Παροιμία του Πόντου (πάντα με επιφύλαξη) που λέγεται σε περιπτώσεις ατελέσφορων προσπαθειών, έντονα χρωματισμένο με κυνισμό και ειρωνεία. Εμφιλοχωρεί ένα μνησίκακο «σ' τα 'λεγα».

Πανίκας: (μπουκωμένος με πισία*) Τι έκανες σήμερα;
Κωστίκας: Πήγα ώς την Εφορία, αλλά είναι Καθαρά Δευτέρα και το 'χα ξεχάσει.
Πανίκας: Σ' το 'πα ρε σήμερα το πρωί ότι είναι γνωστοί λουφαδόροι στην εφορία μας και θα την είχαν κάνει για τριήμερο, ή όχι; Βόδι πήγες, μοσχάρι γύρισες.


*πισία (τα): παραδοσιακό ποντιακό γλυκό. Ο ενικός αριθμός αγνοείται και αναζητάται. Απανταχού σλανγκολάγνοι, βοηθάτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γουρουνοπούλα, το κλασικό πανηγυριώτικο έδεσμα, σύμφωνα με τους Σπαρτιάτες. Το θεωρούν περίεργο να μην ξέρεις τι είναι η μπουζοπούλα.

Σπαρτιάτης: Θες μπουζοπούλα;
Μη Σπαρτιάτης: Κέρνα, πατριώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε το μοντάρισμα, μια χαρά πήγε η συγκόλληση, κοινώς εκπληρώθηκε η φορτωτική. Λέγεται συνθηματικά για να επιβεβαιώσει ο ομιλών ότι πήδηξε.

Τόπος καταγωγής της φράσης η Λακωνία. Μπάκακας είναι ο γυρίνος και λούμπα, ο λάκκος με το νερό.

Η: Πως πήγε χθες με την Κωνσταντίνα;
Γ: Μια χαρά.
Η: Μπήκε ο μπάκακας στη λούμπα -σα να λέμε...
Γ: Όχι ακόμα, είναι σεμνό κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικό συναίσθημα που οφείλεται στην μακρά αποχή απο το σεξ. Δυσφορία και κακή διάθεση είναι τα βασικά συμπτώματα. Σύνθετος όρος, συνιστώμενος λέξης που περιγράφει την έντονη ερωτική έξαψη και του «αγκομαχώ».

Δ: Τι έπαθε ο Τάκης και είναι σκυθρωπός;
Σ: Άστον αυτόν. Από τότε που χώρισε με την Κασσάνδρα, προ εξαμήνου, δεν έχει ξαναγαμήσει και όλο καυλομαχάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από ένα έντονα φημολογούμενο έθιμο φιλοξενίας που είχαν οι Εσκιμώοι, παράξενο για την δυτική, χριστιανική νοοτροπία, το οποίο λέγεται ότι εξαφανίστηκε μεμιάς όταν οι ιεραπόστολοι εκχριστιάνισαν τους πληθυσμούς των Εσκιμώων: Εάν δεχτούν έναν ξένο σπίτι τους, η παράδοση των Ινουίτ επιβάλλει στον Εσκιμώο οικοδεσπότη να προσφέρει ο,τι διαθέτει το σπίτι του στην διάθεση του φιλοξενούμενου, συμπεριλαμβανομένης -εκτός του φαγητού, της θέρμανσης και ιατρικής (εάν είναι απαραίτητο) περίθαλψης- και της συζύγου του, προς τέρψιν του.

Ο Εσκιμώος λοιπόν είναι περιγραφή που προσδίδεται αυστηρώς και μόνο σε άντρα, και μόνο από τον άνδρα κολλητό του. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός λειτουργεί ως «παράσημο» για τον φορέα και τιμά ιδιαιτέρως, στα πλαίσια του ιδεώδους της ανδρικής φιλίας.

Από το προαναφερθέν έθιμο προέρχεται ο χαρακτηρισμός του φίλου Α, ο οποίος «προσφέρει» πρώην ή μέλλουσα κατάκτηση, είτε δηλώνοντας ρητά ότι δεν έχει πρόβλημα να της την πέσει ο φίλος Β είτε υποχωρώντας από το ταρτάν του κόρτε. Ειδικά αν ο «παραχωρών» είχε το πάνω χέρι στη κούρσα διεκδίκησης, αυτό προστίθεται στα υπέρ του. Φυσικά ο παραχωρών Α πρέπει να δρα καλή τη πίστη, αποκλειστικά στο όνομα της φιλίας του με τον Β, να μην υπάρχουν μηχανορραφίες και συμφέροντα και ο παραλήπτης της χάρης Β να μην εκβιάζει δολίως την απόφασή του άλλου, ώστε όλα αυτά να γίνονται γερά στεριωμένα στην ιδέα της ανδρικής φιλίας.

(Για νυν, ούτε λόγος. Ούτε για πρόσφατες πρώην, όπου το «πρόσφατες» προσδιορίζεται ad hoc.)

Μάκης: Ρε συ αυτή δεν είναι το Μαράκι, η πρώην του Τάκη; Γιατί πάει χεράκι-χεράκι με τον Λάκη;
Σάκης: Ο Τάκης και ο Λάκης τα συμφωνήσανε, ότι δεν παίζει θέμα μεταξύ τους και να κάνει ο,τι θέλει.
Μάκης: Πςςς! Τι Εσκιμώος αυτός ο Τάκης!

Φιλικά, πάντα. (από σφυρίζων, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα -ων ουκ εστι αριθμός- ρήματα που είναι ταυτόσημα με το «ικανοποιώ σεξουαλικά ένα θηλυκό». Ενδεικτικά ρήματα της συνομοταξίας: βολεύω, καβαλάω, ιππεύω, (της τον) σφυρίζω κλπ. Συνήθως ακούγονται σε συζητήσεις αντροπαρέας, μεταξύ καφέ και οφθαλμόλουτρου.

Κώστας: Ωπ, μαλάκα τσέκαρε την αλόγα απέναντι, νομίζω με κοζάρει.
Βαγγέλης: Την μπρόκωσα προχθές. Δε'ν'κακό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλεκτρικός αναδευτήρας που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή του εθνικού μας ροφήματος, του φραπέ.

Να μην συγχέεται με την φραπεδιέρα, που είναι επιτραπέζια. Το μαλακιστήρι είναι χειρός, είτε λειτουργεί με μπαταρίες, είτε με παροχή ρεύματος μέσω καλωδίου. Ενδεχόμενο αντιδάνειο σε -επίπεδο ερμηνείας- με τον όρο φραπέ όπως χρησιμοποιείται από τους νύκτωρ περπατούντες.

Ακούγεται στην ταινία Σούπερ Δημήτριος (2011).

Γιώργος: Γιατί πίνεις πορτοκαλάδα και όχι καφέ;
Δήμητρα: Δεν μπορούσα να φτιάξω, χάλασε το μαλακιστήρι.
Γιώργος: (ψιθυριστά) Ναι, είδαμε πως μπορούσες και όταν δεν ήταν χαλασμένο.

Αναφέρεται εδώ. (από Khan, 13/07/13)

Δες και φραπογαλιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας ακόμα όρος που προέρχεται από την μήτρα του ΕΛληνισμού, Σπάρτη. Αναδεξιμιός/ά, ίσον βαφτιστήρι. Προέρχεται από τον επίσημο θρησκευτικό όρο που περιγράφει την (έκπτωτη σήμερα, από δογματικής απόψεως) ιδιότητα του Νονού, «ανάδοχος».

«Είναι ανάγκη να εξετάσουμε τις πτυχές του θέματος αυτού, διότι, δυστυχώς, αρκετοί είναι οι Χριστιανοί που αναλαμβάνουν την ευθύνη του να γίνουν ανάδοχοι (νονοί), χωρίς να γνωρίζουν τις σοβαρές υποχρεώσεις και ευθύνες που συνεπάγεται η πράξη τους αυτή, νομίζοντας ότι το να βαπτίσει κανείς ένα παιδί ή έναν μεγάλο άνθρωπο, αυτό δεν είναι παρά μια κοινωνική εκδήλωση, που σκοπό έχει να συνδέσει περισσότερο φιλικά τις οικογένειες και τους ανθρώπους. Πιστεύουν δηλ. ότι το μυστήριo του βαπτίσματος και το να γίνει κανείς νονός, είναι απλά μια κοινωνική εκδήλωση.»
(από: http://www.oodegr.com/)

Η αναδεξιμιά μου πήγε να αποφύγει μια λούμπα, αλλά τελικά έπεσε σε έναν ρεύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.

Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.

Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ Σπάρτης προερχόμενη λέξη, που περιγράφει αυτό που ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί «υδρορροή».

Σπαρτιάτης: Ρε μη πηγαίνεις κάτω από τους ρεύτες, θα γίνεις μούσκεμα.
Μη Σπαρτιάτης: Τους ποιους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified