Ο ιδιαίτερα ικανός και ενεργός, ίσως και ακούραστος, σεξουαλικά άντρας.
Εγώ φίλες θέλω γυναίκα να αντέχει πολλές ώρες στο κρεβάτι, όλη τη νύχτα αν χρειαστεί! Είμαι καραφωτιάς εγώ!
Ο ιδιαίτερα ικανός και ενεργός, ίσως και ακούραστος, σεξουαλικά άντρας.
Εγώ φίλες θέλω γυναίκα να αντέχει πολλές ώρες στο κρεβάτι, όλη τη νύχτα αν χρειαστεί! Είμαι καραφωτιάς εγώ!
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη και άχαρη γυναίκα. Το μπάζο, η φλόμπα, η πατόζα. Σαλονικιώτικη κυρίως έκφραση.
- Φίλε, ο Μήτσος χτύπησε γκομενάκι χτες!
- Ποιο μωρέ; Η Σούλα η τσιμεντογωνία;
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός του μπορντό, του ρόδινου και του κόκκινου χρώματος.
Γνωστή απόχρωση περσικών και μη χαλιών, όπως εύγλωττα την έχει περιγράψει η μεγάλη χαλιέμπορας Δέσποινα Μοιραράκη.
Και αυτό το υπέροχο χαλί (σήκωσέ το ρε Μωχάμετ!), με 3.500 κόμπους ανά τετραγωνικό και υπέροχο μπορντοροδοκόκκινο στρίφωμα, μόνο, μόνο, ξαναλέω, 500 ευρώ!
Got a better definition? Add it!
Όρος των κιθαριστών, που δηλώνει όταν κανείς δεν πιέζει αρκετά τις χορδές στην ταστιέρα (μπράτσο) της κιθάρας και ο ήχος ακούγεται σαν ξύσιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για ροκ, ντίσκο και φανκ κομμάτια.
Μα δεν μπορείς να παίξεις κανονικά το κομμάτι. Εκεί που μπαίνεις εσύ πρέπει να παίζεις το μπαρέ του λα κούφιο.
Σύγκρινε με μπουκωτή.
Got a better definition? Add it!
Ο παλιοροκάς, ο 40-50-60ρης που νομίζει ότι είναι 20 χρονών και ακούει πουρόκ. Από το πουρό και τον ρόκερ.
- Παίζουν οι Whitesnake σήμερα στον Λυκαβηττό. Πάμε;
- Τί λες μωρέ; Σου μοιάζω με πουρόκερ;
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη και απαίσια γηραιά κυρία.
Άντε μωρή τζατζόγρια που θες και τεκνά! Δεν κοιτάς τα χάλια σου;!
Got a better definition? Add it!
Κάτι το εξαιρετικής ποιότητας, όπως θεωρούνται ότι είναι πάντα τα αυτοκίνητα της ομώνυμης Γερμανικής μάρκας.
Έλα να πάρεις! Οι φράουλες είναι μερσεντές! (από τη λαϊκή αγορά στη Φυλής)
Got a better definition? Add it!
Κάνω σεξ ενεργητικά, ήτοι κάνω σεξ σε μια γυναίκα. Ως εκ τούτου απαντάται στην περιγραφή της σεξουαλικής πράξης από άνδρες. Συναντάται στην Ήπειρο και στη Ρούμελη κυρίως.
Τα κατάφερε τελικά. Τη φαρμάκωσε τη χήρα ο άτιμος!
Got a better definition? Add it!
Κάνω σεξ. Ενεργητικό ρήμα, ως εκ τούτου χρησιμοποιείται από άνδρες. Γνωστό και το ουσιαστικά πλάκωμα που σημαίνει το ίδιο. Συναντάται στις ντοπιολαλιές της Ηπείρου κυρίως.
Κι εκεί που την έβλεπα την τσελιγγοπούλα να αρμέγει τις πρατίνες, να σου ο Λιάκος. Την έπιασε κι άρχισε να την πλακώνει!
Got a better definition? Add it!
Παράξενη και αστεία, έως γελοία εμφάνιση ατόμου, που χρήζει περιφρόνησης. Παρότι προέρχεται από το γνωστό μπουγέλο, η ουσιαστική ετυμολογία βρίσκεται στις γνωστές μπουγελόφατσες, δημοφιλή πλαστικά παιδικά παιχνίδια που εκτοξεύουν μικρές ποσότητες νερού και έχουν εμφάνιση αστείων προσώπων και πραγμάτων.
Δες και -φατσα.
Got a better definition? Add it!