Το μικρό παιδάκι. Δεν χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός του μικρού παιδιού, αλλά κάποιος που βρίζει στην καθημερινότητά του θα την χρησιμοποιεί για παιδιά.

- Καλά ρε, από ένα παιδί νικήθηκες;
- Πω, καλά νικήθηκα. Και; Δεν χάνω κάθε μέρα.
- Εντάξει να μην νικάς κάθε μέρα. Αλλά να χάνεις από ένα μουνάκι σαν τον Γιαννάκη; Καλά, αυτός θα γίνει μεγάλος μάγκας όταν μεγαλώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέει κάποιος μια ομάδα από άτομα που μισεί πάρα πολύ.

Από τις λέξεις «μουνί» και «ποτάμι». Δηλαδή, το ποτάμι που αποτελείται από πολύ νερό, σ' αυτή τη περίπτωση από πολλά «μουνιά» με την έννοια της ύβρης, όχι του γεννετικού οργάνου της γυναίκας.

Οι μισοί συμμαθητές μου είναι μαλάκες. Μιλάμε για μεγάλο μουνιάμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και ο κώλος. Όταν το αναφέρεις θες να πεις κάτι που έκανες και στα δύο. Δηλαδή, δεν μπορείς να γαμήσεις κώλο και να πεις ότι γάμησες μουνόκωλο.

Μπορεί επίσης, αντί για «το μουνόκωλο» να γίνει και «ο μουνόκωλος».

- Τι έπαθες ρε και περπατάς σαν χεσμένος;
- Πήγα σε μπουρδέλο για πρώτη φορά χθες. Γάμησα 10 μουνόκωλα σε μία νύχτα. Δεν το πιστεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί που έχουν κόλλημα με τον Ομπάμα. Όχι απαραίτητα κακό.

- Έχω ένα φίλο που έχει κόλλημα με τον Τζέφρι!
- Σοβαρά, ε; Κι εγώ είμαι μπαρακάξα. - Αλήθεια; Ε, ο καθένας τη γνώμη του...

Ceci n\'est pas une Barakaxe (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο πέος.

- Χθες είδα μια τσόντα. Και ένα πράγμα μου 'χει μείνει. Ο πρωταγωνιστής να πούμε είχε τεράστια ψωλή. Μιλάμε για μεγάλο μπούτση. Αχ, να την είχα κι εγώ τόσο μεγάλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχεται απ' το αγγλικό difference και σημαίνει διαφορά.

-Θέλεις το πρώτο ή το δεύτερο;
-Όποιο να 'ναι, μωρέ... σιγά τη ντίφρα.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια λεσβία κάνει έρωτα με άνδρα και η γνώμη της για τ' άλλο φύλο αλλάζει.

- Φίλε, γάμησα μια μεθυσμένη λεσβία χθες. Την ξέσκισα κανονικά.
- Αλήθεια;
- Ναι, ρε. Την ξελεσβίωσα λέμε.

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεγάλο) πήδημα.

Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε πέρα.

Μεγάλο και μαζικό. (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το αέριο. Επίσης μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, μπορείς να το πεις τη στιγμή που κάποιος πεταχτεί από το πουθενά και πει τη γνώμη του ή την ιδέα του.

-Τι λέτε να πάμε όλοι μαζί;
-Σταμάτα ρε να πετάγεσσαι σαν τη πορδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλή ύβρις προς κάποιον για τον οποίο τρέφουμε μίσος. Πολύ μίσος...

Γιατί δεν του δίνουνε αποβολή, γαμώ την πουτάνα μου. Μετανιώνω που δεν του γάμησα το σόι. Έτσι και έκανα ότι μπορούσα θα τον είχα γαμήσει αυτόν τον μαλάκα. Για το πούτσο είναι αυτό το πουστρίδι. Νομίζει ότι θα κάνει ό,τι θέλει αυτό το μουνόπανο. Γαμώ τη μάνα του. Κανονικό πουστρίδι όμως.

Got a better definition? Add it!

Published