1. Ο γκέι.

  2. Τον παλιό καιρό, «κάνω την κυρία» σήμαινε κλέβω πορτοφόλια.

  1. Σιγά μην την πέσει ο Αμπεμπαμπλόμ στο Μαράκι, αυτός είναι κυρία από τις λίγες!

  2. Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία, δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία.

(από Khan, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκρίνια που ακούει το ένα από τα δύο μέρη μίας σχέσης (συνήθως το Άρρεν, ή ο ενεργητικός, αν δεν μιλάμε για ετεροφυλοφιλική σχέση) από το άλλο.

Η παντόφλα δεν είναι κάτι αρκετά σοβαρό για να καταλήξει σε ξύλο ή σε χωρισμό, αλλά όταν επαναλαμβάνεται γίνεται εκνευριστική και προκαλεί άγχος σε αυτόν που τη λαμβάνει.

Παιδιά πρέπει να σας αφήσω γιατί αν αργήσω κι άλλο να πάω σπίτι με περιμένει παντόφλα.

βλ. και Γκραν Γκρινιόλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φλωρέγκε ορίζεται η πλειονότητα της εξωτζαμαϊκανικής ρέγκε, αλλά και μέρος της τζαμαϊκανικής. Οι κλίμακές της είναι πολύ εύκολες για το αυτί, το target group της είναι αριστεροχαρούμενα πλουσιόπαιδα κι ο προορισμός της είναι να γίνει soundtrack σε χλιδάτες παραλίες εν μέσω καλοκαιριού.

Oh my Jah! (από Vrastaman, 26/01/11)(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ακούγεται από τα μεγάφωνα του συρμού του μετρό όταν αναχωρεί από το Σύνταγμα.

Ο Ευαγγελισμός είναι νοσοκομείο στην εν λόγω περιοχή. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται όταν αυτός που την εκφέρει, αν και υγιής, νιώθει ότι έχει φτάσει στα όριά του από διάφορους παράγοντες κι από στιγμή σε στιγμή θα καταλήξει εκεί.

- Καλά ρε φίλε, πώς την παλεύεις κάνοντας τρεις δουλειές, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο και με την Μαιρούλα να σε πρήζει;
- Δεν είμαι σίγουρος ότι την παλεύω. Επόμενη στάση: Ευαγγελισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο –κυρίως νεαρής ηλικίας– που δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με την πολιτική, αλλά έχει μπει σε κάποια αριστερή πολιτική νεολαία για λόγους κοινωνικοποίησης.

Υπάρχουν παρόμοια στοιχεία σε όλες τις πολιτικές νεολαίες, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο δεν υπάρχουν αντίστοιχες λέξεις για τη δεξιά ή το κέντρο.

Δες το τυπάκι με τη γλοιωδώς φροντισμένη κοτσίδα από την ΑΡΕΝ. Χθες μου έλεγε ότι ο Μαρξ είναι καλός αλλά προτιμάει τον Σπένσερ. Κλασική περίπτωση αριστεροχαρούμενου.

(από Vrastaman, 20/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λευκά εσώρουχα, μάρκας κυρίως μινέρβα. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την παρατήρηση ότι η παραμικρή απροσεξία γίνεται εύκολα αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει την ατυχία να δει τον φέροντα χωρίς παντελόνι.

Ο αδερφός μου μου καβατζώνει όλα τα καλά εσώρουχα και στο τέλος μένω μόνο με τους κουραδορουφιάνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με αριστερή ιδεολογία που θεωρεί ότι θα κερδηθούν πανεύκολα όλες οι διεκδικήσεις του κι έχει καβάτζα μπύρες και γαμάτα ηχοσυστήματα για να είναι ωραίο το πάρτι τη μέρα που θα αρχίσει η επανάσταση.

Ο αριστεροχαρούμενος μου λέει ότι έχει ετοιμάσει γιαούρτια για τους ματατζήδες κι είναι μέσα στην καλή χαρά. Πάω να τον ενημερώσω για τον κίνδυνο να βρεθεί με ανοιγμένο κεφάλι κι ύστερα ας πάρει την απόφασή του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν κι άρχισε ως χαρακτηρισμός για τους αλκοολικούς και τα πρεζάκια, λόγω του ότι η ενασχόλησή τους με τα εν λόγω αθλήματα τούς καίει πολλά εγκεφαλικά κύτταρα, κατέληξε να προορίζεται για όλους όσους είναι τόσο πωρωμένοι με οποιοδήποτε χόμπι, ώστε στερούνται εξ αιτίας του μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων που, από τον υπόλοιπο κόσμο, θεωρούνται σημαντικές.

Ρε καμένε, στην παραλία είσαι. Παράτα την κάμερα κι έλα να κάνεις καμιά βουτιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που έχει λίγα περισσότερα κιλά από αυτά που απαιτεί η μόδα, αλλά είναι γλυκιά κι άνετη με τη σεξουαλικότητά της και τα χρησιμοποιεί σαν στολίδι της.

Μωρό μου, δεν είσαι χοντρή, είσαι απλά καραμελωμένη. Σταμάτα επιτέλους την κωλοδίαιτα και φτιάξε τίποτα της προκοπής για να φάμε.

Η Marie Eclair, είναι μια γυναίκα με πάΧος. Εσύ. (από Galadriel, 26/01/13)

πρβλ. ζουμπουρλούδικο, τομπουρλίκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified