Τρώω υπερβολικές ποσότητες φαγητού ή καταναλώνω εξίσου μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.

Κύριο χαρακτηριστικό του «τσαλακώματος» είναι η ένταση με την οποία εκτελείται, που δεν αφήνει περιθώρια αντίδρασης στους υπόλοιπους.

  1. - Τι θα γίνει ρε μαλάκες θα φάμε τίποτα;
    - Ε δεν είπαμε να πάμε στα μπιφτέκια για τσαλάκωμα σε μια ώρα;
    - Ε άντε δε μπορώ να περιμένω άλλο ρε σεις πεινάω πολύ.
    - Θα τσαλακώσουμε ρε, υπομονή.

  2. - Καλά χθες πήγα με Αλέξη, Νίκο και Τεό και ήπιαμε δύο μπουκάλια και δυο μπλε κανάτες....
    - Έλα ρε και δεν έχεις πονοκέφαλο;
    - Όχι ρε εγώ τσαλακώνω και την επόμενη μέρα είμαι ηθοποιός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίρνων τον πούλο, ο βιαστικός, αυτός που την κάνει.

- Άντε ρε μαλάκα, αργήσαμε!
- Τώρα ρε, βάζω παπούτσια και γινόμαστε πουλακίδες!

βλ. και Τομπούλογλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοακούστηκε από τον βιαστή της ελληνικής γλώσσας, αλλά και ταυτόχρονα τον πρωτοπόρο της σλανγκικής κουλτούρας (Τάκη Τσουκαλά).

Εικάζεται ότι είναι ένας φανταστικός χώρος, στον οποίο θα θέλαμε να στείλουμε - διώξουμε ενοχλητικά άτομα ή άτομα που δεν θα θέλαμε να δούμε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Μια μορφή λοιπόν απομόνωσης - τιμωρίας για τα άτομα που δεν κάνουμε κέφι.

  1. - Ρε με έχει πάρει η Κατερίνα εκατό τηλέφωνα και δεν έχω απαντήσει, δε γουστάρω.
    - Ε σήκωσέ το ρε και πες της να πάει στο δωματιάκι.

  2. Σε παρέα:
    - Ρε Νίκο δε παίζουμε κανα τάβλι; Βαρέθηκα!
    - Οκ μέσα.
    - Και ‘μεις οι κοπέλες;
    - Δωματιάκι...

  3. Και το αυθεντικό:
    - Αυτό, το απαιτώ!
    - ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ! Εγώ δεν απαιτώ. Πήγαινε στο δωματιάκι να απαιτήσεις...

Η εγκυρότητα του ορισμού αμφισβητείται στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέμε την πολύ χοντρή γυναίκα που, το μόνο που μπορεί να επιδείξει σαν κάτι ωραίο πάνω της, είναι το πλούσιο στήθος της, το οποίο και φροντίζει να το δείχνει συχνά.

- Καλά ρε, θυμάσαι την Ελπίδα από το δημοτικό;
- Ναι ωραίο νιμού ήταν.
- Ε τώρα έχει γίνει μπάλα με βυζιά!
- Πάχυνε και αυτή;;;

Βλ. επίσης βυζανάδειξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο γνωστό μπικίνι.

Αποδίδεται ειρωνικά σε άνδρες όταν διερωτόμαστε ρητορικά γιατί καθυστερεί, ειδικά εάν η καθυστέρηση οφείλεται σε καλλωπισμό, ξύρισμα, κλπ.

Άντε ρε μαλάκα, κατουριέμαι! Τι κάνεις δυο ώρες στο μπάνιο, το μπικίνι ξυρίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από τη προφανή έννοια, περιγράφει εναλλακτικά το δυνατό συκώτι που διατηρείται υγιές παρ’όλες τις συνοδευόμενες από αμύθητες ποσότητες αλκοόλ κρεπαλοκαταστάσεις.

- Χθες πότισα το ξαδερφάκι μου καμία δεκαριά σφηνάκια για να τον μυήσω στη παρέα και τελικά αυτός παρέμεινε ξενέρωτος και μέθυσα εγώ!
- Είχε καλή συκωταριά ο μικρός, κορόιδο πιάστηκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που καταφέρνει να ρίξει τη γκόμενα, να τη φιλήσει, να κάνει χαμούρεμα.

Ο γλείφων κοκαλάκι είναι το κλασικό αρσενικό ντόπερμαν, ο άντρας κυνηγός, που δεν ξεμένει ποτέ από το αγαπημένο του παιχνίδι (κοκαλάκι - γυναίκα).

  1. -Χθες βγήκα με το Μαράκι ρε.
    -Έλα, ωραίος, έγλυψες κοκαλάκι καθόλου;
    -Ναι κάτι έκανα, σιγά μη την άφηνα.

  2. -Ρε παιδιά τι θα γίνει με τη ντίβα το Στελλάκι, δεν πλησιάζει να χωθεί κανείς τελικά;
    -Μπα μη το λες ρε, έχει γλείψει κοκαλάκι ο Μανώλης,
    -Ε ναι αυτός είναι ντόπερμαν περιοπής ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρυλικός κινηματογραφικός χαρακτήρας (goonies), γνωστός για την παραμορφωμένη, αλλά κατά τα άλλα συμπαθέστατη φυσιογνωμία του.

Προσωνύμιο που χαρακτηρίζει τις γυναίκες μπάζα.

Αν και αντικειμενικά μπορεί να θεωρηθεί σκληρός χαρακτηρισμός, χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις απογοήτευσης - ξενερώματος, στις οποίες μία γυναικεία γνωριμία αποδείχθηκε κατώτερη των προσδοκιών μας.

- Άσε ρε, τι έπαθα χθες.
- Τι ρε;
- Μιλούσα στο chat μια γκόμενα δύο μήνες και στις φωτογραφίες ήταν μουνάρα!
- Και;
- Ε δώσαμε ραντεβού και αντί να έρθει αυτή από τις φώτο, ήρθε ο σλοθ...
- Έκατσες στο παγωτό πάλι...

(από agou, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Πουλάω νταλαβέρι.
2) Ψεύδομαι ασυστόλως.
3) Παρουσιάζομαι ως κάποιος άλλος.

Κίνηση εντυπωσιασμού από τον πράττοντα, ο οποίος επιδίδεται στη συγκεκριμένη ενέργεια προκειμένου να παρουσιαστεί ανώτερος και στο ύψος των περιστάσεων.

Ως επί τω πλείστων, αποτελεί την τελευταία λύση του άντρα στη προσπάθεια του να καμακώσει την γκόμενα που έχει σταμπάρει.

Μέσα στο club:
-Κοίτα ένα μουνί ρε που μιλάει με το κολλεγιόπαιδο.
-Δυσκολάκι μεγάλε, αυτή κοιτάει από Λάτση και πάνω.
-Καλά εγώ θα πάω και θα πουλήσω αέρα. Θα πω ότι κάνουμε ένα πάρτυ στο σκάφος σου να ψαρώσει!
-Είσαι μεγάλος βαρόνος τελικά...

Δες επίσης και αεριτζής, αέρα πατέρα, αέρα μπανά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρό στα ποδανά.

Αναγραμματίζεται μόνο όταν:

1) Ο λέγων είναι μεθυσμένος

2) Όταν το εν λόγω πουρό είναι δίπλα και υπάρχει κίνδυνος να εκτεθούμε.

3) Σε οποιαδήποτε άλλη φάση που μπανίσαμε την αναφερόμενη να μας κοζάρει σε έναν χώρο.

  1. (μετά από μία μπουκάλα κρασί)
    - Ζε μαλάκα, στείλε μήνυμα στο ροπού, πεζστης έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις. πεζιζζστο.

  2. - Τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα το ψήσουμε το ροπού; Κάρφωνέ το στα μάτια ρε να το πάρουμε πάρτυ.
    - Σκάσε ρε μαλάκα μας ακούει!
    - Πάμε να το γαμήσουμε σου λέω ρε.

  3. Στο club:
    - Κοίτα το ροπού τι φοράει ρε, πέσε πούτσα να σε φάω είναι.
    - Αμάν ρε μαλάκα, κοίτα και κανα μικρό, όλο τις τελειωμένες χαλβαδιάζεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified