Εξυπνότατη και πρωτότυπη απάντηση σε ενοχλητικό άτομο.

Συνοδεύεται συνήθως με την προσφώνηση ρε και το ουσιαστικό μαλάκας.

  1. — Και του λέω αυτό και μετά πάει και...
    — Ε άι γαμήσου, μας έπρηξες!

  2. — Ναι ρε συ έτσι έγινε!
    — Μην τον ακούς, εκεί ήμουν, δεν έγινε έτσι...
    Άι γαμήσου ρε μαλάκα, και εγώ κάθομαι και σε ακούω!

(από GATZMAN, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή υποδηλώνει ότι:

  1. λέω ψέματα

  2. κατανοώ ότι ο άλλος λέει ψέματα.

  1. Τους έκοβα παντζάρια για μια ώρα και δεν πήρανε χαμπάρι!!

  2. Πώς την πάτησα έτσι! Να μην καταλάβω ότι τόσο καιρό κόβει παντζάρια!

Βλ. και μούσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μαλάκας. Προέρχεται από την αγγλική λέξη asshole που σημαίνει επίσης μαλάκας.

-Τι ασόλι είσαι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.

  2. Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.

  3. Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.

  1. Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!

  2. Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!

  3. Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!

Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.

  2. Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.

  3. Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.

  1. Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!

  2. Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!

  3. Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !

Δες και λιάρδα, λιώμα, κωλίδι, κόκκαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή ονομασία της ινδικής κάνναβης ή του χασισιού. Οι απόψεις διίστανται.

Έγινε ευρέως γνωστό μετά από το τραγούδι «πίνω μπάφους και παίζω προ» (Locomondo).

  1. Ε ψιτ φίλε έμαθα ότι έχεις μπάφο… Ποσό;

  2. (Locomondo)
    Από το σπίτι δεν θα βγω
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Δεν έχω χρόνο για το μωρό Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Που θα βρω αναπληρωματικό
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Έχω κλειστό το κινητό γιατί
    Πίνω μπάφους και παίζω προ

Γιάννης Καλαϊτζής, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 04/07/11)Πέτρος Ζερβός, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοφιλέστατο παιχνίδι για το PS2 (playstation2) που εθίζει (πορώνει) τις μάζες των ποδοσφαιρόφιλων.

Εμφανίζεται συνήθως με τις λέξεις σπίτι μου / σου, τουρνουά, καλύτερος, κερδίζω, σε έχω.

To πλήρες όνομά του είναι Pro Evolution Soccer. Εκτός από Pro αποκαλείται επίσης και PES.

-Δεν πάμε σπίτι μου να παίξουμε κανένα τουρνουά PRO;
-Ναι πάμε να σας κερδίσω όλους τα γρήγορα!
-Τι μας λες; Μέχρι και ο Πετράκης σε έχει εσένα!

!!!ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Τέτοιους είδους συζητήσεις είναι συνηθισμένες και καταλήγουν συνήθως σε καυγάδες. Προσπαθήστε να τις αποφύγετε!

«Πίνω μπάφους και παίζω προ», Locomondo:

<object width="425" height="355"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/xhxlqkmJ7gY&rel=1"></param><param name="wmode" value="transparent"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/xhxlqkmJ7gY&rel=1" type="application/x-shockwave-flash" wmode="transparent" width="425" height="355"></embed></object>

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

lvliazo, leveliazo, levelιάζω.

Χρησιμοποιείται σε ηλεκτρονικά παιχνίδια κατά αποκλειστικότητα. Σημαίνει η γρήγορη απόκτηση level που θα σε πωρώσει ακόμα περισσότερο με το παιχνίδι, με αποτέλεσμα την απώλεια χρημάτων και την πρόσληψη βάρους, μια που όλη η ημέρα θα καταναλώνεται στον υπολογιστή, που καταναλώνει ρεύμα και εσείς με τη σειρά σας θα καταναλώνετε συνέχεια φαγητό μια που θα κουράζεστε από της αλλεπάλληλες μάχες με τέρατα ή άλλους παίκτες.

Κοίτα τον να δεις! Λεβελιάζει όσο γρήγορα τρώει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified