Παράξενη και αστεία, έως γελοία εμφάνιση ατόμου, που χρήζει περιφρόνησης. Παρότι προέρχεται από το γνωστό μπουγέλο, η ουσιαστική ετυμολογία βρίσκεται στις γνωστές μπουγελόφατσες, δημοφιλή πλαστικά παιδικά παιχνίδια που εκτοξεύουν μικρές ποσότητες νερού και έχουν εμφάνιση αστείων προσώπων και πραγμάτων.

- Τί να ψηφίσουμε ρε στις εκλογές;
- Εγώ θα ρίξω Προκόπη Παυλόπουλο δαγκωτό. Είναι ο πολιτικός της ελπίδας των νέων.
- Τί λε, ρε μαλέφα; Τέτοιες μπουγελόφατσες στο χωριό μου τις πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η φάρα!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ. Ενεργητικό ρήμα, ως εκ τούτου χρησιμοποιείται από άνδρες. Γνωστό και το ουσιαστικά πλάκωμα που σημαίνει το ίδιο. Συναντάται στις ντοπιολαλιές της Ηπείρου κυρίως.

Κι εκεί που την έβλεπα την τσελιγγοπούλα να αρμέγει τις πρατίνες, να σου ο Λιάκος. Την έπιασε κι άρχισε να την πλακώνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ ενεργητικά, ήτοι κάνω σεξ σε μια γυναίκα. Ως εκ τούτου απαντάται στην περιγραφή της σεξουαλικής πράξης από άνδρες. Συναντάται στην Ήπειρο και στη Ρούμελη κυρίως.

Τα κατάφερε τελικά. Τη φαρμάκωσε τη χήρα ο άτιμος!

(από Nakas, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι το εξαιρετικής ποιότητας, όπως θεωρούνται ότι είναι πάντα τα αυτοκίνητα της ομώνυμης Γερμανικής μάρκας.

Έλα να πάρεις! Οι φράουλες είναι μερσεντές! (από τη λαϊκή αγορά στη Φυλής)

Got a better definition? Add it!

Published

Η άσχημη και απαίσια γηραιά κυρία.

Άντε μωρή τζατζόγρια που θες και τεκνά! Δεν κοιτάς τα χάλια σου;!

Σχετικά: γρέτζω, γριέντζω, γιαγιά, γρίντζελο, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιοροκάς, ο 40-50-60ρης που νομίζει ότι είναι 20 χρονών και ακούει πουρόκ. Από το πουρό και τον ρόκερ.

- Παίζουν οι Whitesnake σήμερα στον Λυκαβηττό. Πάμε;
- Τί λες μωρέ; Σου μοιάζω με πουρόκερ;

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος των κιθαριστών, που δηλώνει όταν κανείς δεν πιέζει αρκετά τις χορδές στην ταστιέρα (μπράτσο) της κιθάρας και ο ήχος ακούγεται σαν ξύσιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για ροκ, ντίσκο και φανκ κομμάτια.

Μα δεν μπορείς να παίξεις κανονικά το κομμάτι. Εκεί που μπαίνεις εσύ πρέπει να παίζεις το μπαρέ του λα κούφιο.

«Όλα τελικά ξαναγυρνάν σε μάς» απο Τρύπες: Η κιθάρα ξεκινά παίζοντας μία καθαρή - τρείς κούφιες (από vikar, 14/03/11)«Η» απο Σιδηρόπουλο: Μπόλικες κούφιες στη ρυθμική (τη φλαντζεράτη). (από vikar, 12/08/11)

Σύγκρινε με μπουκωτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του μπορντό, του ρόδινου και του κόκκινου χρώματος.

Γνωστή απόχρωση περσικών και μη χαλιών, όπως εύγλωττα την έχει περιγράψει η μεγάλη χαλιέμπορας Δέσποινα Μοιραράκη.

Και αυτό το υπέροχο χαλί (σήκωσέ το ρε Μωχάμετ!), με 3.500 κόμπους ανά τετραγωνικό και υπέροχο μπορντοροδοκόκκινο στρίφωμα, μόνο, μόνο, ξαναλέω, 500 ευρώ!

Αυτό κι αν είναι μπεστσέλερ! (από Khan, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη και άχαρη γυναίκα. Το μπάζο, η φλόμπα, η πατόζα. Σαλονικιώτικη κυρίως έκφραση.

- Φίλε, ο Μήτσος χτύπησε γκομενάκι χτες!
- Ποιο μωρέ; Η Σούλα η τσιμεντογωνία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιαίτερα ικανός και ενεργός, ίσως και ακούραστος, σεξουαλικά άντρας.

Εγώ φίλες θέλω γυναίκα να αντέχει πολλές ώρες στο κρεβάτι, όλη τη νύχτα αν χρειαστεί! Είμαι καραφωτιάς εγώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified