Μεταφορικά το ροπιάζω λέγεται (το έχω ακούσει)
1. Για κάποιον όταν «τα παίρνει», ειδικά όταν το κύμα οργής ξεκινά από φλοίσβο και γίνεται ξαφνικά τσουνάμι.
2. Για λογοδιάρροια ιδίως όταν δεν την περιμένεις.
3. Από μηχανόβιους στα '80ς, πού ήθελαν όλα να τα εκφράζουν με ορολογία μοτό, για γκόμενα πλησίον του οργασμού.
Εκεί που λέγαμε πως θα τον ψιλοχέσει, ξαφνικά τα παίρνει μόνος του, ροπιάζει και τον πλακώνει στις μάπες.
(σχολικό) Όταν μιλάει για τον Πλάτωνα ροπιάζει και βγάζει λόγο για κάνα δεκάλεπτο (κάτι σαν τον Άδωνι ένα πράμα)
Και πάνω στη φάση, κοκκινίζει η δικιά σου, ροπιάζει κι αρχινά τις τσιρίδες... Άσ' τα μαλάκα, ήρθε ο άπω πάνω και χτύπαγε την πόρτα γιατί νόμιζε πως την έσφαζα.