Λέξη αμιγώς ποκερίστικη, γι' αυτόν τον λόγο και ο τόνος της ερμηνείας θα είναι ανάλογος. Τριμπούρδελο λοιπόν, έχουμε όταν ένας παίχτης έχει «3 όμοια» ή αλλιώς «3 of a kind», αδιάφορο για το πώς προέκυψε, δηλαδή με λοζέ στο χέρι και το τρίτο χαρτί να βρίσκεται στα com cards ή το ανάποδο.

Η πιο συνήθης χρήση του όμως είναι στις καταστάσεις draw, στην προοπτική - ενδεχόμενο, βάσει της παρτίδας ένας παίχτης μπορεί να έχει τα τρία όμοια.

Την φράση αυτή ο γράφων την άκουσε σε τραπέζια της συμπρωτεύουσας, για το ιστορικό της υπόθεσης. Σημειωτέον ότι ΔΕΝ ακούστηκε ΠΟΤΕ ο όρος «τριμπούρδελος» για να χαρακτηρίσει το έχοντα τον παραπάνω συνδυασμό.

  1. Σε λοζέ πεντάρια σκάει μούρη στο river τρίτο πεντάρι. Μετά τα bets κάνουμε show down και λέω: έχω το τριμπούρδελο!

  2. Στα flop ανοίγει ας πούμε J-J-3. Οπότε ο dealer αναφωνεί: όποιος έχει το τριμπούρδελο ας μιλήσει (εννοεί να φανεί με το δυνατό bet - περίπτωση draw).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή ξεφεύγει από τα αθλητικά. Όπως ήδη ειπώθηκε, την αναφέρει ο ένας ομιλητής στον άλλο για να δείξει ότι το μείζον είναι το ότι είσαι ΠΑΟΚ και ότι δεν θα πρέπει να ασχολείσαι με τον εκάστοτε προβληματισμό σου, ήτοι το έλαττον - ακόμα και αν αυτός είναι ότι απολυθηκες και έχεις πέντε στόματα να θρέψεις. ΠΑΟΚ είσαι και αυτό αρκεί - δηλαδή, περηφάνια, τιμή, καμάρι κλπ.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως παρατηρήσει ότι εμπεριέχεται μια δόση κλάιν στην όλη μανούρα. Σωστόστ εν μέρει, διότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, θα πρέπει να χαλαρώσεις, να πιεις την φράπα σου και βλέπουμε απο τον άλλο μήνα τί θα κάνουμε με το πρόβλημά σου.

Η ουσιώδης διάφορα όμως, είναι ότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, πονάνε τα μυαλά σου, είσαι οργανωμένος, αφήνεις τα λαρύγγια σου στο πέταλο κ.ο.κ., άρα είσαι φουλ δραστήριος και ενεργοποιημένος, συμπεριφορά που σαφώς αντιδιαστέλλεται από τη φιλοσοφία του κλάιν, η οποία θέλει πολύωρο ύπνο και όσο το δυνατόν λιγότερους χτύπους καρδιάς την ημέρα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: η φράση χρησιμοποιείται επιτυχώς μόνο σαν σχολιασμός - απάντηση στη συμφορά του συνομιλητή μας και ΠΑΝΤΑ με αυτή την σειρά των λέξεων, ΠΟΤΕ δεν λέμε δηλαδή: είσαι ΠΑΟΚ. Χάθηκε όλη η ουσία της φράσης...

- Φίλε, είμαι χάλια. Με παράτησε το μωρό για έναν άλλο μπουρτζόβλαχο και κοντεύω να τρελαθώ. Τί θα κάνω;;
- ΠΑΟΚ είσαι, δεν σε πιάνει τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του καυλιάρης.

Ανάλογα όμως με τις περιστάσεις, το «καυλιάρης» μπορεί να ακουστεί βαριά, δεδομένου ότι εμπεριέχει έννοιες όπως «βαρύμαγκας», «έχω μισό μέτρο πουλί», «είμαι βαρύς και ασήκωτος και δεν σηκώνω πολλά - πολλά» κ.ο.κ. Ωσεκτουτού, θα ήταν too much να προσφωνήσεις έτσι τον 14χρονο ξάδερφό σου. Το καυλίκος, αντίθετα, ενώ περιέχει το νόημα του καυλιάρη, είναι πιο «παιδικό», «εύκολο» και «αθώο» να το ξεστομίσεις.

- Πού είσαι εσύ καυλίκο μου; Καιρό έχω να σε δω. Τι, λέει, πέρασες την τάξη ή έμεινες για τρίτη φορά στην πρώτη γυμνασίου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της παραδοσιακής έννοιας, σημαίνει ότι αναλαμβάνω να εκτελέσω σωρηδόν εργασίες, συχνά συναφείς μεταξύ τους ώστε να μού είναι πιο εύκολο, ίσως όμως με λίγο βιασύνη, τσαπατσούλικα και επιπόλαια, ίσα-ίσα για να ολοκληρώσω τις υποχρεώσεις μου, που μάλλον τις βαριέμαι.

Συντάσσεται πάντα με το ρήμα «παίρνω», έτσι ώστε να αναδεικνύεται η εργολαβία της υπόθεσης, το μαζικό της συμπεριφοράς μου.

- Θα κάνουμε τίποτα απόψε το βράδυ, αγάπη μου;
- Άσε ρε μωρό, λέω να κάτσω σπίτι απόψε να πάρω παρτούζα εκείνες τις αγωγές που σέρνω από το καλοκαίρι να τις τελειώσω γιατί ο πελάτης μού έχει πρήξει τον πάπαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποκερίστικος όρος, και δη του Texas hold'em. Περιγράφει την κατάσταση κατά την οποίαν σε έναν παίχτη έχουν μοιραστεί δύο όμοια φύλα ως προς την αξία τους.

Ενδεχομένως να χρησιμοποιείται και σε ελληνικές παραλλαγές, όμως κάτι τέτοιο διαφεύγει του γράφοντα.

Σκέφτομαι: «ωραία μου ήρθε λοζέ ασάκι, είμαι short stacked, άρα είναι ιδανική ευκαιρία για all in μήπως και γίνω κάποτε chip leader».

ένα κάθε βράδυ πριν την πόκα (από perkins, 11/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ουρδίλα είναι τα προσπερματικά υγρά, κάπου εκεί λίγο πριν αφήσεις τους απογόνους, ανάλογα με την περίσταση, στο στόμα της, στην πλάτη της, στο τρίχωμα του σκύλου σου ή οπουδήποτε σού κάνει κέφι.

Είναι προφανές ότι η ουρδίλα με τα χύσια αποτελούν ενιαία πράξη (κατά τα διδάγματα του ποινικού δικαίου), μη δυνάμενων να αποτελέσουν ξεχωριστή οντότητα.

Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο το πρόωρο όσο και το πρώιμο.

1)- Τί έγινε ψηλέμου, γιατί σε βλέπω τόσο αγχωμένο σήμερα;
- Τί να σε λέω κολλητέ μου, πήδηξα το Τζενάκι χθες στεγνά μόνο με σάλιο και νομίζω ότι μου έφυγε λίγη ουρδίλα μέσα...

2) Πού πάω ο πούστης αξημέρωτα με την ουρδίλα για δουλειά... Πιο καλυτερότερα θα ήταν να με ταΐζει η μαμά μέχρι τα πενήντα μου και βλέπουμε...

Σύγκρινε με ούρδα, ουρδεσάνς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλονίκη.

  • Η πόλη της διασκέδασης.
  • Η πόλη της γκουρμεδιάς (βλ. γυράδικα επί της Λαμπράκη που μέχρι και κριτής της Michelin θα χλόμιαζε).
  • Η πόλη του freddo cappuccino (η φράπα μάς έχει τελειώσει προ ετών).
  • Η πόλη με το πιο σύγχρονο μετρό της Ευρώπης (έτσι γράφουν οι ταμπέλες).
  • Η πόλη με τις πιο ωραίες γυναίκες (κατά δήλωση επισκεπτών). Ή μήπως όχι;;

    Ο μέσος θεσσαλονικιός, ο όποιος έχει βαρεθεί να βλέπει κάθε φλόμπα να παστώνεται ντάλα μεσημέρι, φορώντας γυαλί ήλιου - 14ιντσες τηλεοράσεις, τσάντα πιο μεγάλη από το μπόι της και τουπέ τουλάστιχον κόρης του Χίλτον (που σε αντίθεση με την Paris, οι δικές μας είναι ηθικές και τις τσόντες που γυρίζουν τις έχουν για εγχώρια κατανάλωση, δεν τις διανέμουν ανά την υφήλιο), είναι σε θέση να διακρίνει την ωραία από την φτιαγμένη, και πολύ περισσότερο να στιγματίζει δηκτικά το ειλικρινές μπάζο, αφού ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος.

Εδώ έρχεται η φράση μας! Καθώς είμαστε ανώτερος λαός και δεν έχουμε ανάγκη αυτά τα ξενόφερτα μετρά, επιμένουμε στα λεωφορεία!

Το 14αρι κάνει τη διαδρομή κέντρο - Ντούμπα, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές επειδή η ίδια η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη και τα λεωφορεία είναι εκείνα τα τεράστια σαν ακορντεόν με τη φυσούνα στο κέντρο, από αυτά δηλαδή που το gps δίνει άλλο στίγμα στον οδηγό και άλλο στη γαλαρία.

Συνδυαστικά λοιπόν, λέμε ότι την τάδε την τράκαρε το δεκατεσσάρι, το οποίο είναι τεράστιο και ικανό για μεγάλες ζημιές σε περίπτωση ατυχήματος, για να τονίσουμε ότι η γκόμενα απέναντι είναι τόσο μα τόσο χάλια (στα μούτρα κυρίως).

Κυρίως απευθυνόμαστε σε γκόμενες με τουπέ, που είναι τελείως αίσχος, νομίζουν όμως ότι είναι θεές, και όχι τόσο στις αληθινά άσχημες, αλλά με επίγνωση της κατάστασης.

Δεν το απευθύνουμε σε άντρες.

- Πώς είσαι έτσι ρε κοπελιά. Σαν να σε τράκαρε το δεκατεσσάρι μού βγήκες. Μου μοστράρεσαι και για ωραία.
- Έλα ρε φίλε δεν είναι και τόσο τραγική. 400 χιλιάρικα (σ.σ.: σε δραχμές) λαμαρινοδουλειά είναι και έστρωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσχάτως έχει διαπιστωθεί από σχετικά μικρό κύκλο ατόμων το εξής φαινόμενο: λέξεις σχετικά εύκολες, οι οποίες αναγραμματίζονται ή καλύτερα αντιστρέφεται η σειρά των συλλαβών με τέτοιον τρόπο, ώστε αφενός η νέα λέξη να μη σημαίνει τίποτα, αφετέρου δε αν κάποιος προσπαθήσει να την επαναλάβει πολλές φορές κολλητά να προκύπτει η κανονική λέξη.

Ίσως σε μερικούς να θυμίζει λογοπαίγνια δημοτικού, όμως η συνεχόμενη προσπάθεια εξεύρεσης τέτοιων λέξεων μπορεί όντως να διαμορφώσει ένα νέο λεξιλόγιο, το οποίο δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό από τους ακροατές.

- Σοσβά που είσαι;
- Άσε ρε ψηλέ, πήγα από το γραφείο της ντρηχό (ή της ντρηχούς) και σιχάθηκα τη ζωή μου έτσι που την κόζαρα. Εσύ πού είσαι;
- Τάσκα και εγώ. Πήγα στο μαγαζί του πούσπα με το λόσκυ και εκείνος έκανε σαν στησπού από τον φόβο του λες και είδε κανένα πίτμπουλ.
- Κατάλαβα, ραδεσκού δηλαδή. Τίποτα άλλο;
- Τούλεσκα και λίγα λες. Μετά πέρασα από τον Κημά να τού αφήσω κάτι κωλόχαρτα και άραξα να Αριστοτέλους να πιω μια ξεγυρισμένη φράπα να στανιάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακάμπτοντας την ιστορική προέλευση του λήμματος (αφήνοντάς την στους άλλους σεβαστούς ορισμούς από τους αντίστοιχους χρήστες του παρόντος ιστοτόπου), το κλάιν είναι τόσο δύσκολο να αποδοθεί με ορισμό όσο δύσκολο είναι να οριστεί π.χ. το λήμμα «ευτυχισμένος». Παρ' όλα αυτά, θα γίνει μία προσπάθεια προσέγγισης του νοήματος κατά το δυνατόν.

Το «κλάιν» δεν περιγράφει κάποια εξωτερική κατάσταση, συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη αυτού που το λέει. Και μπορεί να ακούσουμε κάποιον να λέει ότι είναι «κλάιν» για μία δεδομένη πραγματική κατάσταση, αντικαθιστώντας ουσιαστικά την φράση: «δεν με νοιάζει» ή «αδιαφορώ» όμως ο μελετητής θα πρέπει να διακρίνει ότι η ψυχολογική του κατάσταση είναι εν τέλει κλάιν, η οποία με τον κανόνα της λογικής αναγκαιότητας τον οδηγεί στην αδιαφορία. Δεν έχουμε δηλαδή τη σχέση αδιαφορία = κλάιν αλλά: ψυχολογική κατάσταση = κλάιν και άρα το κλάιν οδηγεί με λογική αναγκαιότητα στην εξωτερίκευση της συμπεριφοράς μας.

Προσοχή: ΔΕΝ γίνεται εξίσωση τού κλάιν με την εξωτερίκευση της συμπεριφοράς, όχι γιατί θα είχαμε ψυχολογική κατάσταση = εξωτερίκευση, κάτι το οποίο αποτελεί φυσιολογική έκφραση κάθε ανθρώπου, αλλά επειδή το κλάιν αποτελεί υπερκείμενη κατάσταση του εκάστοτε εκφρασθέντος συναισθήματος.

Όπως γίνεται κατανοητό και όπως γράφτηκε ήδη από την αρχή, η αναζήτηση του νοήματος του κλάιν γίνεται μόνο με γενικές έννοιες και παραδείγματα.

Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης είναι ο εξής:
Κατά τα διδάγματα της νομικής επιστήμης, η υπαιτιότητα τού δράστη ενός εγκλήματος χωρίζεται σε δόλο και αμέλεια. Σε δεύτερο επίπεδο, ο δόλος χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες και ο δόλος σε δύο. Χωρίς να θέλω να κουράζω τους αναγνώστες, θα αναλύσουμε τον τρόπο σκέψης του νομικού όταν η αποδιδόμενη πράξη καταλογίζεται από ενδεχόμενο δόλο (φράση γνωστή σε όλους).

Για να καταλάβουμε λοιπόν αν ο δράστης καταλαμβάνεται από τον ενδεχόμενο δόλο, ακολουθούμε την συλλογιστική: ο δράστης είχε σκοπό να εκτελέσει την πράξη (διανοητικό στοιχείο) και παράλληλα πίστευε ότι πιθανώς η πράξη αυτή θα επέφερε το ποινικά κολάσιμο αποτέλεσμα (βουλητικό στοιχείο).

Κάπως έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και για το κλάιν. Δεχόμαστε μία πληροφορία, περιερχόμαστε σε κατάσταση κλάιν (διανοητικό στοιχείο), η οποία κατάσταση εκφράζεται παντοιοτρόπως (ξύσιμο φρυδιών, ανακάτεμα φράπας κλπ. - εκτέλεση πράξης).

Ο σωστά σκεπτόμενος αναγνώστης θα αναρωτηθεί: μα αφού τελικά το εξωτερικό στοιχείο, είτε παραδεχτούμε ότι ονομάζεται κλάιν είτε προέρχεται από την διανόηση, την οποία εδώ ονομάζουμε κλάιν, τότε γιατί να ασχοληθώ;

Το πρόβλημα λοιπόν έγκειται στο επικίνδυνο συμπέρασμα να δίνονται ελλιπέστατοι και συχνά αυθαίρετοι ορισμοί για το υπό εξέταση λήμμα, το οποίο τελικά περιορίζεται στο να αντικαθιστά τους αυθαίρετους αυτούς ορισμούς. Ας το αναλογιστούμε: Τί από τα παρακάτω περιγράφει το κλάιν: αδιαφορία, απαξίωση, χαλαρότητα, ασυνέπεια, αστειότητα, έλλειψη σοβαρότητας; Σίγουρα καθένας από εμάς κάποτε είπε «κλάιν» για να αντικαταστήσει μία από τις παραπάνω λέξεις. Μα όμως όλες δεν εντάσσονται στην έννοια αυτή;

Εν κατακλείδι, δύο είναι οι προβληματικές της παρούσας προσπάθειας για την εξεύρεση του ορισμού: αφενός, πρέπει μέσα μας να αποκαταστήσουμε το «κλάιν» ως έναν αυτοτελή ορισμό, ο οποίος είναι πολύ ανώτερος από το να το χρησιμοποιούμε αβασάνιστα για να αντικαθιστούμε λέξεις, οι οποίες περιγράφουν πολύ πιο περιεκτικά τη στιγμιαία σκέψη μας.

Αφετέρου, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το «κλάιν» αποτελεί ψυχολογική κατάσταση, η οποία προκαλείται από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα και τελικά αυτό το ρημάδι το «κλάιν» είναι που μας οδηγεί στα συναισθήματα της αδιαφορίας, της απαξίωσης κλπ. Υπάρχει λοιπόν μία σχέση αιτίου - αιτιατού και όχι σχέση υποκατάστασης.

Τέλος, αφού η λογική αναγκαιότητα, κατά την άποψη του γράφοντα, έχει σχηματικά ως εξής: λήψη ερεθίσματος > κλάιν > εξωτερίκευση ανάλογης συμπεριφοράς, το παρόν λήμμα θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε όλως περιοριστικές περιπτώσεις, για να δείξουμε ότι η ενδεχόμενη αδιαφορία μας για ένα ζήτημα, δεν περιέρχεται επειδή βαριόμαστε να ακούσουμε τον συνομιλητή μας ή επειδή η προσοχή μας είναι αποσπασμένη, αλλά για να δείξουμε λάβαμε την πληροφορία και δημιουργήθηκε μέσα μας η ψυχολογική κατάσταση του κλάιν.

  1. Λάθος χρήση τού κλάιν:
    - Ρε Νώντα άκου να σου πω τί με είπε η πατσαβούρα που γνώρισα χθες σε εκείνο το καταγώγι...
    - Κλάιν ρε ψηλέ, βαριέμαι τώρα, δε βλέπεις ότι νυστάζω; Ποιος ασχολείται άλλωστε με αυτήν...

Βλέπουμε εδώ ότι το κλάιν έχει υποκαταστήσει την έννοια της βαρεμάρας γενικά και της αδιαφορίας για την γκόμενα.

  1. Σωστή χρήση τού κλαίν:
    - Ρε Νώντα απολύθηκα από τη δουλειά. Το πιστεύεις; Πώς θα ζήσω τώρα;
    - Κλάιν ρε ψηλέ, αφού έχεις εισοδήματα από δέκα διαμερίσματα, τί αγχώνεσαι;

Εδώ όμως, ο Νώντας ορθά χρησιμοποίησε το κλάιν, επειδή δέχτηκε το εξωτερικό ερέθισμα (δηλαδή την απόλυση από τη δουλειά), περιήλθε σε κατάσταση κλάιν, η οποία κατά λογική αναγκαιότητα τον οδήγησε σε απαξίωση των λεγομένων τού Ψηλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκπρόσωπος του Ε.Ο.Τ. είναι εκείνος, ο οποίος ποτέ κάνει τίποτα σε τόσο μεγάλο βαθμό και παράλληλα είναι τόσο συνειδητοποιημένος για την απραξία του, όπως θα ήταν κάποιος στις διακοπές του: δηλαδή συνειδητά δεν κάνει τίποτα και την αράζει όλη μέρα με την φράπα ανά χείρας και ξαπλωμένος στο ρεζερβέ κρεβατάκι επί της παραλίας (το οποίο εννοείται άλλοι τού το έχουν κάνει ρεζερβέ γιατί ο ίδιος βαριέται).

Επειδή λοιπόν δεν κάνει τίποτα στη ζωή του (σε βαθμό διδακτορικού), είναι ο πλέον κατάλληλος για να δώσει πληροφορίες στον λαό σχετικά με το ποια μέρη είναι κατάλληλα για άραγμα, όπως δηλαδή θα έκανε και Ε.Ο.Τ., υποδεικνύοντας τα κατάλληλα μέρη για διακοπές.

(Έξω από το αμφιθέατρο, λίγο πριν την εξέταση μαθήματος):
- Τί έχουμε φίλος, έχουμε ελπίδες να την πουλέψουμε;
- Τί να σου πω δικέ μου, εγώ ήρθα να επιθεωρήσω τις εγκαταστάσεις να δω αν είναι κατάλληλες...
- Συγγνώμη για την παρεξήγηση, δεν ήξερα ότι ήσουν εκπρόσωπος του Ε.Ο.Τ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified