Συνώνυμο του ούγκανου, βλάκα, ανεγκέφαλου. Φαίνεται να είναι της μοδός στον νεαρόκοσμο εδώ και κάποιο διάστημα. Εγώ το άκουσα πρώτη φορά εδώ και κάνα χρόνο από τον τότε σχεδόν δεκαεξάχρονο γιόκα μου (μαντέψτε πόσο είναι τώρα, πιθήκια μου).

Πάντως, ως προσεκτικό και μελετηρό παλληκάρι, τον χαρακτηρισμό δεν τον απηύθυνε στην αφεντιά μου. Πιθανότατα είχε διαβάσει στα ιντερνέτια πως οι γίββωνες, αν και δεν κατατάσσονται στους μεγάλους πιθήκους (όπως οι γορίλες), διαθέτουν ιδιαιτέρως μακριά χέρια και πόδια και μπορούν, ως κατ' εξοχήν δενδρόβιο είδος, να πηδάνε με άνεση και ταχύτητα από βιβλιοθήκη σε πολυέλαιο κι από κει σε ντουλάπια κουζίνας, ενώ εκβάλλουν διαπεραστικές κραυγές που ακούγονται σε μεγάλη απόσταση.

Τι βρίζεις ρε γίββωνα?

γυρνα τωρα εκει που ανηκεις οσο ειναι καιρος, μαλακα γιββωνα!

τωρα αντε τραβα να σκαρφαλωσεις σε κανενα δεντρο γιββωνα και ασε τους σχολιασμους

Κι όταν μιλάς για το Κόμμα μας το εργατικό, το Κόμμα της εργατιάς, της αγροτιάς και της φοιτητιάς, θα πλένεις την τρύπα σου με ασετόν κια φωσφορικό οξύ αγράμματε γίββωνα της κινεζικής ενδοχώρας.

ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΕΤΣΙ ΒΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΓΙΒΒΩΝΑ

καθυστερημενε γιββωνα

Σκασε ρε μαλακα, βρωμιαρη, γυφτο, μαϊμου, γιββωνα, μυγα, κουραδα της λασπης.

Από τη ζούγκλα του διαδικτύου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρε!!!! Αυτό το περί αυτοπεολειχίας το λέγαμε για πλάκα με τον μετέπειτα κομπάδρε εκεί στα ογδόνταζ, πιθανότατα μάλιστα πιστεύαμε πως εμείς το είχαμε βγάλει, το μεταφράζαμε κιόλας στα εγγλέζικα, σελφ πάιπ κι έτσι (τρομάρα μας). Όμως οι υγρές, καστανές ματάρες μου βλέπουν πως το αυτοπουτσογλειφιτζούρωμα γουγλίζεται, κι ας έχουν περάσει τρεις δεκαετίες. Δεν ξέρω αν αυτό είναι παρήγορο κι ελπιδοφόρο για το μέλλον του έθνους.

αιωνιως μπουρδουκλωμενος στην προσπαθεια του να πετυχει την αυτοπιπα

εγω ακομα θυμαμαι οταν τραγουδησε στο παρτυ ενωσης κ εκανε αυτοπιπα με το μικροφωνο.

Αν καταφέρει κανεις να κανει αυτοπιπα, θεωρειται [...]

Πάντως εγώ κατάλαβα, ότι το αυτοπίπωμα είναι μια προσπάθεια το άτομο να διασώσει το κύρος του ανορθολογισμού της μεταφυσικής του αυνανισμού

Βρε εγώ μπορεί να κάνω και αυτοπιπα. Εσυ όμως δεν θα σταματήσεις να γλείφεις την κωλοτρυπιδα του [...]

Από διάφορα μπουρδελοσάιτ και άλλους ιστότοπους ασχολούμενους με πίπες.

Got a better definition? Add it!

Published

Βρομόξυλο. Από το τουρκ. değnek= μαγκούρα, μπαστούνι και, κατά συνεκδοχή, μπερντάχι που ρίχνεται με το εν λόγω σύνεργο. Για βορειοελλαδίτικο το ξέρω. Εδώ στα νότια γιόκ, εκτός κι έχω χάσει επεισόδια. Ας πει κάνας Σαλονικιός.

Που τον θμυθκες και συ ορε [...]??????????? χιχιχιχιχι!!!!! Τι ντεγνεκι ειχε φαει εκει αυτος ομους

Το μοναδικό τρέχον ιντερνετικό εύρημα. Παλιότερα είχα πετύχει καναδυό φορές στο γούγλη άλλα παραδείγματα αλλά τότε βαριόμουνα να το γράψω, και μετά εξαφανίστηκαν.

[...] ήταν οι δυό καλύτεροι φίλοι του, μαζί απ' τη Μικρασία, που τα 'χαν πατήσει κι αυτοί τα ογδόντα, ογδονταπέντε χρόνια. Ήρθαν και κάθησαν σιωπηλοί στο μιντέρι. Άφησαν δίπλα τα ντεγνέκια τους και τον κοίταζαν περιμένοντας υπομονετικά, χωρίς να μιλούν.

Γ. Σκαμπαρδώνης Η ψίχα της μεταλαβιάς, εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωροφύλακας. Ληστρική σλανγκιά της δεκαετίας του 1920 (νταξ, συν πλην), αγνώστου στον γράφοντα ετύμου. Λόγω όμως που ο τελευταίος αρέσκεται στη μαθηματική σκέψη, προτιμά να το σκέφτεται κάπως έτσι, αφού 5Χ5=25.

Πέραν των μαλακιών όμως, όποιος ξέρει τίποτις ετυμολογικώς σοβαρόν ας καταθέσει τον οβολόν του στα σχόλια εδώ από κάτου.

Οι ληστές κατεξευτέλιζαν τους νόμους, τα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας, δηλαδή τους χωροφύλακες, αλλά και αυτό το ίδιο το κράτος. Γι αυτό και οι "εικοσιπενταράδες", ή "σακαράκες" ή "καραβανάδες" ή "σταυρωτήδες" ή "σπαθάδες" όπως αποκαλούσαν τους χωροφύλακες [...] βασάνιζαν για ψύλλου πήδημα τους χωρικούς και τους κτηνοτρόφους [...]

Οι χωροφύλακες δεν σταμάτησαν να πυροβολούν μέχρι που οι σφαίρες τους τελείωσαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα οι ληστές να διαφύγουν [...] Ύστερα από λίγο [...] οι άντρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος άκουσαν κάποιον να τους φωνάζει: "Μπορεί, ωρέ εικοσιπενταράδες, να πάρετε τις κάπες και τα τσαρούχια μας αλλά τα κεφάλια μας δεν θα τα πάρετε ποτέ!"

Βασ. Τζανακάρης Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδ. Μεταίχμιο 2015.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φάλια ήταν η τρύπα που είχαν στο πίσω μέρος τα παλιά εμπροσθογεμή όπλα και κανόνια, μέσω της οποίας πυροδοτούνταν η γόμωση με κάποιο φιτίλι, αναμμένο καρβουνάκι, δαυλί ή τελοσπάντων ό,τι διάολο βάσταγε ο πυροβολητής.

Στο δεύτερο παράδειγμα η φάλια φαίνεται να σημαίνει το λεπτοτριμμένο μπαρούτι που γέμιζε την τρύπα, λειτουργώντας σαν φιτίλι / καψούλι που προκαλούσε την ανάφλεξη της κύριας γόμωσης. Tα λέει εδώ χαρτί και καλαμάρι για το falya barutu.

Σε αυτό εδώ το κυπριακό σάιτ οι φάλιες (πληθ.) σημαίνουν προβλήματα / μπερδέματα, αλλά και τις τρύπες που ανοίγουν οι νταμαρτζήδες στον βράχο για να χώσουνε το -βάρδαααα!!!!- φουρνέλο.

Ετυμολογικώς βουτήξαμε τη falya απ' τους Τούρκους, που είχαν κατσικώσει απ' τους Ιταλούς τη falla (=ρήγμα σε πλοίο / διαρροή / τρύπα), πάνω στον κακό χαμό σκάσανε κάτι Προβηγκιανοί με τη falha τους και κάτι Παλαιογάλλοι με μιά faille και πήραν φωτιά τα τόπια. Τεσπα, στο τέλος πλακώσανε όλοι μαζί τους Ρωμαίους που με το ρήμα fallere (μεταξύ άλλων παναπεί ξεγλυστράω / κυλάω / διαφεύγω) προκάλεσαν το όλον νταβαντούρι. Πιό πίσω απ' τα λατινικά έχει κάτι ινδοευρωπαϊκά περίεργα, όμως αυτοί οι ινδοτέτοιοι έτσι κι αλλιώς είναι όλοι τους από καιρό εντελώς πεθαμένοι, αλλά και τότε που ζούσανε δεν είχανε κανόνια, οπότε ποιός τους γαμεί κι αυτούς...

Πάω τώρα γιατί αυτά δεν είναι σλανγκ, ντροπής πράματα.

Ήτανε μαζεμένοι καμιά δεκαριά συντρόφοι μέσα στ' αμπρί μου και λέγανε παραμύθια σαν έπεσαν οι πρώτες ασφυξιογόνες με τον ξεχωριστό κούφιον κρότο τους. Στην αρχή τις πήραμε για κοινές οβίδες που βουτούσανε στο βρεγμένο χώμα δίχως να σκάνουν. Μερικοί κιόλας φωνάζανε τη συνηθισμένη κοροϊδία: Ίσκααα! Κατέβασε φάλια μωρέε! Και συνέχιζαν το παραμύθι τους ανέμελοι.

Στρ. Μυριβήλης, Η Ζωή εν Τάφω.

Κείνος πάει και ξεκρεμάει ένα παλιοτούφεκο σκουριασμένο, γεμάτο απ' τα ορτυκοπεράσματα, βάζει φάλια κι ένα καψούλι, ανοίγει το παραθύρι και ρίχνει μιά στον αγέρα.

Επίσης μυτιληνιό, του Στρ. Αναστασέλλη, Κερατοζωή.

Ευχήθηκαν καλή αντάμωση στον άλλονε κόσμο και τράβηξαν στα πόστα. Σε κάθε κανόνι τάχθηκαν τρεις ως τέσσερις κανονιέρηδες μ' έναν αρχικανονιέρη. Βάλανε τις μίκες στις φάλιες, ανάψανε το λυχνάρι με το λάδι κ' είχαν έτοιμες τις μακριές μίτζες για να πάρουνε φωτιά απ' αυτό.

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση, δε θέλω αηδίες.

Από τη μόνη αναφορά στο Σώμα της Ελληνικής Γραμματείας που έχω υπ' όψιν μου σχηματίζω την εντύπωση ότι η αβιζώτη ήταν η ελαφριά γόμωση πυρίτιδας που, αναφλεγόμενη από τον επικρουστήρα των παλιών εμπροσθογεμών τουφεκιών, πυροδοτούσε μέσω της φάλιας την κυρίως γόμωση που προωθούσε το βλήμα.

Νομίζω πως είναι σιγουράκι η αναγωγή στο τουρκ. ağızotu = καψύλιο, καψούλι. Η ανάλυση μας δίνει το ağız = στόμα / στόμιο + ot = χόρτο, δε θέλει και πολλή φαντασία για να δούμε έναν σαλβαροσαρικοφόρο τοπτσή να βάζει φωτιά στα τόπια με ένα αναμμένο σκοινάκι από πλεγμένα ξερά χόρτα ως αυτοσχέδιο πυροκροτητή, φιτίλι, καψούλι, όπως αγαπάτε πείτε το.

Σε αυτό εδώ το σάιτ με τούρκικες λέξεις που πέρασαν στις διάφορες γλώσσες της ευρύτερης περιοχής, το ağız otu ερμηνεύεται ως 1) φάρμακο για τον στοματόπονο, αν υπάρχει τέτοια λέξη και 2) μπαρούτι που μπαίνει στο στόμιο τουφεκιού, quod erat demonstrandum που λένε και στο χωργιό μου. Ο συντάκτης δίνει συντομογραφίες ελληνικών επωνύμων, πιθανώς μελετητών που αναφέρουν την ελληνική παράγωγη λέξη αγίζι / αγιζότη, την οποία βρίσκω εδώ, ως κρητικό ιδιωματισμό με την ερμηνεία ταχύτητα που αποκτά κάποιος.

Dediğim gibi εεεε, όπως είπα βρίσκω τη λέξη άπαξ σε λογοτεχνικό κείμενο, αν κάποιος την έχει εντοπίσει και αλλού ας κοπιάσει στα σχόλια.

Εδώ ο μηχανισμός και, αφού έχει και hammer μέσα, η ανάρτηση είναι για τον Ξεροσφύρη που υποψιάζομαι πως αντιπαθεί τα όπλα αλλά ελπίζω να κάνει κέφι το λήμμα.

- Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! φώναξε άξαφνα. Φέρε μου την τσάγκρα να του πιω το αίμα! Κίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε, μα τίποτ’ άλλο. Ο κόκορας έπεσε, αλλά δεν έπιασε το καψούλι! Παγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά!
[...] - Αν δε σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα! είπε σκάζοντας χάμω το σκούφο του. Άλλαξε το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη. - Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ’ απάνου στ’ άτιμο! Τήρα καλά να μην το χάσεις από τα μάτια σου!

Α. Καρκαβίτσας, Κακοσημαδιά, από τα Λόγια της Πλώρης.

A typical flintlock mechanism has a piece of flint which is held in place in between a set of jaws on the end of a short hammer. This hammer (sometimes called the cock) is pulled back into the "cocked" position. When released by the trigger, the spring-loaded hammer moves forward, causing the flint to strike a piece of steel called the "frizzen". At the same time, the motion of the flint and hammer pushes the frizzen back, opening the cover to the pan, which contains the gunpowder. As the flint strikes the frizzen it creates a spark which falls into the pan and ignites the powder. Flame burns through a small hole into the barrel of the gun and ignites the main powder charge, causing the weapon to fire.

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιθέμενη βουτιά αυτοκτονίας που εκτελεί κρατούμενος προς αποφυγήν των βασανιστηρίων. Συνίσταται κατά τα θρυλούμενα εις την εκτίναξιν παραλλήλως του πατώματος με σκοπόν την ισχυράν πρόσκρουσιν του κρανίου επί του τοίχου του δεσμωτηρίου. Εις την απίθανη περίπτωσιν κατά την οποίαν ο προ των Υμετέρων οφθαλμών ορισμός περιέχει έστω και ελάχιστα ψήγματα αληθείας, δέον όπως θεωρείται βέβαιον ότι οι εν λόγω κρατούμενοι είναι άτομα αμόρφωτα και ανενημέρωτα, άτινα δεν ηυτύχησαν να εντρυφήσωσιν εις την επί του θέματος πλουσιωτάτη διεθνή νομολογίαν.

Ασφαλέστερον ως εκ τούτου θα ήτο να γίνει δεκτόν ότι η παρούσα ανάρτησις είναι εις αυνανισμός και ήμισυς, εφόσον είναι παγκοίνως γνωστόν ότι ουδαμού της Οικουμένης αι Διωκτικαί Αρχαί ουδεπώποτε εβασάνισαν κρατούμενον, σεβόμεναι προφανώς τας σχετικάς διεθνείς συνθήκας.

«Σήκω, Γιάννη, θα σε κουβαλήσουμε εμείς. Σήκω, αδερφέ μου, γιατί εάν μείνεις μόνος στη σκηνή και σε βρουν, θα σε σκοτώσουν σαν το σκυλί και θα πουν ότι έκανες ψαράκι και αυτοκτόνησες». Το «ψαράκι» ήταν η απονενοημένη βουτιά κάποιων κρατουμένων με το κεφάλι στους βράχους για να χάσουν τις αισθήσεις τους και να σταματήσουν τα βασανιστήρια.

εδώ

Μες στην Ασφάλεια τον Κρατούμενο [...] τον βαστάνε γ ε ρ ά. Οι Αστυνομικοί δεν φοβούνται μη τους φύγει. Φοβούνται μήπως ο Κρατούμενος κάνει ψαράκι. Στην argot της Antigua ψαράκι παναπεί κάνω ορμητική βουτιά στον τοίχο και σπάω το κεφάλι μου. Πρόκειται για μιά μισο-αυτοκτονία. Ο Κρατούμενος κάνει ψαράκι για να γλιτώσει τα μαρτύρια. Το ψαράκι δεν γίνεται μες στο κελί της Απομόνωσης (διαστάσεις 80 Χ 120 cm) γιατί θέλει κάποιαν απόσταση ώστε να πάρεις φόρα.

Ηλ. Πετρόπουλος Το Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη.

Γύρισε παρακαλεστικά προς το θάλαμο. Οι δικοί του τι λέγανε?
-Εμείς δεν σε θέλουμε πιά, άκουσε τη φωνή του θαλαμάρχη από το βάθος.

-Τέλος, Σταμάτη, άκουσε μιαν άλλη φωνή.

-Το ξέρω, απάντησε λαχανιάζοντας. Το ξέρω πως δε με θέλετε πιά. Τέλος. Το ξέρω, τώρα δεν ξαναγίνεται πιά, κι έδωσε την πρώτη κουτουλιά στο σίδερο γεμίζοντας το πρόσωπο αίματα. "Δεν ξαναγίνεται πιά", πρόλαβε να πει και με τη δεύτερη ήρθε ανάσκελα πάνω στο ράντζο.

Μάριος Χάκκας Το σπάσιμο, από τη συλλογή Τυφεκιοφόρος του εχθρού.

Μ' ένα καρφί και μ' ένα καθρεφτάκι / τις φλέβες σου όταν έκοψες θαρρώ.

Εδώ, από το 25:15 και μετά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ύπουλο κόλπο που χρησιμοποιείται σε αθλοπαιδιές ή πάσης φύσεως συρράξεις με σκοπό την απώλεια ισορροπίας και συνακόλουθη πτώση του αντιπάλου (=να φάει τα μούτρα του ο καργιόλης).

Όπως βλέπουμε στο βιντεάκι του πρώτου παραδείγματος, το σκαμνάκι εκτελείται:

1) συνεργατικά, με τον ένα εμπλεκόμενο να αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τον στόχο και να τον σπρώχνει προς τα πίσω, ενώ ο συνεργάτης του χώνεται ανακούρκουδα πίσω από τον στόχο. Ο τελευταίος υποχωρεί από τη δύναμη του σπρωξίματος, χάνει την ισορροπία του καθώς τα γόνατά του βρίσκουν στο σώμα του συνεργάτη και πάρτο κάτω ανάσκελα το χαϊβάνι.

2) Κατά μόνας, που είναι και πιό δύσκολο κατά τα φαινόμενα. Ο γράφων δεν έχει προσωπική εμπειρία, αλλά απ' όσο καταλαβαίνει πρέπει να εκτελείται σε φάση καταδίωξης, με τον καταδιωκόμενο να έχει στο σβέρκο του την καυτή (και πιθανώς βρομερή) ανάσα του διώκτη. Απαιτείται απόλυτη ψυχραιμία και τέλειο τάιμινγκ για να πετύχει (χωρίς να φάει καμιά φονική κλωτσιά ή γονατιά στο κρανίο) το ξαφνικό κουβάριασμα του σώματός του μπροστά από τον διώκτη που, με τη φόρα που έχει, σκοντάφτει πάνω στο υποψήφιο θήραμα, απογειώνεται και ολοκληρώνει την προσπάθεια με μια μεγαλοπρεπή χύμα με τα μούτρα στον δρόμο.

Αν και ο γράφων έχει σχετικές αναμνήσεις από τα παιδικάτα του (=τα άλλα τα κωλοπαίδια το κάνανε), δε βρίσκει παρά λίγες γκουγκλιές. Θυμάται όμως πολύ καλά πατρική διήγηση περί ενός οικοδόμου που στις διαδηλώσεις για το Κυπριακό το 1955 έκανε ένα επιτυχημένο σκαμνάκι τύπου 2 σε χωροφύλακα που τον καταδίωκε, με άκρως εντυπωσιακά αποτελέσματα (=επιστρέψτε στην παρένθεση της πρώτης παραγράφου και προσθέστε αμμοχάλικο στο οδόστρωμα, άφθονο αίμα, εκτεταμένες εκδορές, μώλωπες, οιμωγές και γογγυσμούς. Διακοσμήστε κατά βούληση με χριστοκάντηλα και γαμοσταυρίδια).

Α, όλα κι όλα, δολοφονίες ανέχομαι, βιασμούς ανέχομαι αλλά σκαμνάκι, φίλε, δεν ανέχομαι.

Συνεργατικό σκαμνάκι εδώ (από το 8:40)

ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΑΙΚΤΗΣ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ [...] ΒΑΖΕΙ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ Ή ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ Ή ΚΑΝΕΙ ΣΚΑΜΝΑΚΙ ΜΠΡΟΣ Ή ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟ [...] ΘΑ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ ΜΕ ΑΜΕΣΟ ΛΑΚΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΘΑ ΔΙΝΕΤΑΙ ΑΜΕΣΟ ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΟ ΛΑΚΤΙΣΜΑ (ΠΕΝΑΛΤΙ).

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γερό (εξαθλιωτικό λέμε) μεθύσι, συνοδευόμενο από ξεσάλωμα μέχρι τελικής πτώσεως. Ή και το ανάποδο, δεν θυμάμαι, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε.

  2. Εξευτελισμός μισητού προσώπου. Μιλάμε για τον ορισμό της απαξίωσης, όχι μαλακίες.

ΣΕ ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ ΟΛΟΙ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΓΕΡΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΣΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ. !!! ΗΡΘΑ - ΗΠΙΑ - ΧΟΡΕΨΑ - ΠΕΘΑΝΑ !!!

Αποψε καθομαι στο σπιτι για να ξεκουραστω απο το σκουπιδιασμα της συναυλιας και αναρωτιεμαι... Ποτε θα βρεθουμε οι δυο μας μονοι (μπατσοι, γουρουνια, δολοφονοι).

- Καλα βρε σεις, διαβαζα το thread, δεν υπαρχει κανεις που να πινει για την γευση; Ολο συμβουλες για το πως θα την ακουσετε με την μεγαλυτερη αποδοση (χρηματα * ml alc) / σκουπιδιασμα. Να το ξερω στα γενεθλια σας να σας φερω μια κασα ουισκι απ το Lidl.

εντεινεται το σκουπιδιασμα στην αβυζη ψωλογρια

πλεον αρχιζω και συνηθιζω το vibe αυτης της πολης και καταληγω καθε μερα να ειμαι πιτα σε σπιτια , ειτε το δικο μου ειτε των φιλων μου καθως εξοδοι δεν παιζουν και αρχιζει να μου αρεσει πολυ. Απ την αλλη νιωθω λιγακι ασχημα γιατι πολυ απλα εχω κλειστει μεσα και το μονο που κανω ειναι να σκουπιδιαζω να μην γνωριζω καινουριο κοσμο να μην παρταρω και γενικα να μην ειμαι ενεργητικος στην ζωη μου και το θεωρω πολυ λαθος μεσα μου γιατι ειμαι μολις 18 και σιγα σιγα θα πατησω και τα 19 μου.

θελει ευρω χαμηλο ωστε να μην πεσουν οι εξαγωγες της αλλα οχι πολυ χαμηλο για να μην σκουπιδιασουν τα ομολογα που εχει

και βεβαια είναι ευκαιρια,οταν σκουπιδιαζει και την μεταγενεστερη gt3 rs,και την ακριβοτερη κατά πολύ gt 2 rs με τα πλαστικα τζαμια. [...]Σιγα τα ωα και σιγα το σκουπιδιασμα, τα 4Sec γρηγοροτερα στο Ring των 21Km...

Απο την στιγμη που εχεις κλεισει τα 18 και εχεις ολη τη ζωη μπροστα σου,δεν θα επιτρεψεις σε κανεναν να σε "σκουπιδιασει"οπως συνηθιζω να λεω.

Από τη χωματερή του διαδικτύου.

Got a better definition? Add it!

Published

Πυροσβεστική αργκό για την μικροεστία φωτιάς που συνεχίζει να καίει μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς και που μπορεί να αναζωπυρωθεί με κάποιο φύσημα του αέρα. Γαμώ το καντήλι του, που λένε και στο χωργιό μου.

Ζωάκια που έτρεχαν να σωθούν με φλεγόμενη γούνα, κόσμος που έψαχνε με φακούς μέσα σε καμμένα αυτοκίνητα μήπως βρει κάποιον δικό του άνθρωπο, νεκρό ή ζωντανό, άτομα που έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν [...] η λέξη «καντηλάκια» για τις εστίες φωτιάς που δεν έλεγαν να σβήσουν [...]

εδώ

Είναι-δεν είναι ένα μέτρο. Ρίχνει νερό με το λάστιχο στους θάμνους που μισοκαίγονται ακόμα ανάμεσα σε καρβουνιασμένα δέντρα και καμένα παιχνίδια - εδώ ήταν κάποτε η αυλή του σπιτιού του.

Είναι απολύτως συγκεντρωμένος, σχεδόν βλοσυρός, και δεν ρίχνει δεύτερη ματιά όταν καταλαβαίνει πως τον κοιτάζουν.

Εδώ και ώρες δεν έχει σταματήσει να σβήνει μικρά «καντηλάκια» φωτιάς παρόλο τον καπνό και την αφόρητη ζέστη.

εκεί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified