Γάγκλα ή γάγκλα, είναι η καμπύλη, η κύρτωση, η στροφή δρόμου. Το αρχαίο ουσιαστικό ζάγκλον που σημαίνει δρεπάνι, αναλύεται στο επιτατικό ζα- (όπως στο ζάπλουτος), στο θέμα αγκ, που σημαίνει κάμπτω (αγκ-ύλη, άγκ-υρα) και στο καταληκτικό επίθεμα -ον. Αλλά υπάρχει και μεταγενέστερος τύπος δάγκλον (πβ. το ησυχιανό «δάγκλον, δρέπανον» ). Από τους τύπους αυτούς, ζάγκλον και δάγκλον, παράγονται αντίστοιχα οι λέξεις ζάγκλα και δάγκλα, που σημαίνουν αυτή που είναι δρεπανοειδής.

Πβ. ότι το παλαιότερο όνομα της Μεσσίνης στη Σικελία ήταν Δάγκλη, ή Ζάγκλη, διότι, κατά Θουκυδίδη 96. 4,5), «δραπανοειδές το χωρίον εστί». Πβ. και το κρητικό ζάγλος, καθώς και το επώνυμο Δαγκλής, ιδίας παραγωγής. Συνών. κούρμπα.

Όλα τα παραπάνω είναι από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού ιδιώματος του καθηγητή Αντ. Ξανθινάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τούτονα το κλαδί δε κάνει για κατσούνα, είναι ούλο γάγκλες.

Δρόμος με γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλαδιά όλο γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)

βλ. και έκφραση «έχω γάγκλα», σε παρακάτω σχόλιο. Επίσης βλ. κορδέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις ασθένειες και στις κακουχίες. Από το σκύλος και εντουρά (=αντοχή). Παρεμβάλλεται το ν για ευφωνία.

Στον Αποκόρωνα και στο Σέλινο. Από το Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

Διάλε ντο κακό ντο πάθει, γιατί 'ναι σκυλονέντουρος.

Σκυλέντουρος σε παγωμένε νερά (από nikolaosvlas, 09/10/11)Σκυλέντουρος σε βράχο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.

Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.

Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.

-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;

οματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)αματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρβαλος και αρβαλίδι: Στα Σφακιά έχει τη σημασία του θορύβου.

Ίσως από το μτγν. άρβηλο (από το δωρικό τύπο άρβαλος) που είναι το ξέστρο (ξυστρί) δερμάτων. Πβ. το κρητικό όνομα Αρβαλάκης. Η δημιουργία της λέξης προφανώς προήλθε από το θόρυβο που γίνεται με το ξύσιμο των δερμάτων.

Αυτά από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη.

Άμε να διώξεις τα κοπέλια γιατί κάνουνε μεγάλο άρβαλο.

Άρβαλος επί το έργον (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρυσή εποχή για τις λεκανατζούδες έληξε σχετικά απότομα στη δεκαετία 1950-1960, όταν όπως φαίνεται έγινε υποχρεωτικό το κάθε μπορντέλο να διαθέτει τρεχούμενο νερό.

Παλαιότερα η λεκανατζού έφερνε στην κοπέλα μια λεκάνη με νερό για να πλύνει το γατί της και το πουάρ ή κλύσμα για μια εσωτερική πλύση αν ο πελάτης ήταν από τους καλούς που τους επιτρεπόταν και χωρίς σκουφίτσα.

- Κάποτε σ' αυτό το σπίτι ήταν η Τασία. Τι να 'γινε άραγε!
- Τι θες να 'γινε! Τόσα χρόνια έχουνε περάσει. Λεκανατζού θα 'ναι σήμερα, η φουκαριάρα.

Λεκάνη (από nikolaosvlas, 09/10/11)Πουάρ για εσωτερική πλύση (από nikolaosvlas, 09/10/11)Η κοπέλα (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλείσμα για εσωτερική πλύση (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπτωση του επαρχιώτη κουραδόμαγκα. Φοράει κάποιο καβουράκι ή τραγιάσκα, οδηγεί ένα σαράβαλο μηχανάκι ή αμάξι, έχει το αριστερό κουλό του μόνιμα κρεμασμένο έξω απ' τ' αμάξι και λόγω μπόχας κρατά τους πάντες σε απόσταση.

Ξέρει πως τον έχουν όλοι χεσμένο, εξού και η μόνιμη θορυβώδης συμπεριφορά του με την πειραγμένη εξάτμιση στο μηχανάκι και τις τυποποιημένες μπαρουφομαγκιές.

-Γιατί κορνάρει αυτός από πίσω μας.
-Χεσ' τονε. Τοπική μαγκιά, κλανιά κ' εξάτμιση!

Θορυβώδης οδηγός (από nikolaosvlas, 09/10/11)Μαγκλανέξ. (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άσθμα του ανθρώπου και του ζώου. Βλέπε τεκνεφές= ασθματικός καχεκτικός, aπό το τουρκικό tiknefes.

Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

-Δεν τ' ακούει να πορπατεί στο ρίζωμα γιατί έει τεκνεφέσι.

Ασθματικός (από nikolaosvlas, 15/10/11)Ασθματικός (από nikolaosvlas, 15/10/11)Ασθματικός σκύλος (από nikolaosvlas, 15/10/11)Άσθμα (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφουνώ, τσαφουνίζω, τσαφίζω = γρατζουνώ, προκαλώ επιφανειακή, επιδερμική φθορά ή ερεθισμό, με τριβή ή ξύσιμο.

Σε ευρεία χρήση σε όλη την Κρήτη.

Ενδέχεται να είναι ηχομιμητικό. Όμως υπάρχει η καταπληκτική σύμπτωση ότι το αγγλικό ρήμα to chafe, έχει στη γενική του χρήση την έννοια του ερεθισμού, της φθοράς και του ξυσίματος, αλλά και του «θερμαίνω με εντριβή». Ετυμολογικά, σύμφωνα με το Webster Dictionary, προέρχεται από το γαλλικό chauffer (=θερμαίνω, προφανώς με την τριβή).

  1. - Τι έχεις και φωνάζεις;
    - Ρε φίλε, τον τρελό κάνεις; Δε βλέπεις, μου τσαφούνισες τ' αμάξι!

  2. - Μωρέ Μανόλη, τσαφούνισέ σε η γυναίκα σου;
    - Όι, όι, ο κάτης ήτονε.

Τσαφούνισμα (από nikolaosvlas, 14/10/11)Τσαφουνισμένη μούρη (από nikolaosvlas, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε Αποκόρωνα και Σφακιά, το ανδρικό μόριο σε στύση. Από το μακρουλό καρβέλι που προορίζεται για παξιμάδι, που λέγεται «παύλος». Ακούγεται και «παύρος».

- Γιάντα τρέχεις μωρή;
- Όχού, ο Λυμπέρης την είχε βγαλμένη όξω κ' ήτονε ένας παύλος, να...!

(από nikos sabioneras, 12/11/11)Paul κατά την γαλλική αλυσίδα αρτοποιίας. (από Khan, 16/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα ευφυής και δυναμική γυναίκα που επιλέγει τους καλύτερους διαθέσιμους νέους για νυκτερινούς συντρόφους, προκαλώντας αντιπάθειες και κουτσομπολιά και από τα δυο φύλα.

Σε ευρεία χρήση στο Νομό Χανίων.

Μάλλον πως προέρχεται από λατινογενή λέξη που έχει την έννοια της αλεπούς. Η λέξη zorra στα ισπανικά έχει και αυτή την έννοια.

- Είδες πάλι η Βαγγελιώ κουτούπωσε και το Μιχάλη, σκέτη μουλωχτή ζουρού.
- Και γιατί όχι! Τη χαίρομαι, ξέρει τι κάνει.

Αλεπού (από nikolaosvlas, 17/10/11)(από ironick, 18/10/11)zorra negra (από nikolaosvlas, 18/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified