Επινοημένο γκαντεμομπλίμπλικο στο οποίο ορισμένες ξεμεινεμένες μπακουρίνες αποδίδουν την χρονίζουσα ξεραΐλα που τις μαστίζει.

Οι έχουσες τον αντροδιώκτη συχνά πιστεύουν ότι είναι εγκεφαλικές γκόμενες και ωσεκτουτού απειλούν και ταπεινώνουν τον ανδρισμό του ανασφαλούς μέσου ανδρός που απελπισμένα θα στραφεί σε μπουζουκογκόμενες, μπιτσόνια κι άλλα σιγουράκια.

Αν βγάλουμε όμως τις πολιτικά ορθές παρωπίδες, η λειψανδρία συνήθως οφείλεται στο ότι είναι κορίτσια της συγγνώμης ή και ανίατες κλαψομούνες.

Στα αρχαία: ἀλεξάνδρα.

1. Τι να είδε επάνω μου άραγε; Είναι τα μαλλιά μου σήμερα; Είναι τα ρούχα μου; Η αύρα μου πάντως έχει τον αντροδιώκτη με τόσες ροζ σκέψεις. Καλά έκανα που μάκρυνα τα μαλλιά μου. Μάλλον είμαι πιο μοιραία.

2. Μήπως έχεις τον αντροδιώχτη; Από εμφάνιση; Σκίζεις! Από μυαλό; Ξυράφι! Σεξουαλικότητα; Στα ύψη! Από χρήματα; Την έχεις την προίκα σου! Κι όμως, ενώ διαθέτεις όλο το πακέτο, πάντα καταλήγεις μόνη σαν την ανεμώνη γύρω από ζευγάρια.

  1. (V)RASTAMAN!!!!!
    Καλώς μας ήρθες!
    Ακόμη εδώ ειμαι, από πέρσι.
    Έλα κι έχουμε τον αντροδιώκτη!
    (θερμή υποδοχή του υποφαινόμενου σε γυναικοκρατούμενο σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μορφή δολοφονίας ή / και απόκρυψης πτώματος διά της μετατροπής αυτού σε τοίχο, μάντρα, ντουβάρι, θεμέλιο, γουατέβα, με την ῥίψη σκυροκονιάματος.

Για επιθαλάσσιες παραλλαγές, βλ: τσιμεντένια παπούτσια, θα σε κάνω σουμπούτεο.

1. Άγρια δολοφονία στη Λούτσα: Τον σκότωσε και τον τσιμέντωσε κάτω από την τουαλέτα

2. «Τσιμεντωμένος» βρέθηκε βουλευτής στη Ρωσία. Εδω θέλει τσιμέντωμα ΟΛΗ η Βουλή.

3. Τοξικομανής «τσιμέντωσε» τον πατέρα του για να μη χάσει τη σύνταξη

4. Ιδού η γυναίκα που φέρεται να τσιμέντωσε το θύμα στο διακοφτό

Η τελευταία κατοικία του θείου. (από σφυρίζων, 23/05/13)Ο 36χρονος ρώσος βουλευτής Μικαήλ Πακχόμοβ (από σφυρίζων, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαπαχελληνική απόδοση του όρου cement shoes: τση μαφιόζικης μεθόδου εκτελέσεως διά του τσιμεντώματος ποδών σε κουβάδες και της ῥίψεως του συνημμένου θύματος (ζωντανού) στο απέραντο γαλάζιο όπου θα αναπαύεται εσαεί με τα ψάρια. Η φαμίλια του μακαρίτη στη συνέχεια θα παραλάβει ταχυδρομικά πεσκέσι ένα συμβολικό ψάρι τυλιγμένο σε εφημερίδα.

Η πατρότητα της μεθόδου αποδίδεται στην οικογένεια Gambino. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα τσιμεντένια παπούτσια φορέθηκαν πολύ περισσότερο στο Χόλυγουντ απ' ότι στην πραγματικότητα (βλ. εδώ).

Ευρηματικότερα: θα σε κάνω σουμπούτεο, επιθαλάσσιο σουμπούτεο.

Ασίστ: Χότζας, Αλλιβέ.

1.
Μια μέρα του ανατίθεται να φορέσει τσιμεντένια παπούτσια σε έναν ασυνεπή πωλητή φαλάφελ και να τον στείλει να κοιμηθεί με τα ψάρια. Πλήθος μπράβων έχει συγκεντρωθεί στο λιμάνι, ενώ ο Ευγένιος, όταν το τσιμέντο έχει πήξει, ρωτά τον πωλητή αν τον στενεύουν τα παπούτσια. Εκείνος του απαντά πως τον χτυπούν στο μικρό δάχτυλο.

2.
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΣΙΜΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, μπορεί να παραμείνει να απασχολείται στην αγροτική παραγωγή το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται τώρα ;;;;;;; Και να είναι αυτάρκεις ;;;;;;;;;;; Με τις εξής δύο προϋποθέσεις:
1.υποχρεωτικους αναδασμους και υποχρεωτική παράδοση της αγροτικής γης σε κατ επαγγελμα αγρότες
2.φουνταρισμα στην θάλασσα με τσιμεντένια παπούτσια όλων των οικολογουντων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά από τον μαγικό κόσμο των ανωμαλιάρηδων: το ξυλίκι που τρώει ο μαζώ στα πλαίσια ερωτικών παιγνίων με ντόμινα (ενεργητική γκομενίξ).

Συνεκδοχικά, αυτό που επιφυλάσσει η μοίρα στον κάθε μουνόδουλο.

Αγγλικανιστί: pussywhip.

1. @strahd: να σου σκάσω ένα μουνοσκάμπιλο να σου πω εγώ μετά...!!!!!

2. ως μπαϊσεξουαλ αυτο το ποστ με κανει μαζοχιστη...θελω να παιξω μπουνιες , πουτσιες και μουνοσκαμπιλα με ολες/ους σας !!

3. Ναι , ετσι εχουν γινει τα δόντια σου απο τα μουνοσκάμπιλα που σου κανουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Ποδοσφαιρική σλανγκιά: το σκορ μηδέν-μηδέν. Βλ. επίσης: κουλούρια

Αυτοαναφορικά: μπαγαποντοδοτική βαθμολόγηση στο σλανγκρρ, άκα κιμωνό. Αντώνυμο: Dave Brubeck.

1.
- Πόσο έληξε το ματς;
- Κεφτέδες.

  1. - Ο τσιγκλιστής Βράστα ανέλαβε από το δουπού το λήμμα «κνίτης» του Κχαν!
    - Α, θα μοσχοβολήσει πάλι ο τόπος δυόσμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό επιφώνημα για να πάρεις τον λόγο και να σολάρεις σε κάποιο βήμα (συνήθως κομματικό, συνδικαλιστικό ή φοιτητικό).

Για πλήρες εφέ εκφέρεται βαριά και μόρτικα.

1.
♪♫ Κι όλοι φωνάξαν Μπράβο, αυτό είναι, συμφωνούμε!
και πέρασε η πρόταση του παμψηφεί
μα ένας γέρος ποντικός τους λέει Δικαίωμα!
και θέτει την εξής ερώτηση

Άμα μου λύσετε αυτή την απορία
τότε δε θά’χω αντίρρηση καμιά
Ποιος από σας τολμάει το γάτο να ζυγώσει
να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά ♪♫

  1. Δικαίωμα. Ίσως όλα αυτά που έγραψες να εκφράζουν την - εν πολλοίς ασαφή και συγκεχυμένη - εικόνα που έχει ο μέσος «νομοταγής» πολίτης για τον κόσμο των ναρκωτικών, εντός όμως του κόσμου αυτού, οι έννοιες είναι - ενίοτε - πολύ πιο σαφώς οριοθετημένες. Για να ακριβολογούμε λοιπόν...
    (johnblack, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική, ο διαιτητής έχει πιάτο την φάση όταν την βλέπει φάτσα κάρτα. Αυτό βέβαια δεν τον αποτρέπει από το να (σ)την σφυρίξει κατά το δοκούν. Μεγάλο χαρχίνωμα η διαιτησία στη χώρα μας, ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του.

1. Ο Αθηναίος ρέφερι είχε… πιάτο τη φάση και είδε πεντακάθαρα ότι ο παίκτης της Βέροιας και έσπρωξε και ανέτρεψε τον διεθνή αμυντικό...

2. Ο Σπάθας από την άλλη είναι αδικαιολόγητος. Έπρεπε να πάρει το σφύριγμα πάνω του και να επιμείνει στην αρχική του υπόδειξη. Στο πιάτο την είχε τη φάση.

2. Ο μη καταλογισμός του πέναλτι από τον Τριτσώνη στο Ατρόμητος - ΠΑΟΚ είναι τρανταχτό… φάλτσο, επειδή είχε στο… πιάτο τη φάση, ενώ το τράβηγμα της φανέλας είναι διαρκείας.

Χμού, ώρα να περάσω από το ΑΤΜ (από σφυρίζων, 13/05/13)(από allivegp, 14/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεόκοπη αυτή ατάκα αποτελεί ταυτολογία-ωδή στα σφαιρικά θέλγητρα της χιλιοτραγουδιαμένjης ρουμπενσικής ελληνίδας βυζαρούς. Αυτής που ακόμα κι αν είναι ψιλομπάζο, προξενεί λιμβικό ταράκουλο στον ορμονικά ενεργό άρρενα πληθυσμό δια της βυζαναδείξεως.

Πέον να σημειωθεί ότι η έκφραση γέννησε πληθώρα παραλλαγών που γίνηκαν βάιραλ στο νέτι και απανθίζουμε προς τέρψιν του συναγωνιστή σλάνγκου:

  • γυναίκα χωρίς βυζάρες = άντρας χωρίς λαχτάρες
  • γυναίκα χωρίς βυζί = μοτέρ χωρίς μπουζί
  • γυναίκα χωρίς βυζιά = Ελλάδα χωρίς νησιά
  • γυναίκα χωρίς γόβες = αμάξι δίχως ρόδες
  • γυναίκα χωρίς καμπύλες = Εκάλη χωρίς βίλες = υποβρύχια δίχως τορπίλες
  • γυναίκα χωρίς κόλπα = πόλεμος δίχως όπλα
  • γυναίκα χωρίς κώλο = μπατάρια χώρις πόλο = Ελλάδα χωρίς Βόλο = λιμάνι χωρίς μώλο = τοστ χωρίς Dirollo = στρατός χωρίς στόλο = Εκκλησία χωρίς θόλο
  • γυναίκα χωρίς μπαλκόνια = σπίτι δίχως σαλόνια
  • γυναίκα χωρίς νάζι = χειμώνας δίχως χαλάζι
  • γυναίκα χωρίς νάζια = μηχανή χωρίς γκάζια
  • γυναίκα χωρίς παχάκια = τούρτα χωρίς κεράκια
  • γυναίκα χωρίς πιασίματα = αμάξι χωρίς κρατήματα = φουρτούνα δίχως κύματα
  • γυναίκα χωρίς στήθος = σπίτι χωρίς τοίχος
  • γυναίκα χωρίς στριγκάκι= Luna Park χωρίς τρενάκι
  • γυναίκα χωρίς χουφτώματα = σπίτι χωρίς κουφώματα

Σ.ς.: οι υπόλοιποι που προτιμάτε τις γυναίκες σας παστές σαν φωτοτυπία ταφόπλακας παρακαλώ περάστε στο φουαγιέ για ένα ντεκαφεϊνέ, γουλιά και φέρετρο. Στη συνέχεια θα σάς παραλάβει ειδικό πουτσύλατο-ασθενοφόρο με προορισμό το Ακτινολογικό, Αβύζου και Ακώλου (γωνία).

Ασίστ:Gatzman

1.
- Χαντουτσοβα και ξερο ψωμι , κι ας ειναι αβυζο...
- Διαφωνώ συνονόματε γιατί όπως λένε Γυναίκα χωρίς βύζους=Εκκλησία χωρίς Jesus

2.
Ο Χριστός δεν ξέρω τι είπε, αλλά προσφάτως ο ντι τζέι στις Μούσες έλεγε «γυναίκα χωρίς βύζους, ίσον εκκλησία χωρίς τζίζους» :headbang3: :2funny: :2funny: :tooth:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified