Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.

- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδια τετράστιχα, παρόμοια με μαντινάδες, που τραγουδιούνται σε γάμους και βαφτίσεις στη Νάξο, το περιεχόμενο των οποίων έχει να κάνει με την περίσταση.

- Μα τί έπαθε ο Βαζαίος τελικά;
- Να, εκεί που τραγουδούσε τα κοτσάκια σε ένα γάμο, λιποθύμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαϊκός τραγουδιστής που εντάσσει στοιχεία ροκ στο ρεπερτόριό του, δημιουργώντας ένα αμάλγαμα λαϊκού, τσιφτετελέ (μπουζούκι) και εν γένει μοντέρνου, πιο ηλεκτρικού και αλλοδαπού («ροκ») ήχου.

Ο όρος χρησιμοποιείται σε καλλιτέχνες-βάρδους όπως ο Μπίγαλης και (μακράν και κυρίως) ο Δάντης.

- Εμένα μου αρέσει ο Δάντης. Είναι έθνικ ο ήχος του.
- Ποιος έθνικ ρε; Μπουζουκοροκάς είναι ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο άχρηστος (Γιαννιώτικα).

Μπανταλομάρα: η ηλιθιότητα, πιθανότατα από το μπανταλός.

  1. Α, ωρέ, όλο μπανταλομάρες λες!

  2. Εντελώς μπανταλό το παπούτσι που ψώνισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μελαμψή οικιακή βοηθός στην Κύπρο.

- Πρέπει να καθαρίσω το σπίτι και δεν έχω καθόλου χρόνο! Τί να κάνω;
- Μη σκας. Θα σου στείλω εγώ τη μαυρούα μου να σε βοηθήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τμήμα του αμαξώματος που βρίσκεται κάτω από τις πόρτες του αυτοκινήτου και χρησιμεύει για να πατά κανείς το πόδι του καθώς μπαίνει και βγαίνει. Στις μοτοσυκλέτες λέγεται η προεξοχή όπου οι επιβάτες στηρίζουν τα πόδια τους. Από το γαλλικό marche pied. Απαντάται συνήθως ως ουδέτερο, αλλά δεν είναι σπάνιος και ο ελληνοποιημένος τύπος, ο μαρσπιές.

- Κι εκεί που παίρνω τη στροφή φουλαριστός φέτα με το Χαγιαμπούσα, βρίσκουν κάτω οι μαρσπιέδες και βγάζουν σπίθες!
- Τί λε ρε φίλε; Και μετά ξύπνησες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση για τους κάτοικους της Σαλαμίνας. Ο όρος σατιρίζει το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς υπηρετούν στο ναύσταθμο και ονειρεύονται να αποκτήσουν κάποτε τον τίτλο του οπλονόμου.

- Ωραία η Σαλαμίνα, ε;
- Το νησία εντάξει, οι κάτοικοι όχι. Οι οπλονόμοι είναι εντελώς κάφροι. Μπακαούκηδες σου λέω!
- ;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθηγητής ή εξεταστής που «κόβει», δεν περνάει τους εξεταζόμενους.

- Πώς τα πήγες στις εξετάσεις;
- Άσε ρε, αφού ξέρεις τί κόφτης είναι ο Παπαδόπουλος!

Got a better definition? Add it!

Published

Η περιοχή γύρω από τον πρωκτό, ήτοι γύρω από το σημείο από όπου βγαίνουν οι κλανιές.

Χρησιμοποιείται γενικά για τον πρωκτό.

Απαντάται κυρίως στο υβρεολόγιο των γηπέδων.

Άμα σε πετύχω, ρε σκουλήκι, θα σου ξεσχίσω το περικλανίδι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified