Υπάρχει και στη ναυτική ορολογία:

Είναι ένα σκοινί (κάβος) πρόσδεσης του σκάφους στην αποβάθρα, του οποίου η μια άκρη δένεται στο σκάφος, η άλλη περνάει μέσα από χαλκά ή γύρω από τη δέστρα (μπίντα) στην αποβάθρα, χωρίς να δεθεί εκεί και τέλος επιστρέφει στο σκάφος, όπου δένεται σταθερά. Με τον τρόπο αυτό, δεν χρειάζεται να λυθεί απ' έξω κατά την αναχώρηση. Απλώς λύνουμε τη μιαν άκρη μέσα απ' το σκάφος και,τραβώντας απ' την άλλη, παίρνουμε τα μπόσικα.

Μη δέσεις στο χαλκά. Πέρνα τον κάβο από μέσα και δώσε μου την άκρη να τον πάρω μπεντένι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός (ζουραρισμός) εκ των

Μπέος + ράπισμα: το χαστούκι του Μπέου.

Προσοχή στην ορθογραφία: το «ρ»αναδιπλασιάζεται (π.χ. εμπορορράπτης). [Δες σχόλιο στο πεορράπισμα», το οποίο ήταν αφετηρία του παρόντος].

Ο διαιτητής εδέχθη ισχυρά μπεορραπίσματα, μετά το πέρας του αγώνος, του προέδρου κραυγάζοντος: «Πούστη μας έσφαξες»

Αλλεπάλληλα μπεορραπίσματα στους νταλάρες του κόσμου τούτου (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :

κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].

Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:

- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.

Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών

Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης

-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.

-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!

-Την ορχεοθέτησε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιγνιώδης παραφθορά σόσιαλ μήδεια. (Εδώ λειτούργησε η πνευματική διαδικασία της νοοθυέλλης, βαρβαριστί brain storming).

Αναφέρεται σε άτομα «της προσκολλήσεως» σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, του τύπου «όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη».

Κοινώς «φθείρες εφηβαίου» (νεωστί «μουνόψειρες»).

Μην επιμένεις! Δεν ερχόμαστε στο πάρτυ της Ιοκάστης απρόσκλητοι.
Δεν είμαστε εμείς σόσιαλ μύδια σαν μερικούς-μερικούς.

(από Khan, 20/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωί-πρωί.

Σε περιοχές, όπου η ντοπιολαλιά μετατρέπει το «ου» σε «ο» (π.χ. «θείο θέλω κολόρι» από παλιό ανέκδοτο). Σε άλλες περιοχές συμβαίνει το ανάποδο, όπως στη γνωστή ιστορία με τον Καραμανλή (θείο) στα εγκαίνια του χιονοδρομικού στον Παρνασσό, που είπε: «Μπράβο. Σαμουνί το κάνατε!» και μείνανε όλοι κάγκελο, μέχρι να καταλάβουν πως εννοούσε το Σαμονί (Chamonix-Mont-Blanc) των Άλπεων!

Έχω επίσης υπ' όψιν μου και τον αϊ-Γιάννη, τον 'πορνιαστή, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που βάζετε στα βρώμικα μυαλά σας. Απλώς τυχαίνει να γιορτάζει στις 24 Ιουνίου, την εποχή που απορνιάζουν δηλ. βγάζουν τον ορνό απ' τις συκιές. Η ντοπιολαλιά της Κύθνου αφαιρεί το στερητικό «α» από την αρχή των λέξεων κι έτσι ο «απορνιαστής» έγινε... πουτανιάρης. (Αλλού τον λένε Κλήδονα).

Θα κινήσομε το πορνό-πορνό να μη μας φάει η κάψη.

Μου 'πες πως του 'πορνιαστή θε να 'σουνε φερμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):

ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.

Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Πεοθηλασμός με φιλοπαίγμονα διάθεσιν.

- Πεοθηλασμός διεξαγόμενος μεταξύ ανωρίμων.

Μαιρούλα μπήκε η άνοιξη. Πάμε στην εξοχή να μαζέψουμε λουλούδια και για καμιά τσιμπουκολελέτα, άμα λάχει.

Πήγα να τους δω που παίζαν στο υπόγειο και το 'χαν ρίξει στη τσιμπουκολελέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιοχές, περιμετρικώς του «κλεινού άστεως», όπου αφθονούν οι ταβερνοψησταριές (κοινώς κτηνοφαγεία): Βάρη, Καλύβια, Παιανία, Βαρυμπόμπη, Φυλή κλπ.

- Τι έγινε και χάθηκες ρε φίλε; Όχι τίποτ' άλλο, μου πέσανε και τα τριγλυκερίδια.
- Νταξ. Θα σε πάω Τζατζικιστάν το Σαββάτο, να 'ρθείς στα ίσια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστική χώρα, όπου φύονται τσουτσούνια. Όπως λέμε Τσετσενία. (Καμία σχέση!)

- Τα μάθατε για το Λάκη; Πάει εθελοντής στη Τσετσενία.
- Σώπα καλέ! Μάλλον εθελόντρια αδελφή στη Τσουτσουνία πάει!

Οι φίλοι του αεροπορίας γέλασαν με την ψυχή τους χτες το βράδυ όταν είδαν ένα πέος να σχηματίζεται στο FlightRadar24 που έκανε ένα ιδιωτικό αεροπλάνο πάνω από τη Τσουτσουνία.  (από σφυρίζων, 18/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός προκύπτων εκ συντήξεως των εννοιών μαρκαλίζω: βατεύω (επί ζώων) και Μέρκελ.

Σημαίνει όλα, όσα έχουμε υποστεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) τα τελευταία χρόνια.

Το νου σας μην κατέβει πάλι η φράου και μας μερκελίσει όλους χωρίς σάλιο.

Στα ξενοδοχεία, schnell!  (από σφυρίζων, 17/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified