Ο άνθρωπος που κουβαλάει τα πιο άχρηστα πράγματα μαζί του, αλλά και τα χρήσιμα τα οποία σπάνια βρίσκονται γρήγορα. Αναφορά στον ήρωα-καρτούν της δεκαετίας του 70-80.

- Ρε συ, έχεις κανα στυλό;
- Ορίστε...
- Πωπω, ποιος είσαι ρε μαν, ο σπορτ μπίλλυ;

Το intro του παιδικού στην ελληνική (από mpiftex, 25/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κοντό κούρεμα που κάνει τον έχοντα να φαίνεται σαν σκίνχεντ και τον γελοιοποιεί άγρια.

- Δες τον Χ ρε, έκανε αποψίλωση και είναι σαν Χρυσαυγίτης!
- Ε, τι περιμένεις ρε, το παιδί χάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κοινώς γνωστή χυλόπιτα, εννοώντας την απόρριψη πρότασης για ερωτική σχέση.
  2. Η χυλόπιτα σαν ζυμαρικό.
  1. - Πωωωώ ρε φίλε... Έφαγα χυλόπιτα χθες από το Μαράκι και είμαι χάλια σήμερα.
    - 'Ντάξει, δεν έγινε ρε και τίποτα... Θα φας πολλές στη ζωή σου. Εμένα έχει σκάσει η κοιλιά μου απ' τα πιτοπούλια που έχω φάει!

  2. - Τι να φάμε ρε συ αύριο; Έχω και δουλειά και δεν έχω χρόνο να φτιάξω τίποτα...
    - Εγώ λέω να πάμε στο εστιατόριο να φάμε τίποτα πιτοπούλια με κοτόπουλο, και για το βράδυ βλέπουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι ειδικός σε κάτι, που είναι εξπέρ και ξέρει τα κατατόπια.

- Που λες, όταν είναι να την καληνυχτίσεις θα την φιλήσεις στο στόμα!
- Σίγουρα θα πιάσει;
- Ναι ρε, άκου με που σου λέω! Εγώ είμαι σουπρίμ σε αυτά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν παλεύεται ή δεν την παλεύει καθόλου. Συνήθως είναι κάποιος ο οποίος δεν έχει γκόμενα, γιατί απλούστατα καμία δεν του κάθεται και κάνει τα πάντα για να μηδενίσει το κοντέρ φτάνοντας ώρες-ώρες στα άκρα.

  1. - Τελικά στης Μαρίας ποιοι θα είμαστε;
    - Λοιπόν, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Λάκης, ο Σούλης...
    - Άσ' το καλύτερα, ας μην πάμε, γιατί όλοι οι δενπαλεύουρες πάλι εκεί μαζεύτηκαν...

  2. - Μιλάμε ρε Τάσο είσαι τελείως δενπαλεύουρας! Σου λέω να πας να πάρεις ένα Μάλμπουρο σκληρό και έρχεσαι με το μαλακό... Μα έλεος πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.

Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.

- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει βλακείες και είναι στην κοσμάρα του.

- Ρε συ, είδες τον αναπτήρα; Έχω φάει όλο το σπίτι για να τον βρω!
- Ρε μπουρμπουληθρόπουλε, στο τραπέζι είναι! Δεν βλέπεις μπροστά σου ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δάχτυλο με το οποίο κάποιος (βρωμύλος) σκαλίζει την μύτη του.

Αμάν πια με το μυξοτρύπανο Κωστάκη!

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κυρίως σε παρέες φίλων που παίζουν Lineage, όπου γράφεται ως Ιs. Γιωτάς σημαίνει τρελός, και προέρχεται από τον στρατό όπου οι σχιζοφρενείς και οι φρενοβλαβείς παίρνουν βαθμό Ι1, Ι2... μέχρι Ι5, ανάλογα με την σοβαρότητα της κατάστασής τους.

"xaxaxaxa Is sas efaga olous xaxaxax!!!!11"

Got a better definition? Add it!

Published