθηκα γλυκά, όταν ήρθε στον ύπνο μου ο «Πολιορκητικός Κρύος» –μεγάλη η χάρη του. Από τότε δεν ησύχασα ποτέ, θέλω συνέχεια σεξ!

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει «γαμάω», «τονε φοράω/ακουμπάω/μπήγω/σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 176), λήμμα «γαμίσι» (sic).

Συνώνυμα: άπειρα, με πιο ενδιαφέρον και εξίσου παλαιό το: «κάνω κάνουλα (εις τινά)» (id. 177).

Και που λες, της τράβηξα δυο μανίκια... που έφυγε κουτσαίνοντα(ς)!

...και τρία μανίκια, άμα λάχει (να \'ούμ\') (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)Θα σου τραβήξω δυο μανίκια (από gagman, 11/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αυτός που παίζει το πέος του. Λογοπαίγνιο από το «θεομπαίχτης» και το «πέος». Κυριολεκτικά, βέβαια, θα σήμαινε «αυτός που εμπαίζει το πέος του», αλλά ποιος νοιάζεται;

Αντώνυμο: πεομπήχτης

— Θα 'ρθει και ο Μάκης. Τον θυμάσαι, έτσι;
— Αν τον θυμάμαι, λέει; Μεγάλος πεομπαίχτης!

Δες ακόμη: πεοκρούστης, ψωλοβρόντης / ψωλοκοπάνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδελοξενοδοχείο. Συχνά θα ονομάζεται με κάποιο αρχαίο ελληνικό ή αιγυπτιακό όνομα, όπως «Όσιρις», «Τουταγχαμών», «Καλυψώ», «Άλκηστις», «Άρτεμις», «Κλεοπάτρα» κ.ά., το δε οικοδόμημα θα είναι είτε ετοιμόρροπο νεοκλασικό, είτε σε στυλ πολυκατοικίας ανατολικού μπλοκ.

— Τελικά τι έκανες με τη Μίνα;
— Την πήγα σε γαμοτέλ και περάσαμε αξέχαστα!

Να ένα γαμοτέλ τύπου "μπλοκ" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Δες και γαμο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, κλισέ φράση την οποία έλεγε (ωσάν από μαγνητόφωνο) η τσατσά (ή ο τσάτσος) στα μπουρδέλα της οδού Φυλής, τέλη δεκαετίας '80 αρχές δεκαετίας '90 (δεν ξέρω αν το λένε ακόμη, αλλά υποθέτω ότι δεν θα άλλαξαν και πολλά από τότε).

Έμπαινες, ερχόταν να σε υποδεχτεί η κωλόγρια (ή ο μπούστακλας, ή κάτι ερμαφρόδιτο), έβγαινε το εμπόρευμα να κάνει μια στροφή, και άκουγες τη θεϊκή ατάκα! Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι είναι τα «ελεύθερα πιασίματα»... Αν είναι το ότι μπορείς να χουφτώνεις ελεύθερα όπου θες, τι το λέγανε; Υπήρχε περίπτωση να γαμήσεις και να μην πιάσεις;!; (άβυσσος η ψυχή της τσατσάς!)

- Παιδιά, η Μαίρη είναι... Ωραίο κοριτσάκι, μόνο για λίγες μέρες στο μαγαζί, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, ελεύθερα πιασίματα... Ποιος θα περάσει;
- Άσε καλύτερα, ξέχασα το πορτοφόλι μου (βγαίνουν όλοι έξω).
- Στο καλό, στο καλό... Άει στο διάολο, μαλακισμένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγαπώ, αλλά με σεξουαλική ή ειρωνική διάθεση. Λογοπαιγνιακός σλαγκοόρος που προέρχεται από σύμφυρση του «αγαπώ» και του «γαμώ», καθότι τα δύο έχουν κάποια κοινά φωνήματα, αλλά και μοιράζονται κάποιες σημασίες (βλ. π.χ. στίχους όπως «Έλα ν' αγαπηθούμε». Μη μου πείτε ότι εννοεί «έλα να νιώσουμε αγάπη ο ένας για τον άλλον». Πότε; Τώρα δα να τη νιώσουμε;).

Το ρήμα «αγαμώ» και ασυναίρετο «αγαμάω» (που ακούγεται ακόμα καυλύτερα), δίνει τα εξής παράγωγα:

αγάμη, αγαμημένος /-η, αγαμητός (και όχι «αγάμητος»), αγαμητικός /-ιά, αγαμησιάρης /-α κ.ά.

Έχει ιδιαίτερη φάση όταν η προηγούμενη λέξη λήγει σε -α, οπότε μόνο το «μ» μένει να κάνει τη διαφορά από το «γαμώ» και τα παράγωγά του. Π.χ. «θ (-α/α-) γα[μ/π]ηθούμε».

Μόνο από το http://www.poiein.gr/archives/7660/index.html αντλήσαμε τα εξής παραδείγματα:

Αγαμημένη
Αγάμησέ με σού είπα
Σ’ αγαμώ μού είπες
Μ’ αγαμάς σού έλεγα
Σ’ αγαμώ μού έλεγες
Κι αγαμηθήκαμε
Το γάμμα τής αγάπης έφαγε ολόκληρο το πι
και την έκανε ολόκληρη αγάμη
Ω αγάμη αγάμη
Ω αγάμη μου
αγάμη μου
Αγαμημένη μου
Αγαμημένε μου
Αγάπη και αγάμη ένα μαζί

Θέλετε κι άλλα;!;

να αγαμηθούμε απ\' την αρχή... (από Khan, 19/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified