Το πέτρωμα χαλαζίας ή τσακμακόπετρα. Χρησιμοποιήθηκε για να πυροδοτούνται οι ίσκες στα καρυοφύλλια (χτυπώντας την με το πριόβολο παράγονταν σπίθες). Ο Μακρυγιάννης κάνει πολλές τέτοιες αναφορές.

Λόγω της σκληρότητας του πετρώματος, έφτασε να σημαίνει κατ' επέκταση τον άνθρωπο τον αμόρφωτο, που δεν επιδέχεται πνευματική καλλιέργεια.

Είναι μεγάλο στουρνάρι, δεν παίρνει από λόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό γνώρισμα, κυρίως του προσώπου.

Έχει τα ίδια σουσούμια με τον ξάδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω, τινάζομαι απότομα (λέγεται κυρίως για ζώα).

Το άλογο είδε την κουμπίνα στη στροφή και πρόγκηξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.

Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).

- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλό υφασμάτινο στρωσίδι σαν λεπτό μαξιλάρι, που χρησίμευε για να κάθεται κανείς στο πάτωμα.

Έχει στ' αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι είν' το κρεβάτι της μιντέρι του φονιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώνω, συνθλίβω.
Ιδιωματισμός κατοίκων της Ιωνίας.

Δε βλέπεις που πατάς; Το λιάτσασες το σύκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δέντρο Φτελιά ή Πτελέα.

Ο Καραγάτσης πήρε αυτό το ψευδώνυμο επειδή συνήθιζε να διαβάζει κάτω από μια φτελιά.

Ανάμεσα σε δύο από αυτά τα καραγάτσια (από knasos, 06/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρεβάτι, το μέρος όπου κοιμάται κάποιος.

Από το τουρκικό yatak, που σημαίνει κρεβάτι, άντρο, λημέρι.

Ο σκύλος βρήκε το γιατάκι του λαγού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουναρικά από τσιντσιλά και μινκ.

Συνήθως, από παραφθορά, το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τα περιττά ψιλολόγια. Παλαιότερα όμως ήταν εμπορεύματα των γυρολόγων (καπέλα, γάντια κ.λπ. από τσίντσιλι - μίντσιλι).

Τι τα θέλεις όλα αυτά τα τσίντσιλι-μίντιλι, μπιτ παζάρ το κατάντησες το σπίτι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στράτευμα μηχανικού και σκαπανέων.

Από το Λατινικό fossa (όρυγμα, τάφρος, λάκκος). Στα ποντιακά: φοσίν (λάκκος).

Βλ.: «Το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», Άνθιμος Παπαδόπουλος.

- Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...

- Χτάλεψον το φοσί σ' («Σκάψε το λάκκο σου» στα ποντιακά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified