Φράση ποικίλων σημασιών που κατά περίπτωση αποτελεί απαιτητική προστακτική ή γλυκειά παραίνεση. Συνήθεις χρήσεις:

  1. Κυριολεκτικά. Πρόκειται για ειδική κατηγορία σλανγκιάς όπου, αφενός αφορά σλανγκ πρακτική, με την έννοια του αδόκιμου και «απαγορευμένου» σκηνικού, αφετέρου είναι έναυσμα για εξάσκηση στο λεξιλόγιο του παρόντος λεξικού. Ο ένας εκ των δύο συντρόφων ερεθίζεται σεξουαλικά με το άκουσμα προχώ εκφράσεων και τις αποζητάει. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία όταν γουστάρουν και οι δύο. Απάντηση στην φράση είναι βεβαίως κάποια προστυχιά:
  • Πρόστυχα μπορεί να είναι τα μπινελίκια, μια έκφραση του προσώπου ή μια κίνηση του κορμιού ή ένα υπονοούμενο κ.λπ. Παρ. 1α.
  • Ρίσκο για μετατροπή ενός σκηνικού στο απόλυτο ξενέρωμα. Απαιτεί σταδιακή εξοικείωση με το αντικείμενο και διακριτική μεθόδευση σε φάση «δοκιμή / σφάλμα». Η εσφαλμένη επιλογή λέξεων μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή. Άμα δεν το ‘χεις γάματο, άλλαξε κουβέντα. Παρ. 1β. Υπάρχουν κοπέλες και κύριοι που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να το πιάσουν, ευτυχώς που υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία επί του θέματος, στην οποία δεν θα επεκταθώ, γιατί τα χει όλα στο νετ (π.χ..εδώ, ή εδώ, ή τεσπά κάνε γούγλε με λήμμα «how to talk dirty» και να δεις τί έχει να γίνει). Βλ. και μήδι 2.
  1. Ειρωνικά, απαξιωτικά, ως απάντηση σε μπινελίκι με την έννοια «σε έχω γραμμένο στα παπάρια μου, δεν πα να κοπανάς τον κώλο σου κάτω». Ιδιαιτέρως εκνευριστικό, όπως και κάθε ειρωνία. Έξτρα μπόνους όταν, παρόλο που ο άλλος ξεπερνάει τον εαυτό του, το βρισίδι είναι ιδιαιτέρως χαμηλών τόνων. Παρ. 2.

  2. Με την έννοια «δεν καταλαβαίνω γρυ από όσα μου λες, μου φαίνονται κινέζικα». Σαν να λέμε εφόσον δεν κατανοώ Χριστό, γιατί να μην υποθέσω ότι με βρίζεις κιόλας στην τελική και να γουστάρουμε και καλά. Παρ. 3

  3. Με την έννοια «μου αρέσει απίστευτα αυτό που ακούω», αντίστοιχη φράσεων όπως «πω ρε καύλα», «σταμάτα να μιλάς και φίλα με» κ.λπ. Παρ. 4α. Εδώ θα μπορούσε να καταταχθεί και η περίπτωση έκφρασης μαζοχιστικών τάσεων κάθε μορφής: σεξουαλικά, επαγγελματικά, κοινωνικά και πάει λέγοντα (sic), όπως αναφέρονταν και στην περιγραφή του λήμματος στο ΔΠ. Άμα ο άλλος θέλει το ξεφτιλίκι του σε οποιοδήποτε τομέα, το «μίλα μου πρόστυχα» εκδηλώνει την ικανοποίησή του όταν το λαμβάνει. Παρ. 4β

*Πάσα: Khan από ΔΠ*

1.α. Εκείνος στο γραφείο, από meeting σε meeting. Κινητό δόνηση, ειδοποίηση sms. Διαβάζει έκπληκτος: «Φόρεσα το μαύρο δαντελένιο αλλά, ξέρεις, είναι διαφανές και ντρέπομαι. Σε περιμένω να μου το βγάλεις». Τούρμπο. Απάντηση: «Μίλα μου πρόστυχα! Έρχομαι!», ποιος γαμεί τα meetings, και καλούα η μάνα του κλείστηκε έξω και πρέπει να της ανοίξει, σφαίρα σπίτι, της πουτάνας. (σ.ς. Το sms δεν περιλαμβάνει ούτε ένα μπινελίκι.).

1.β. Κρεβάτι, χαμός, έντονη φάση, η Λένα από πάνω, μια σύγχρονη αμαζόνα, κλειστά μάτια, δαγκωμένα χείλη - διάλογος:
Λένα (μέσ’ στην καύλα): Έλα μωρό μου, μίλα μου πρόστυχα!
Τάκης (δεν τό 'χει, το παλεύει): Μμμ… (σκέφτεται) μμμ… (ζορίζεται)
Λένα (ανυπόμονα): Μίλα μου, μίλα μου…
Τάκης (το ξεστομίζει): Γαμώ τη μάνα σου! (μαλακία).
Λένα (το ξεστομίζει): Έ άντε γαμήσου μαλάκα (τέρμα η φάση).

  1. Βρις-οφ: - Ε τι να σου πω βρε παλιάνθρωπε, είσαι… είσαι… Ε, λοιπόν, είσαι... ανόητος!!!
    - Πω πω σκληρόοοςΜίλα μου πρόστυχα αγόρι μου :-P

3.– Ρε συ αυτός ένα απλό αρθράκι γράφει και γαμάει λέμεΆκου: «… μιλά αναλογικά για το πάθημα - για την οντολογική διαφορά του με το Είναι. Οπότε δεν είναι το πάθημα αυτό που περιγράφει, αλλά το ίχνος του στη γλώσσα μπλα μπλα μπλα».
- Αυτά είναι! Γουστάρω, μίλα μου πρόστυχα … Άντε γαμήσου, σύνελθε ρε μαλάκα, σού ‘χει γίνει σκάλωμα ο Βέλτσος, τουλάστιχον μη μου τα λες εμένα, δεν καταλαβαίνω Χριστό.

4α. –Ρε μαλάκα πού τα ‘χουμε τα νούμερα που παίξαμε στο τζόκερ; Όπως τα άκουσα στο πεταχτό μου φάνηκε ότι βγήκανε… Φαντάζεσαι;
–Πλάκα κάνεις… Μίλα μου πρόστυχα ρε φίλε! Να πιάσαμε το τζόκερ; (δεν το πιάσανε τελικά αν είχατε απορία).

4β. –Εγώ θέλω το σπίτι να είναι στην τρίχα. Έτσι ρε παιδί μου το θέλω να λάμπει. –Ψυχαναγκασμός.
-Ό,τι να 'ναι. Και μάλιστα θέλω να το φτιάχνω και μόνη μου, δεν θέλω να μου ανακατεύονται στα πόδια αλλοδαπές και ημεδαπές, δικό μου είναι το σπίτι.
-Μαζωχισμός.
-Ό,τι να 'ναι λέμε. Έτσι είμαι, πώς θα γίνει τώρα.
-Ρε Τούλα, άντε ρε μάνα μου να καθαρίσεις τα ντουλάπια της κουζίνας, να μην έχουν κόκο σκόνη, να γλύψεις τους πάγκους, να πλύνεις τις βιτρίνες, να κατεβάσεις τις κουρτίνες, να τις πλύνεις, να τις σιδερώσεις, να τις ξανακρεμάσεις…
-Μμμ! Μίλα μου πρόστυχα Σοφίααα μίλα μου πρόστυχα!
-Είσαι άρρωστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έπαθα μόρφωση»: η μαγεία της έκφρασης έγκειται στην εξισορρόπηση της αντίθεσης μιας κακής και μιας καλής έννοιας, καθαρό γιν και γιανγκ.

Μόρφωση: Πέρα από την απλή μάθηση, αφορά στην γνώση (αλλά και τις διεργασίες που οδηγούν σε αυτή), που δια-μορφώνει τον άνθρωπο ως οντότητα, περιλαμβανομένης της ψυχοσύνθεσης, του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του. Το θέλουμε.

Παθαίνω: ρήμα που συνήθως συντάσσεται με συμφορές, λιγότερο ή περισσότερο ξαφνικές, απροσδόκητες ή τυχαίες (βλ. έπαθα ατύχημα, βλάβη, έγκαυμα, ηλίαση, κάζο, κακό, εμπλοκή, νίλα, κράμπα, υστερία κ.λπ.). Δεν το θέλουμε.

Σο, ορισμός «Έπαθα μόρφωση» ως εξής: Απρόσμενη λήψη πληροφοριών ή γνώσεων, που με ανάγκασαν στην ανάπτυξη αξιόλογης εγκεφαλικής δραστηριότητας (θετικό), αλλά, ήταν περισσότερες από ό,τι ήθελα, ή ήταν άχρηστες, ή δεν ήταν κατάλληλη η ώρα να τις δεχτώ, ή μου πέσανε μαζεμένες (ζόρικο). Εισέπραξα συνεπώς μια κούραση που δεν ήταν ευπρόσδεκτη (ζόρικο), αλλά, σε αντιστάθμισμα, μια ακτίνα πνευματικού φωτός, άγγιξε τους νευρώνες μου ερεθίζοντάς τους ευεργετικά (θετικό).

Αντίστοιχες εκφράσεις – διάφορες περιπτώσεις, μη εξαντλητική λίστα:

  • «Συμφορά που με βρήκε, το ‘μαθα και τούτο, που να μην το μάθαινα.» (Πήξιμο: Παράδειγμα 1),
  • «Μάααστα, το ‘μαθα και τούτο, όχι ότι το ψαχνα, αλλά ε, μια και έτυχε, καλώς τό 'μαθα.» (Ουδετερότητα: Παράδειγμα 2),
  • «Βρε τί μαθαίνει κανείς όταν κάνει παρέα με σοφούςςς» (Ενδιαφέρον - ευχάριστη έκπληξη: Παράδειγμα 3).

    *Ασίστ: ironick από ΔΠ*

Παράδειγμα 1 (από blog): επαθα μορφωση.... λοιπον, η εγκεφαλικη μου δραστηριοτητα των τελευταιων ημερων μπορει ανετα να συγκριθει με αυτην του αινσταιν οταν εψαχνε τη θεωρια της ασχετοσυνης. διαβαζω, [...] ανελαβα τη συνταξη του μπατζετ για την εργασια μου [...]. επισης, ξεκινησα να γραφω στη «φρικηπαιδεια» [...] περαν τουτου, ανελαβα παρουσιασις στα αγγλικα για την επομενη βδομαδα με θεμα την οικονομικη κριση και ψαχνω πληροφοριες και πηγες [...]

Παράδειγμα 2 (από blog): Γενικά, δεν με φοβίζουν τα τρομακτικά όνειρα. Ένα μόνο δεν θέλω να δω ποτέ: Να είμαι λούστρος στη Νέα Υόρκη! Αυτό μου συνέβηκε από τότε που «έπαθα μόρφωση» διαβάζοντας τα παρακάτω για το κραχ του 1929 [...]

Παράδειγμα 3 - (από εδώ): Το γείτσες λοιπόν εγώ νόμιζα ότι ήταν γίτσες εκ του Παναγίτσες. Όπως όταν βήχουμε ακούμε το «Χριστός!». Έπαθα μόρφωση πάλι.

Ισορροπία. Δράκοι. (από Galadriel, 16/09/09)

Σχετικό: παραμόρφωση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικός ορισμός - σπεκ στους προλαλήσαντες: η έκφραση «από χέρι», όπως έχει προαναφερθεί, σημαίνει χωρίς αμφιβολία, κατευθείαν και, αναφορικά με αναμέτρηση, βέβαιη και προδιαγεγραμμένη επικράτηση (π.χ. κερδισμένος από χέρι) ή ήττα (π.χ. την πουτσίσαμε από χέρι).

Άλλη μια έννοια της έκφρασης είναι, η πιο γλυκιά και γούτσικη: «από χέρι αγαπημένο».

Χρησιμοποιείται κυρίως για δώρα και συνοδεύεται από πειράγματα, πονηρά γελάκια, μισοκλείσματα των ματιών, ερυθήματα προσώπων και λοιπά. Όταν κάτι χαρακτηρίζεται ως «από χέρι», πα να πει μας το κανε δώρο το αντικείμενο των τρυφερών μας συναισθημάτων γενικώς, συνήθως γκόμενος / γκόμενα, και βέβαια παίρνει άλλη διάσταση, από ιερή έως και μυθική.

Π1 Εδώ: Χαζεύω τη Βίλα Αμαλίας και σκέφτομαι πως κρατάει ακόμα, αυτή η κολόνια. Έχω κι εγώ μια chanel, δώρο από «χέρι», εδώ και δεν θυμάμαι πόσα χρόνια. Το χρώμα της έχει αλλάξει και η μυρωδιά της, δεν είναι το ίδιο έντονη.

Π2 Εδώ: Χτες πήρα ένα δώρο «από χέρι», μια κρυστάλλινη αχιβάδα που την έχω όλη μέρα και την χαζεύω μπες-βγες. Είναι ένα υπέροχο πρίσμα, ουράνια τόξα παντού στον τοίχο, τις κουρτίνες, τα βιβλία, τους πίνακες, μαγεία... με ηρεμεί και με κάνει να χαμογελάω και μόνο που την βλέπω...

Π3 Εδώ: Juanita La Quejica said... Δεν γελάμε, χαμογελάμε! Ένα παρόμοιο γούρι, αρκουδάκι όμως, έχω στα κλειδιά μου αρκετά χρόνια, γιατί είναι δώρο από «χέρι». Από τις δύο ανηψιές μου. Έχει ελαφρώς ταλαιπωρηθεί, αλλά δεν μου πάει καρδιά να το αλλάξω.

Π4 Εδώ: Ειμαι ο ιδιοκτήτης της μπανάνας. Παρακαλώ μπορείτε να μου τη στείλετε; Είναι δώρο από «Χέρι», το οποίο παρεπιπτώντος αντικαθιστά τη μπανάνα οσο καιρό την ψάχνω...

Π5 Τα κορίτσια είναι μαζεμένα στο σπίτι της Σοφίας και ετοιμάζονται για το πάρτυ. -Ρε Σοφία να βάλω αυτά τα σκουλαρίκια σου με τις καρδούλες; Αφού εσύ φοράς τα χρυσά...
(Σοφία - κόβει την προηγούμενη κίνησή της στην μέση, γλαρώνει, μειδιά με γλύκα και αναπόληση:)
-Βρε Κατερίνα μου, γκχμ, όοοοχι αυτά, διάλεξε τίποτα άλλο από το κουτί...
-Μπα; (πονηρό γελάκι) γκατάλαβα, γιατί όχι αυτά; Από χέρι είναι;
-Ε, γκχμ, μου τά 'κανε (σ.ς. δώρο) ο Απόστολος, δεν θέλω να δει να τα φοράει άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Παγετός. Όταν οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας, ερχόμενοι σε επαφή με επιφάνειες με θερμοκρασία μικρότερη του μηδενός, περνούν κατευθείαν στην στερεή κατάσταση (δεν μεσολαβεί η υγρή κατάσταση), παγώνουν οι χυμοί των φυτών, καταστρέφονται οι σοδειές και κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ οι αγρότες. Στο πιο λάιτ το τσάφι αναφέρεται στην γνωστή πάχνη, που έχει εμπνεύσει και ποιητές. Λαμβάνοντας υπόψη τους προλαλήσαντες, αυτό που στην Αττική το 'χουμε ακούσει ως τσάφι, στην Βόνιτσα το λένε τσαφ.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα πέφτω και ρίχνω.
Παραδείγματα 1, 2, 3.

2. Δυνατή παγωνιά, κρύο που ξυρίζει, συνήθως με φορέα παγωμένο αέρα, ειδικά όταν στέκεσαι σε σημείο που «μπάζει» (ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει).

Με αυτή την έννοια δεν πρόκειται για κείνο το κρύο που νοιώθεις να σε περονιάζει η υγρασία μέχρι τα κόκαλα – το τσάφι είναι εκείνο το κρύο που το νοιώθεις ξηρό, που μπορεί να μην σε διαπερνά, όμως σου παγώνει την επιδερμίδα σε σημείο πλήρους αναισθησίας. Τσάφι είναι το κρύο που παγώνει τις μύτες και τα αυτιά και τα ξεραίνει μέχρι της αίσθησης ότι θα ακολουθήσει αποκόλληση και πτώση, εντελώς ανώδυνη πάντως, γιατί ήδη αναμένεται να έχει προηγηθεί η νέκρωση των ιστών.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα κόβω, θερίζω, ξυρίζω, κουρεύω και συνώνυμα. Παράδειγμα 4.

3. Παραλία στην Λέσβο. Δήμος Γέρας, δημοτικό διαμέρισμα Σκοπέλου, παραλίτσα Τσάφι.

4. Κύριο όνομα κυρίως αμερικάνικης υπηκοότητας – έχουμε κάμποσους, σαν να λέμε σε γούγλε γούγλε (μη εξαντλητική αναφορά): Έχει σε γερουσιαστή Λ. Τσάφι, από το Ρόουντ Αϊλαντ (2006), έχει και σε αστροναύτη Ρ. Τσάφι του Απόλλων 1 που σκοτώθηκε τον Γενάρη του 1967, έχει και σε Τ. Τσάφι, μέλος της μυστικής οργάνωσης του Γέιλ Κρανίο και Οστά (λέει).

Πάσα: την πήρα μόνη μου από τον Ιησού στο τσαφωμένη, κατόπιν προτροπής του μπούμπη.

Παράδειγμα 1 - εδώ (η πρόγνωση του καιρού):
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: 1-31 Ξερόχιονο (καθαρό χιόνι που στρώνεται άμεσα) όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, βαρυχειμωνιά και γιαλοπάγιο, δηλαδή δυνατή παγωνιά (τσάφι).

Παράδειγμα 2 - εδώ:
Δύο άστεγοι απλώνουν τα χαρτόνια τους. Οδός Αθηνάς κοντά στην Ομόνοια, είκοσι μέτρα πριν το δημαρχείο. Αίφνης, το τσάφι της νύχτας ραγίζει από μία κραυγή […] (σ.ς. έχουμε εδώ λοιπόν μια περίπτωση όπου ο πάγος έχει πέσει μονομπλόκ στο μυαλό του ποιητή, εξαιρετικό παράδειγμα για την έννοια τσάφι / πάγος).

Παράδειγμα 3 - εδώ:
Ενα τέτοιο πρωί γιορτινής αργίας, με το που βγήκα απ' την εξώπορτα τα 'χασα και είπα να κάνω πάλι πίσω στη γνώριμη θαλπωρή του σπιτιού. […] Είχε ρίξει τσάφι αποβραδίς, πάγωσαν τα νερά κι η πάχνη περιπλανιόταν χαμηλά• σαν να 'μουνα πάνω απ' τα σύννεφα εγώ, και να 'βλεπα έναν μικρούλη κόσμο κάτω.

Παράδειγμα 4 – (πραγματικό περιστατικό, το οποίον ενέπνευσε τον ορισμό):
Γενάρης, μπαλκόνι, μπάζει, φωνή:
-Πωωω κορίτσια, πα να μπούμε μέσα ρε, κόβει το τσάφι εδώ έξω, θα μας θερίσει! -Άντε μωρή βλαμένη, αμ μας έσκασες μύτη με το τιραντέ πρωτοχρονιάτικο, αμ δε μας αφήνεις να κάνουμε τσιγάρο με την ησυχία μας, πού να μπούμε ηλίθια, είναι τα μωρά μέσα...
-Εχμ.
-Έμπα μόνη σου, εγώ θα το κάνω μέχρι τελευταία τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αιτήθηκε στο ΔΠ η ironick ως «αβέρτα σκέτο» γιατί ήδη υπάρχουν παράγωγα στο σάιτ. Το λήμμα αβέρτα κουβέρτα καλύπτει (με την κουβέρτα του) το λήμμα αβέρτα «σκέτο» (σπεκ στον προλαλήσαντα): φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα.

Περαιτέρω έρευνα στο διαδίκτυο απέδωσε τα παρακάτω: Η λέξη αβέρτα, φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό aperto που θα πει ανοιχτό. Εδώ περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι με τις σχεδόν μονολεκτικές έννοιές τους, όπως χρησιμοποιούνται στην Κέρκυρα και τους Παξούς (αναμενόμενο το Ιόνιο για λέξη ιταλικής προέλευσης, νομίζω;). Σο, αβέρτα, αβέρτα πάγκα: συνέχεια, αβέρτο: ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια, αβέρτο πετσάλι: ελεύθερο, ανοιχτό.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους μηχανισμούς που οδήγησαν στις τρέχουσες χρήσεις της λέξης. Συνήθως αυτές έχουν μια αρνητική χροιά, στα πλαίσια μιας εννοούμενης υπερβολής, ενώ επιπλέον υπονοείται ότι δεν πρόκειται για περιστατικά μια κι έξω, αλλά μάλλον για συνεχιζόμενες καταστάσεις:

  • Απλοχεριά. Ένα ανοιχτό πεδίο, μια άπλα χωρίς στριμώγματα, χωρίς μιζέριες, χωρίς τσιγκουνιές στους χώρους. Χωρίς τσιγκουνιές γενικά, γενναιόδωρα. Αρνητικά: αφειδώς, συνεχής σπατάλη.
  • Πρόκληση. Ένα ανοιχτό πεδίο, είσαι εκεί χωρίς διαθέσιμες κρυψώνες, χωρίς σκιές, τίποτα δεν σε κρύβει, όλα γίνονται μπροστά σε όλους, φάτσα μόστρα, φόρα παρτίδα, όλοι βλέπουν, εκτίθεσαι, αλλά δεν σε νοιάζει. Αρνητικά: συνεχής ξετσιπωσιά.
  • Ελευθερία. Ένα ανοιχτό πεδίο χωρίς εμπόδια, όσο μακριά βλέπει το μάτι, ελεύθερα ως τον ορίζοντα, δεν υπάρχει κάτι δεσμευτικό, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει, sky is the limit. Χωρίς να θέτει κανείς όρια, χωρίς να το σκέφτεται πολύ. Απερίσκεπτα. Αρνητικά: συνεχής ασυδοσία.

    Όλα αυτά μαζί, σε ένα παγωτό.

Δικά μας:
*Βρήκα κώλο και γαμάω αβέρτα.

*Γαμιολόπουστα: [...] είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

*Ασεπατζού: [...] μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.

*Αρπαχτοτσιμπούκω: [...] η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα.

*- Τι γίνεται με την εξεταστική; Γράφεις τίποτα;
- Ραμού έχω να γράψω...
- Πώωω, σοκ και πέος! Αυτή κόβει αβέρτα...

Ξένα:
*Αν συνεχίσει να σκορπάει αβέρτα τα λεφτά του, στο τέλος θα μείνει άφραγκος.

Εδώ: Τα βιβλία θα είναι από δω και πέρα μόνο στολίδια για αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, που κι΄αυτές αντικαθίστανται από συλλογές ταινιών πορνό και τραγουδιών του Φοίβου, που παρέχουν αβέρτα πάγκα οι εφημερίδες και τα περιοδικά…

Ανοιχτό πεδίο. Ελευθερία. Το "αβέρτα" με την θετική του έννοια: η πάμπα της Αργεντίνας. (από Galadriel, 19/10/09)Πιο σωστή μετάφραση κττμγ (από Vrastaman, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφωνία: Ο ένας περιγράφει το ίδιο πράγμα σαν να είναι δύο αντίθετα, ο ένας το λέει μακρύ και ο άλλος κοντό. Ο καθένας λέει τα δικά του και οι δυο μαζί λένε ό,τι να 'ναι και τεσπά δεν υπάρχει συνεννόηση.

Συνήθως, εκτός από την διατύπωση διαφορετικών απόψεων, ο καθένας από τους διαφωνούντες προσπαθεί να πείσει κάποιον τρίτο για την ορθότητα των λεγομένων του. Σε πιο προχώ περιπτώ, σου ζαλίζουν, είτε γιατί δεν σε ενδιαφέρει το θέμα και δε γουστάρεις ηχορύπανση και βαβούρα (παράδειγμα 1), είτε (ακόμα χειρότερα) γιατί σου θέτουν ένα επιπλέον πρόβλημα από όσα σε έχει φορτώσει η ζωή για να λύσεις: να σκεφτείς και να αποφασίσεις ποιος έχει δίκιο (παράδειγμα 2).

Και δηλαδή γιατί όχι «το χοντρό και το λιγνό του», «το άσπρο και το μαύρο του», «το φωτεινό και το σκοτεινό του» (λέμε τώρα...) που είναι κι αυτά αντίθετα; Εικάζεται ότι πρόκειται για αναφορά στα παιδικά παιγνίδια, όπου σε περιπτώσεις που πρέπει να γίνει επιλογή, το μακρύ και το κοντό μας βοηθούν να αποφασίσουμε ποιος «κερδίζει»:

Πρόκειται για την γνωστή πρακτική (εναλλακτική του αμπεμπαμπλόμ) για να επιλεγεί αυτός που «τα φυλάει» στο κρυφτό, που κυνηγάει στο κυνηγητό, που τρώει τις μπάτσες στο μπιζ, που κάνει την τυφλόμυγα, που είναι μάνα στην μακριά γαϊδούρα κ.λπ.: παίρνουμε δυο ξυλάκια διαφορετικού μήκους, ένα κοντό κι ένα μακρύ / τα δίνουμε σε έναν να τα κρατάει και να τα δείξει στους άλλους από την αντίθετη πλευρά έτσι ώστε οι άκρες να φαίνονται ίσες / διαλέγουν και τραβάει ο ένας το μακρύ κι ο άλλος το κοντό. Αυτός που τράβηξε το κοντό χάνει συνήθως, η ζωή είναι σκληρή, όπως γνωρίζουν τα κορίτσια και όσοι έχουν το κοντό, αλλά κάποιος μπορεί να αντιπαραθέσει ότι σημασία έχει το πάχος και όχι το μήκος, σο δεν κλαίμε εκ των προτέρων α-α.

Παράδειγμα 1: Το μακρύ τους και το κοντό τους (στο κινητό): Πρωί-πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι στον ηλεκτρικό είναι τουλάχιστον ενοχλητικό και αγενές να ακούς το διπλανό σου να μιλάει όσο το δυνατόν πιο... βροντερά γίνεται στο κινητό του, δίνοντας οδηγίες σε συναδέλφους του για το πώς πρέπει να κάνουν τη δουλειά. Το κινητό είναι όντως αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς πολλών ανθρώπων, αλλά δεν είναι ανάγκη να τους ακούνε όλοι οι άλλοι γύρω τους. Έλεος...

Παράδειγμα 2: Βαρέθηκα να ακούω το μακρύ και το κοντό του καθενός...! Ότι ακούμε πολλά κουφά ξεκινώντας από την περίοδο της εγκυμοσύνης για να επεκταθούν αργότερα στο θηλασμό, στο μεγάλωμα των παιδιών μας κοκ. είναι γνωστό (από το βγάζει μαλλιά το παιδί και γι'αυτό έχουμε καούρες μέχρι ότι κινδυνεύει από μύρια ψυχολογικά προβλήματα ένα παιδί έτσι και περάσει τους 6 μήνες θηλασμού...! ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω το πάνω χέρι (γονιός στο παιδί, προϊστάμενος στον υφιστάμενο, αξιωματικός στον φαντάρο κ.λπ.). Σου ζητάω (ή σου δίνω εντολή, ή σε διατάζω, αναλόγως ποιοι από τους προαναφερθέντες είμαστε) να κάνεις κάτι. Εσύ δυσφορείς έως και διαμαρτύρεσαι. Με πιάνει το πείσμα. Εξηγώ τους κανόνες: Θα το κάνεις. Είπα. Κι επειδή με τσάντισες επιπλέον, όοοχι μόνο θα το κάνεις αυτό που λέω, αλλά θα το γουστάρεις κιόλας. Θα κάνεις και χαρές. Θα αρχίσεις και τα τραγούδια και τους χορούς. Υποχρεωτικά.

Έχει ήδη διατυπωθεί ωραιότατος συσχετισμός με αγγλιά από εξαιρετικό μαθητή μου (εύγε τέκνο), εντός άλλου ορισμού: «Θυμίζει το εκμηδενιστικό αμερικάνικο: «Do it and like it» (=θα κάνεις την αγγαρεία και θα πεις κι ένα τραγούδι δηλ. υποχρεούσαι να το ευχαριστηθείς κιόλας!), δηλαδή στερεί απάνθρωπα από τον φανταράκο, ακόμα και τη δυνατότητα να στενάξει...».

Άλλες μορφές: Θα το κάνεις και θα χορέψεις.
*Θα το κάνεις και θα πηδήξεις (ή *θα πηδήκεις
στα πελλοπονjησιακά - όπως άκουσα από μια Ζαχαρέα μαμά).

Μπαμπαδίστικη, μην πω μαμαδίστικη έκφραση - παίζει πολύ στον γυναικείο λόγο. Οι άντρες το 'χουν με τα περισσότερο σκληρά, βλ. τελευταίο παράδειγμα με τις κατσίκες.

Γυναικεία αποφασιστικότητα - Μανώλης Χιώτης, άσμα ηρωικό και πένθιμο:
Δεν είμεγώ απτις γυναίκες που θαρρείς, δε λογαριάζω αν είσαι μάγκας και βαρύς, κι αν εκορόϊδεψες πολλές σταληθινά, σε μένα όμως η μαγκιά σου δεν περνά. Θα τα βρεις μαζί μου σκούρα, κι ας με παίρνεις γιαγγελούδι, θα μου βάλεις την κουλούρα, και θα πεις κι ένα τραγούδι. (σ.ς. ετς)

Γυναικείο δράμα - εδώ:
Η ζωή δεν είναι εύκολη για τις γυναίκες [...] όσο κι αν γκρινιάζει το έτερον ήμυσι για τα λεφτά που χαλάμε για το beauté μας [...] κούκλες έχει συνηθίσει αγάπη μου να βλέπει παντού γύρω, κούκλες θέλει να βλέπει και στο σπίτι του! Τώρα δε το καλοκαίρι τα πράγματα για μας κορίτσια είναι ακόμα χειρότερα. [...] Μια ριζική αποτρίχωση για να φοράς με αυτοπεποίθηση το μπικίνι δεν θα την κάνεις; Θα την κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, εκτός φυσικά αν θες να μοιάζεις με τον Γκάλη. [σ.ς. το σχετικό δράμα αναλύεται μεταξύ άλλων και εδώ].

Γιούνισεξ τσαμπουκαλίκι εγχώριο:
– Μασάει η κατσίκα ταραμά;
– Μασάει... Και φτύνει και τα κουκούτσια...
Που σημαίνει: «Μαλάκα, περνιέσαι για ξύπνιος, αλλά αυτό που λέω εγώ θα γίνει και θα πεις κι ένα τραγούδι».

Θε μου, πώς θα τραγουδήσω τώρα... (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ντάγκα ντάγκα: Ηχοπαράγωγο επίρρημα, γενικώς περιγράφει ήχους (και πάει κι ένα βήμα παραπέρα βεβαίως βεβαίως). α) Ήχους λίγο πιο μπάσους και πιο μεγαλοπρεπείς από το χαρμόσυνο ντιν νταν, αλλά με μια ανεπαίσθητη ενοχλητική χροιά (π.χ. υλικό από ελαφρύ φτηνό μέταλλο, ντενεκέ κιέτσ', καμπανάκια, τριγωνάκια για τα κάλαντα κ.λπ., παράδειγμα 1), ή β) Ήχους βαρείς, κοφτούς, σοβαρούς και τελεσίδικους, λίγο πιο λάιτ από το μπαμ μπαμ (π.χ. χέρι που χτυπάει σε στερεή επιφάνεια κ.λπ.).

Στην καθομιλουμένη (βασική σλανγκιά) με ψιλομάγκικη χροιά, ντάγκα ντάγκα θα πει επί τόπου, ντούκου, μπραφ (με την καλή την έννοια).

Κυρίως αναφέρεται σε ρευστό χρήμα πληρωμένο αμέσως, χωρίς παζάρια, χωρίς «ευκολίες», χωρίς γραμμάτια και αηδίες, αλλά cashέρι, ζεστό ζεστό. Από τον ήχο που κάνει το τούβλο τα λεφτά όταν χτυπάει στο τραπέζι - βλ. (β) παραπάνω. Διπλό για έμφαση. Το να πληρώνει κάποιος ντάγκα ντάγκα την σήμερον ημέρα της οικονομικής κρίσεως αποτελεί μέγα διαπραγματευτικό εργαλείο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πολύ καλύτερη τιμή αγοράς προϊόντος, δεδομένου ότι η αγορά κάνει κρα για ρευστό.

Σπανιότερα αναφέρεται και σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. περιγράφοντας την αμεσότητα και την ευθύτητα στον λόγο, «τα είπε ντάγκα ντάγκα» ως αντίστοιχο των «τα είπε έξω από τα δόντια», «μίλησε σταράτα» κ.λπ.

  1. Στη μορφή «ντάγκα ντάγκα Κυριελέισα» αποτελεί έθιμο του Ελληνικού βορά για τα Φώτα. Αναπαράγω από εδώ: Τελευταία μεγάλη γιορτή του Δωδεκάμερου σήμερα τα Φώτα ή Kυριελέησα[...] Στη συνέχεια τρέχουν, κρατώντας τις εικόνες, σε όλο το χωριό φωνάζοντας: «ντάγκα-ντάγκα Kυριελέησα». Οταν συναντούν μικρά εκκλησάκια (υπάρχουν αρκετά απ' αυτά στη Δαδιά) τα τριγυρίζουν τρεις φορές, φωνάζοντας πάντα την κραυγή της ημέρας που -κατά κοινή πεποίθηση- είναι η μίμηση του ήχου της καμπάνας και το όνομα της γιορτής.[...]

  2. Γούγλε γούγλε έδειξε ότι σε μονό (Ντάγκα) παίζει και ως κλιτική κυρίου ονόματος π.χ. του Βαγγέλη Ντάγκα αμυντικού του Ηλυσιακού(έπαθα μόρφωση πάλι).

Παράδειγμα 1: Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά [1955]
ΠΟΠΗ: Και δε μου λες; Δεν πήγες στη Θεσσαλονίκη; ΛΑΛΑΚΗΣ: Ε, δηλαδή, για τη Θεσσαλονίκη πήγαινα, αλλά κατέβηκα σε ένα σταθμό, να πάρω μια ασπιρίνη, γιατί πόνεσε το κεφάλι μου... ΠΟΠΗ: Το δικό σου το κεφάλι; ΛΑΛΑΚΗΣ: Το δικό μου το κεφάλι, Πόπη μου. Είναι δυνατόν να με πονέσει το ξένο το κεφάλι;
ΠΟΠΗ: Και λοιπόν... τι έγινε; ΛΑΛΑΚΗΣ: Ε... να... ώσπου να κατέβω... ώσπου να πάρω την ασπιρίνη... φρου, φρου ο σταθμάρχης, του, του, η ταχεία, ντάγκα, ντάγκα το καμπανάκι... ξέμεινα!

Εδώ άλλο παράδειγμα:
Και η Πέγκυ Ζήνα όμως, εκτός από το Cayenne, θέλησε ν' αποκτήσει και κάτι ιδιαίτερο. Έτσι διάλεξε μια μαύρη και γυαλιστερή Porsche Cayman. [...] Το πλήρωσε που το πλήρωσε κι αυτή ογδόντα χιλιάρικά και... ντάγκα-ντάγκα, ας το χαρεί τουλάχιστον.

Εδώ κι άλλο:
Α ναι, το καταραμένο χρήμα... διαθέτω 2500 ως πάρα πολύ βαριά 3 χιλιάρικα αλλά ντάγκα ντάγκα [με το συμπάθειο] κιόλας.

Εδώ κι άλλο:
και ομως.. μια οικογενεια αθιγγανων που εχω ειναι κυριοι σε ολα!πληρωνουν στην ωρα τους (νταγκα νταγκα) και ουδεποτε κανουν παζαρια...

Ο Βαγγέλης. (από Galadriel, 06/11/09)Το τραμ το τελευταίο (από allivegp, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικά πλάσματα μαύρα, τριχωτά με γουρλωτά μάτια που βρωμούν και κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια. Μοιάζουν με τα σκανδιναβικά τρολ και είναι συναφή με τα καλικατζαράκια που φεύγουνε τα Φώτα με τους αγιασμούς, αλλά τα συγκεκριμένα φαίνεται ότι μπορούν να στοιχειώνουν τα σπίτια όλες τις μέρες του χρόνου.

Αντιπροσωπεύουν την γκαντεμιά, την γλωσσοφαγιά, την καντήφλα, την αρνητική ενέργεια που έχει πέσει σε ένα σπίτι. Πώς είναι το κακό το μάτι για ανθρώπους; Το ίδιο για σπίτια.

Η λέξη συναντάται κυρίως ως μέρος της φράσης «λιβανίζω να φύγουν τα κατσιμπουχέρια» που 'λεγε η σχωρεμένη η γιαγιάκα μου από την Ηλjεία με ένα λιβανιστήρι στο χέρι πέρα δώθε (κάθε τρεις και λίγο). Το λιβάνισμα λέει καθαρίζει την ατμόσφαιρα από το κακό και φεύγουν τα κατσιμπουχέρια. Δεν έχω ακούσει την λέξη στον ενικό, μάλλον πάνε πολλά μαζί αυτά.

-Χριστέ και Παναγία, τί σκατά βρωμάει έτσι πάλι πρωί πρωί ρε πούστη μου; Λιβάνι; Ρε γιαγιά!!!
-Τί παιδάκι μου;
-Τί έπιασες πάλι με τα λιβάνια, γαμώτο.
-Μη βρίζεις παιδάκι μου, λιβανίζω να φύγουν τα κατσιμπουχέρια...
-Α ρε γιαγιά πάλι, α ρε γιαγιά, θα βγω με την Έλενα και θα μυρίζω σα μνήμα, α ρε γιαγιά, α ρε γιαγιά... (σ.ς. αγαπάμε γιαγιά και δεν ρίχνουμε καντήλια).

Μετά το λιβάνι. (από Galadriel, 12/11/09)

Σχετικό: λυκούτσαρδοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευαίσθητη, η μη-μου-άπτου (με την καλή έννοια), η τρυφερή και εύθραυστη, η ευάλωτη, αυτή που το μουνάκι της είναι φτιαγμένο από ροδοπέταλα (μεταφορικώς).

Έχετε αγγίξει ποτέ τα πέταλα ενός τριαντάφυλλου να δείτε πόσο βελούδινη αίσθηση αφήνουν στις άκρες των δαχτύλων - και πόσο εύκολα ένας, έστω και ανεπαίσθητα, άτσαλος χειρισμός μπορεί να αφήσει γραμμή πάνω τους; Το τριαντάφυλλο είναι εκεί, ανάμεσα στα δάχτυλά σου, κάτω από τα χείλη σου, ευάλωτο στη βούλησή σου. Σε σένα μένει να αποφασίσεις αν θα του φερθείς με την απαλότητα που του αρμόζει και να απολαύσεις αυτό το λεπτό, ντελικάτο, αδιόρατα γλυκό άρωμα, ή όχι.

Τέτοιες γυναίκες τις προσέχουμε, τους φερόμαστε με φροντίδα, τρυφερότητα και χαδάκια. Αν τις πονέσεις, δεν θα ακούσεις γκρίνια, κλάμα ή επιθετική αντίδραση, θα δεις τα υγρά μάτια τους να σε κοιτούν, απλά. Γιατί η τριανταφυλλομούνα είναι μια πρώιμη έκδοση της αρχοντομούνας και μόνο με αυτήν μπορεί να συσχετιστεί ως -μούνα. Σο, δεν τις πονάς.

[Η γιαγιά αλλάζει το πάμπερ της μπέμπας και μουρμουράει ξεχειλίζοντας από αγάπη:]
-Έλα κοριτσάκι μου, έλα κοπελάρα μου, έλα να σ' αλλάξω εγώ μην κοκκινίσει το πιπί σου, που σ' έχουμε μία κι ευαισθητούλα, που σ' έχουμε τριανταφυλλομούνα...

-Θα 'ρθείτε όλες; Την Κατερίνα την ρώτησες αν μπορεί;
-Δε θα έρθει αυτή, δεν μπαίνει σε πισίνες, φοβάται τους μύκητες.
-Έλα μαλακίες, τόσο τριανταφυλλομούνα πια;

(Κλαψομούνα) -Ζουζουνάκι μουυυ, έχει πολύ δυνατά την μουσική εδώ μωλέεε, με πονάνε τα αυτάκια μουυυ, πάμε μωρό μου στο άλλο μαγαζί που είναι και τα κορίτσιααα...
(Μουνόδουλος)-Πονάνε τα αυτάκια σου; Ουχουχού, τί κοριτσάκι έχω εγώ μωρέ, τί τριανταφυλλομούνα είναι τούτη; (σ.ς. τα 'χει μπερδέψει αλλά έτσι είναι αν έτσι νομίζει) Έλα αγκαλίτσα, εντάξει, πάμε στο άλλο μαγαζί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified