Καθαρά για λόγους γραφικής λημματικής ευσυνειδησίας παραθέτω τούτο το απαρχαιωμένο λήμμα. Ο χλέμπουρας, η γλίτσα.

- Τον είδες το γκόμενο της Βούλας;
- Άντε ρε το χλίμπη...
- Τι είπες τώρα ρε μαν, είσαι δεινόσαυρος, τρισπέκτ... και σοκερντέ;
- Όπου πάω αγαπάω Καθέναααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιομηχανικό τσιγάρο. Το «άδειο»... το «σκέτο»! Είναι αρχοντοσλάνγκ για χασίστες και φουντικούς...

- Δώσε ένα ψεύτη να καπνίσω μέχρι να γίνει το μαντοκου...
- Αρκούδες έχουν τα περίπτερα;;;
- Αρκούδους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο ουσιών που εκκρίνεται από αδένες του ανθρώπινου οργανισμού και δημιουργεί κρούστα. Τυπική μορφή τσέπρας είναι η κυψελίδα (κερί του αυτιού), η βλέννα της μύτης (κακάδι), η συλλογή εξιδρωμάτων του οφθαλμού (τσίμπλες) και ταλιμπάν και ντέφια.

Πρόκειται περί μπαμπαδισμού. Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει κάτι που μας προκαλεί αηδία.

Τράβα κάνε ένα ντουζάκι ρε μεγάλε, έχεις πιάσει τσέπρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα υπάρχει θα πάρω την απίθανη ασίστ της «ανώνυμης» για να εμπλουτιστεί.

Το σουάγκ κυρίως σημαίνει level up. Δηλαδή να ανεβάσεις επίπεδο, που χου από το τσιγάρο στο πούρο, από τον αλβανό στο σκανκ, από το χιουντάι στο μερσέντες...

Αυτό το level up δεν είναι ανάγκη να έχει σχέση με χρήματα. Μπορείς να κάνεις λέβελ απ και χωρίς μερσέντες και πούρα, εσωτερικά. Είναι πιο πολύ ένα αίσθημα το οποίο σε κάνει να διαφέρεις από τους υπόλοιπους και να νιώθεις αφ' υψηλού.

Αυτά όσον αφορά την εμφάνιση, το στυλ και τον «αέρα»...

Όσον αφορά τον ήχο, το σουάγκ «παίζει» σε ρυθμούς κάτω από 80bpm με νότες είτε βουβές, είτε reverbαρισμένες (αυτό που λέτε εσείς οι djs reverb)...το ριβέρμπ δίνει ένα βάθος στον ήχο και τον κάνει και ακούγεται σαν σε διαμέρισμα χωρίς έπιπλα.

Ο στίχος είναι κυρίως αργός και η θεματολογία μπορεί να είναι είτε αφηρημένη (σνικ, hatemost) είτε glamour (ypo, billy sio)...

Εγώ πάντως προτιμώ την άλλη ερμηνεία του σουάγκ:
S- Secretly
W- We
A- Are
G- Gay

Κάποιος να γλείψει το σουάγκ της «ανώνυμης» που έδωσε ρέστα στον ορισμό κορίτσια;;;

Cali Swag District (από Khan, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί πασπαρτού εκφράσεις για ληγμένους σλανγκαρχίδες που αφενός βαριούνται να μιλήσουν και αφεδύο δεν σε προσέχουν όταν τους μιλάς. Τα σλανγκσπαρτού σου είναι η μόνη γλώσσα που δεν θα ξεχάσεις όσο και να χάσεις τη μπάλα.

- Τι έπαθες βρε κοριτσάκι μου, τι χάλια είναι αυτά;
- Είμαι cool, είμαι cool...
- Τι λέει πάλι βρε Θόδωρα; Δεν το αντέχω αυτό το παιδί!
- Είσαι ληγμένη, χελόοου!
- Τι είμαι;
- Είσαι ληγμένη, χελόοου!ι χιχιχιχιχι
- Τι γλώσσα είναι αυτή που μιλάει βρε Θόδωρα; Μάζεψε την κόρη σου!
- Σιγά τη γλώσσα ρε Κατίνα, 3 χελόου και 4 ντέφια... Εγώ γράφτηκα στο slang και παίρνω αστεράκια για τα σλανγκσπαρτού μου...
- Μπαμπααααά σπάσανε τα νερά μου!!!
- Είσαι ο ανθρωπότυπος βλακείας κόρη μου...
- Πάρ' τα μωρή άρρωστη που θα με πεις και ληγμένη ιχιχιχιχι... μπρόφιστ άντραμ!
- Κατινάκι μου τρισπέκτ γυναίκαμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός ευφημισμός σωφρονιστικού ιδρύματος εξαιτίας της ανταλλαγής «παρεξηγημένων» ποινικά γνώσεων μεταξύ συγκρατουμένων.

- Έχεις δει καθόλου τον Βαγγέλα;
- Κάτι για Ι.Ε.Κ. παραχαρακτικής ακούγεται, δεν ξέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απεόφοβος στον υπερθετικό του! Ο λάτρης!

- Πού είναι ο Λάκης μωρή;
- Στις αντρικές τουαλέτες με 4 φαντάρους... είχε σκατάθλιψη τελευταία ο πεοσεβούμενος και ξεδίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός είναι άπλα, χωράει τους πάντες, ιδίως αν το τηλεκουμάντο είναι για σένα σα συσκευή εξίσου άχρηστη με τον αγγουροκόφτη. Συχνότερα όμως χρησιμοποιείται για αναλώσιμες σίλικον Βάλεϋ παρουσίες και αντράκια που χορεύουν στο τέλος κάθε εκπομπής το γκεϊμπέκικο και φλυαρούν ακατάσχετα.

Πού είναι η Πετρούλα ρε φίλε;;; Hταν η αγαπημένη μου τηλεκουράδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απάνεμο λιμάνι του μπλόγκερ, ο ιντερνετικός ναός του, το ημερολόγιο που καταγράφει με θρησκευτική ευλάβεια πιπεράτα και ευσεβείς πόθους. Ο προσδιορισμός συμπληρώνεται με το πρόθεμα ευλογ- που ειρωνικά ανάγει την αυνανίλα του σε θρησκεία.

- Τι λέει αυτός στο ευλογοσπότ του ρε φίλε;
- Τρόπους να αλλάξεις ζώδιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε να είναι η κοτόπιτα. Όσο κάποιοι αδυνατούν να καταλάβουν πως μπουγάτσα είναι ένα είδος φύλλου πουστην καμία δεν έχει να κάνει με το περιεχόμενο (βλέπε κρέμα, τυρί, σπανάκι, κιμάς) ή αλλιώς γέμιση (ξαναβλέπε κρέμα, τυρί, σπανάκι, κιμάς) της πίτας, θα συνεχίζουμε την ακατάσχετη βλακειογραφία εις ένδειξη του χούμορ μας...

- Να σου πάρω γλυκιά;
- Θέλω μπουγάτσα με λειρί, μήπως μου πέσει το φλουρί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified