συμπλοιοκτήτης, συνιδιοκτήτης, μεριδιοῦχος.

Τὸ εἶχα ἀκούσει μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἀπὸ κάποιον παλιὸ ναυτικὸ πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρὸνια. Ὅπως λέει καὶ τὸ wiktionary ἦταν "όρος ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νησιωτική Ελλάδα, στην ελληνική επανάσταση του 1821 οι περισσότεροι καραβοκύρηδες ήταν παρτσινέβελοι, αργότερα ο όρος εξελίχθηκε σε επίθετο." ἐδῶ

Κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀνάπτυξης τῆς ναυτιλίας στὴ νησιωτικὴ Ἑλλάδα (ἐξ αἰτίας τῆς συνθήκης τοῦ Κιουτσοὺκ Καϊναρτζῆ καὶ τῶν Ναπολεοντίων Πολέμων) ἦταν πολὺ διαδεδομένος καὶ ὁ θεσμὸς τοῦ συντροφοναύτη, δηλ. τοῦ ναύτη ποὺ πληρωνόταν, ὄχι μὲ μισθὸ, ἀλλὰ μὲ ποσοστὰ ἀπὸ τὰ κέρδη τοῦ πλοίου. ἐδῶ

Στα 15 τον έβαλε ο πατέρας του παρτσινέβελο, δηλαδή μεριδιούχο στο πλοίο του, και στα 18 του ναυπήγησε την πρώτη γαλιότα. (Ιωάννης Βαρβάκης) ἐδῶ

Ἡ λέξη μὲ σχεδὸν τὴν ἴδια ἔννοια (συνιδιοκτήτης) χρησιμοποιεῖται καὶ σχετικὰ πρόσφατα:

Τα βιβλία του τυπώνονταν στα καλύτερα τυπογραφεία της Αθήνας και, όπως γράφει στην Προσωπική Ικαρολογία το 1993 ο Γ.Π. Σαββίδης, «σιγά-σιγά, όλες οι εκδόσεις του Ίκαρου απόκτησαν ένα διακεκριμένο ύφος, εν μέρει οφειλόμενο στην εικαστική ευαισθησία των δύο παρτσινέβελων (συνιδιοκτητών), και στην προσωπική τους φιλία με τον Μόραλη και τον Τσαρούχη». (Εφημερίδα Το Βήμα, 10/8/1997) ἐδῶ

Τὀ wiktionary δίνει ὡς πιθανὲς ἐτυμολογίες: < ἰταλικά barcaiuolo / barcaiolo (βαρκάρης) ἤ τουρκικά parça (κομμάτι). Ἡ ἔννοια τῆς συνιδιοκτησίας μᾶς ὁδηγεῖ μᾶλλον στὴ δεύτερη.

Στὸ wiktionary καὶ στὸ Κερκυραϊκὸ Λεξικὸ τὴ βρίσκουμε μὲ 2η ἔννοια νοικοκύρης, ἀφεντικὸ.

Ὅλα κι ὅλα! Δὲ θὰ σὲ βάλω καὶ παρτσινέβελο στὸ κεφάλι μου!

  1. Τέλος στὸ γλωσσάρι τοῦ Τσιφόρου τὴν βρίσκουμε μὲ 3η ἔννοια

παρτσινέβελος = σύρτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὰ ἄγρια χὸρτα ὑπῆρξαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ βασικὸ στοιχεῖο τῆς διατροφῆς μας, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες ἐποχὲς. Οἱ ὀνομασίες τους εἶναι ἴδιες ἤ παραπλήσιες σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Στὸ λῆμμα αὐτὸ παρουσιάζονται οἱ ὀνομασίες τῶν πιὸ συνηθισμένων ἄγριων χόρτων τῆς Κύθνου ποὺ εἶναι:

ἀτσόχοι,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάροι καὶ πορίχια ἤ τσιμπητά.

Κάθε συνεισφορὰ, συμπλήρωση ἤ διόρθωση εἶναι εὐπρόσδεκτη.

ἀτσόχοι ή ζοχοί

Ἐπιστημονική ὀνομασία Sonchus oleraceus (Σόγχος ὁ λαχανώδης) ἐδῶ

ἀλετρίδα ἤ ἀλεντρίδα

Ἐπιστημονική ὀνομασία Ηymenonema graecum. Τὸ ἀγαπημένο χόρτο καὶ τῶν Συριανῶν ἐδῶ

Γαλατσίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Reichardia picroides ἐδῶ

μουναρίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Hypochoeris achyrophorus ἐδῶ

ἀλιβάρβαροι

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Centaurea raphanina sbsp mixta. ἐδῶ

πορίχια (βροῦβες) ἤ τσιμπητὰ (sinapis nigra)

Βροῦβες, πορίχια, τσιμπητὰ: Ὑπάρχουν ἀρκετὰ χόρτα ποὺ ὀνομάζουμε «βροῦβες» καὶ ποὺ ἀνήκουν στὰ γένη Sinapis (σινάπι), Sisymbrium (σισύμβριo) καὶ Erysimum (ἐρύσιμο). Ὀνομάζονται πορίχια τὸ φθινὸπωρο καὶ τὸ χειμώνα πρὶν "ξεβλαστήσουν" καὶ τσιμπητὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κόβονται, σὰν νὰ τσιμπᾶμε τοὺς πολὺ τρυφεροὺς βλαστοὺς, ποὺ βλασταίνουν τὴν ἄνοιξη. ἐδῶ.

Πῆα στὴ νοτινὴ μας κι ἔβγαλα χὸρτα. Εἶχε ἀπ' οὗλα: Ἀτσόχους,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάρους καὶ πορίχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιακὴ λέξη γιὰ τὴ γυναικεία ὁμοφυλοφιλία.

Συνώνυμα: λεσβιασμὸς, τριβαδισμὸς (ἐδῶ), τζιβιτζιλίκι

Κατὰ τὴν Ρούλα Σκούταρη: H γαλλική λέξη «σαπφικός», που αναφέρεται στη γυναικεία ομοφυλοφιλία, υπάρχει ήδη από το 1373 στα γαλλικά, αλλά στα ελληνικά εμφανίστηκε μόνο τον 19ο αιώνα με αυτή την έννοια (σαπφισμός)

Ἡ κυρία Χ εἶχεν κατηγορηθεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν "ἐπὶ σαπφισμῷ", πλὴν ὅμως οὐδὲν κατ' αὐτῆς στοιχεῖον εἶχεν προκύψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἄλλ' ἀντ' ἄλλων, ὅ,τι νά'ναι.

-οτι και να βαλεις ειναι λιγο στην τυχη το θεμα εκτως αν εχεις τιποτα ψαγμενες σπουδες!

-ο αντωνης εβαλε ειδηκες και τον πηραν τεχνικο εγω εβαλα πεζικο και με πηραν διαβηβασεις και μωλις εβαλα υεα εφαγα μεταταξη τεθορακισμενα.*

-ααα μπουχλουμπου δηλαδη.. οκ ρε παιδια, ευχαριστω πολυ*

(ἁπὸ διάλογο νἐων γιά τὴ στρατιωτικὴ θητεία ἐδῶ)

Τὀ βρῆκα ψάχνοντας τὴν "κυρία Μπουχλουμποῦ" καὶ νομίζω πως ἡ λέξη σλανγκίζεται.
κυρία Μπουχλουμποῦ

Ἐπίσης βρῆκα καί "Κοντυλιὲς μπουχλουμποῦ", ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται ἀπὸ παλιὰ.
Κοντυλιὲς μπουχλουμποῦ
Στὰ σχὸλια τοῦ τραγουδιοῦ βρῆκα αὐτὸ:

"Οι κοντυλιές αυτές ονομάζονται 'κοντυλιές της Μπουχλουμπούς' χωρίς να μπορούν και αυτοί ακόμη οι λαϊκοί οργανοπαίκτες να δώσουν μια εξήγηση γιατί ονομάζονται έτσι" Η μητέρα μου, γέννημα-θρέμα της ίδιας περιοχής της Κρήτης (Ιεράπετρα) υποστηρίζει ότι είναι χαρακτηρισμός για γυναίκα που λέει ψέματα για να προκαλέσει σύγχυση, που κάνει νάζια, αερολογεί και που προκαλεί ανακατωσούρα γενικά. Ήταν σε χρήση παλαιότερα.

Σχόλιο του δίσκου "Κοντυλιὲς μπουχλουμποῦ"

Τὶ γνώμη ἔχουν οἱ Κρητικοὶ τοῦ σλανγκρ γιὰ τὰ παραπάνω;

Ἐπίσης σὲ ἄλλο σχόλιο τοῦ ἴδιου τραγουδιοῦ βρῆκα κι αὐτὸ:

όταν ήμουν μικρός ο παππούς μου, Σαρακατσάνως απ το Μαντούδι Ευβοιας μαγιρευε μια παραδοσιακι σούπα φτιαγμένη από σιτάρι, κατσικίσιο γάλα και μέλι στο τζάκι. Δεν έχω ακούσει αυτή τη λέξη "Μπουχλουμπου" από τότε. Σας ευχαριστώ για το δικό σας ορισμό της λέξης, εγώ εξακολουθώ να βρίσκω ενδιαφέρον το πώς η ίδια λέξη έχει πολλές σημασίες στα διάφορα μέρη της Ελλάδαs.

Σχόλιο του δίσκου "Κοντυλιὲς μπουχλουμποῦ" 

Τὸ δεύτερο σχὀλιο μᾶλλον παραπέμπει στὸ γλυκὸ μουχαλεμπὶ:

Το μουχαλεμπί είναι μια γλυκιά (στις αυθεντικές συνταγές βάζουν σχεδόν την διπλάσια ζάχαρη) ανατολίτικη κρέμα με πολλές παραλλαγές. Συνήθως αρωματίζεται με ανθόνερο, αλλά είναι πολύ νόστιμη και με μαστίχα.

Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου

και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου.

Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος,

και σαν Αιβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος

Βιβλίο Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου ἀπὸ ἐδῶ

Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πράγματος εῖναι ἡ πορεία τῆς λέξης μέσα στὸ χρὸνο, ἀλλάζοντας μάλιστα νόημα. Ἔτσι αὐτὸ ποὺ παλιότερα σήμαινε γυναίκα ψεύτρα καὶ ἀνακατώστρα ἤ ἀλλοῦ γλυκὸ ἀπὸ γάλα καὶ μέλι ἔφτασε στὶς μέρες μας νὰ σημαὶνει ἄλλ' ἀντ' ἄλλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρᾶςμπαστέκα ἤ (ἐπίσημη ὀνομασία) τρόχιλος εἶναι μιὰ μηχανικὴ κατασκευὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται, σἐ συνδυασμὸ μὲ σκοινιὰ, γιὰ τὴν ανύψωση βαρῶν. Μποροῦμε νὰ συνδυάσουμε δύο ἤ περισσότερους γιὰ νὰ φτιάξουμε τὸ παλάγκοσύσπαστο καὶ νὰ πετύχουμε τὸν ὑποπολλαπλασισμὸ τῆς δύναμης ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἀνύψωση ἑνὸς φορτίου. Ὁ μακαρᾶς εἶναι ξύλινος, ἐνῶ ἡ μπαστέκα μεταλλικὴ. ἐδῶ

ΜΑΚΑΡΑΣ ΜΠΑΣΤΕΚΑ

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

μακαρὰς < τουρκ. makara < ἀραβ. بكرة (bakara). ἐδῶ

μπαστέκα: πιθανὴ ἐτυμολογία γαλλ. pasteque (καρποῦζι), ἴσως ἐπειδὴ τὸ σχῆμα της μοιάζει μὲ καρποῦζι.

Πολὺ βαρὺ τὸ φορτίο κι ἔτρεμε ἡ καρδιὰ μου μόλις τὸ σηκώσαμε μὲ τὸ παλάγκο. Ἤτανε βλέπεις παλιοὶ οἱ μακαρᾶδες καὶ φοβὸμουνα πὼς δὲ θ' ἀντέχανε.

Μὲ κατεβάσανε ἀπὸ τὸ καράβι μὲ τὸ βίντζι, μέσα στὴ βάρκα. Κι ὅπως ἤτανε ἀτζαμῆδες, ἀφήσανε ἀπὸτομα τὸ σκοινὶ, ἡ βάρκα κοπάνισε μὲ δύναμη στὴ θάλασσα κι ἐμένα μοῦρθε ἡ μπαστέκα στὸ κεφάλι.

βίντζι: μικρὸς γερανὸς

(Τὸ δεύτερο παράδειγμα ἀπὸ ἀφήγηση φίλου μου ποὺ ὑπηρέτησε σὲ ἀντιτορπιλικὸ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ: Khan (σκατοψύχι).

Τὸ τμῆμα τῆς περιουσίας ποὺ κρατοῦσαν οἱ γονεῖς γιὰ τὰ γεράματά τους. Συνήθως τό 'παιρνε ὅποιος απὸ τὰ παιδιὰ ἤ τοὺς ὑπόλοιπους συγγενεῖς τοὺς φρὸντιζε στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. Ἡ λέξη ἦταν ἐν χρήσει στὴν Κύθνο τὶς παλιὸτερες ἐποχὲς.Πρέπει νὰ ἦταν διαδεδομένη καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς, ὅπως ἡ Κρήτη, ὅπως φαίνεται ἐδῶ:

"Οι άνθρωποι στα χωριά όταν παντρεύανε ένα παιδί, του δίνανε και το ανάλογο μερίδιο της περιουσίας τους, το μοιράσι, όπως το λέγανε. Για τους ίδιους κρατούσανε το δικό τους μερίδιο, το δικό τους μοιράσι, που το λέγανε γεροντομοίρι. Το μοιράσι αυτό είχε διπλή χρησιμότητα. Από τη μια εξασφάλιζε στους γέρους ένα ελάχιστο εισόδημα για να ζήσουνε, αφού τα παλιά χρόνια δεν υπήρχανε ούτε συντάξεις ούτε επιδοτήσεις, και από την άλλη οι γέροι εξασφαλίζανε κατά κάποιο τρόπο ότι όταν δεν θα μπορούσαν πια να αυτοεξυπηρετηθούν, κάποιο από τα παιδιά τους θα τους φρόντιζε, θα τους γεροντοκομούσε όπως λέγανε, προκειμένου να πάρει το γεροντομοίρι τους."

Στὴν Κύθνο ἡ διανομὴ τῆς οἰκογενειακῆς περιουσίας στὰ παιδιὰ δὲν ἀκολουθοὺσε συγκεκριμένους κανόνες, ὅπως σὲ ἄλλες περιοχὲς, ὅπου τὴ μερίδα τοῦ λέοντος (καὶ κάποιες φορὲς ολόκληρη τὴν περιουσία) ἔπαιρνε ὁ πρωτογιὸς, ὀ κανακάρης, συνήθως στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, ἥ ἡ πρωτοκόρη (κανακαριὰ ἤ κανακαρὰ), ὅπως συνηθίζονταν σὲ κάποια νησιὰ τοῦ Αίγαίου. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Σιμόπουλος (ἄν θυμᾶμαι καλὰ) ἡ συνήθεια αὐτὴ εἴχε γίνει σοβαρὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, γιατὶ καταδίκαζε τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ (τῶν τότε πολυμελῶν οἰκογενειῶν) νὰ ζήσουν σὲ πλήρη ἀνέχεια. Μάλιστα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας τὸ Πατριαρχεῖο ἔβγαλε διάταγμα ποὺ ἀπειλοῦσε μὲ ἀφορισμὸ ὅλους ὅσοι τ' ἄφηναν ὅλα σ' ἔνα παιδὶ.

Οὕλα τῶ'ντάδωσα. Κράτησα μοναχά 'κεῖνο τὸ χωραφάκι στὴ Κατωμεριὰ γιὰ γεροντομοῖρι, κι ὅποιος μὲ κοιτάξει στὰ στερνὰ μου θὰ τὸ πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάστημα ὑγειονομικοῦ ἐνδιαφέροντος, τοῦ τύπου παστερία, τρατορία κ.τ.τ. (καὶ τῶν τοιούτων), ὅπου συχνάζουν πουστερίες καὶ πουστέρια.

Δὲν πρέπει νὰ τὴν συγχέουμε μὲ τὴν

PUSTERIA

περὶ ἧς πλείονες πληροφορίαι ἐνταῦθα.

-Πῆγες στὴν παστερία τοῦ Λαλάκη;

-Πῆγα καὶ ἦταν ὅλο τὸ ἀδελφᾶτο ἐκεῖ. Αὐτὸ δὲν εἶναι παστερία.

Πουστερία εἶναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Τεζιάκι ἤ τεζάκι.


Ἐπίσης τεζιάχι ἤ τεζάχι ἐδῶ

"Το τεζιάκι, [ουσιαστικό], ξύλινος πάγκος στον οποίο τοποθετούνταν τα μπουκάλια με τα ποτά του καφενείου, αλλά και τα ποτήρια, τα φλιτζάνια του καφέ, καθώς και τα πήλινα και εμαγιέ πιατελάκια τους. Κάποιες φορές ήταν φτιαγμένο από πεντελικό μάρμαρο με σκαλιστές λεπτομέρειες, γούρνα από χαλκό, βρυσάκια-δοκιμαστές αλλά και ειδική θέση για τα χρήματα.

Στα παλαιά καφενεία συχνά, ήταν κατασκευή που περιβάλλονταν από ένα είδος ξύλινου τέμπλου, γεμάτο ράφια στολισμένα με μικρά μπουκαλάκια ποτών, όπου ετοιμάζονταν ο ο δίσκος με την παραγγελία, και αποτελούσε τον προσωπικό και συνήθως άβατο για τους πελάτες, χώρο του καφετζή." ἐδῶ

Στο τεζιάκι συνήθως βρισκόνταν κι ο μπεζαχτάς, το ταμείο δηλαδή του καφενέ.

Ετυμολογία

τεζιάκι < τουρκική tezgâh < περσική دستگاه (dastgāh) 

ἐδῶ

"... και πήγε και θρονιάστηκε ολομόναχος, στο βάθος, πλάι στο τεζιάκι του καφετζή", Νίκου Καζαντζάκη, "Ὁ Καπετάν Μιχάλης"

"πετάχτηκε από το τεζιάκι και έτρεξε να τον καλωσορίσει", Νίκου Καζαντζάκη, "Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται".

"ὁ δὲ Μιχάλης ἔλαβε τὴν βοτίλιαν τῆς μαστίχας ἀπὸ τὸ τεζάχι καὶ ἤρχισε νὰ πίνῃ ἡδονικῶς εἰς μεγάλας δόσεις." Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, "Βαρδιάνος στὰ σπόρκα"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὀνομασία ἀρκετῶν τοπωνυμίων στὸ μείζονα ἑλληνικὸ χῶρο μἐ πρῶτον τὸν Γαλατᾶ τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ πιθανὸν ἦταν ἡ αἰτία νὰ ὀνομαστοῦν ἔτσι καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους, ἐξ αἰτίας τῆς παρόμοιας τοπογραφίας τους (βρίσκονται ἀπέναντι σὲ κύριους οἰκισμοὺς). Αὐτὸ λοιπὸν τὸ χαρακτηριστικὸ, ἡ ἔμμεση ἀναφορὰ/παραπομπὴ τῶν οἰκισμῶν αὐτῶν στὴ βασιλεύουσα, δίνει στὴν ὀνομασία τους ἕναν ἰδιωματικὸ χαρακτήρα καὶ ἐπιτρέπει κττμγ νὰ τοὺς συμπεριλάβουμε στὸν ἱστότοπο.

Ο Γαλατάς (Galata) είναι κεντρική παράλια περιοχή με λιμενικές εγκαταστάσεις της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και άκρη του Κερατίου κόλπου.
Γαλατᾶς Κωνσταντινούπολης ἐδῶ

Χαρακτηριστικὸ του εἶναι ὅτι βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν παλιὰ Κωνσταντινούπολη, ἐξ οὗ καὶ ἡ ὀνομασία Πέραν:

Το αρχικό όνομά της περιοχής ήταν Συκεαί ενώ επίσης αποκαλούνταν "Πέραν εν Συκεαίς" από όπου προήλθε και η ευρύτερη ονομασία Πέραν.

ἐδῶ.

Ἀντίστοιχη τοπογραφία ἔχει καὶ ὸ Γαλατᾶς τοῦ Πόρου, ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ τοῦ Πόρου ἐδῶ.

Γαλατᾶς Πόρου.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Γαλατᾶ Αἰτωλοακαρνανίας ποὺ βρίσκεται ἀπεναντι ἀπὸ τὴν Πάτρα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ συνοικισμὸ τοῦ Γαλατᾶ στὴ Δρυοπίδα τῆς Κύθνου ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸν κύριο οἰκισμὸ τοῦ χωριοῦ.

Ὁ Γαλατᾶς στὴ Δρυοπίδα τῆς Κύθνου

Ψάχνοντας στὸ γούγλη βρῆκα κι ἄλλα τοπωνύμια μὲ τὸ ὄνομα Γαλατᾶς (στὰ Χανιὰ, στὸ Ἡράκλειο, στὴν Ἀρκαδία, στὴν Κορινθία καὶ στὴν Πρέβεζα, πλὴν ὅμως δὲν γνωρίζω τὴν τοπογραφία τους. Ὅποιοι τυχὸν γνωρίζουν ἄς μᾶς ποῦν ἄν ταιριάζουν στὸ τοπογραφικὸ σχῆμα ποὺ προανέφερα.

Δέν πάγω πιὰ στὸ Γαλατᾶ μὲς τοὺς παληκαρᾶδες
ποὺ παίζουνε τὸ μπαγλαμᾶ καὶ γύρω οἱ λουλᾶδες

Πολίτικο ζεϊμπέκικο τραγουδισμένο ἀπὸ τὸν Ἀντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκᾶ) στὰ 1928.

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

σλανγκασίστ barbarosa (γαλατάς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ παχνὶ, ἡ ταΐστρα τῶν ζώων στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου. Παλιὰ τὶς ἔκαναν χτιστὲς ἀπὸ πέτρα, σὰν γοῦρνες, χρησιμοποιώντας πλάκες ἀπὸ σχιστόλιθο, τὸ χαρακτηριστικὸ πέτρωμα σὲ πολλὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων.

Ἀπὸ μιὰ σύντομη ἔρευνα στὸ γούγλη διαπίστωσα πὼς χρησιμοποιεῖται (σὲ διάφορες παρεμφερεῖς μορφὲς) καὶ ἀλλοῦ:

"μαντζαόρα [1709], μαντζαδούρα [1709], ματζαδούρα, μαντζαντούρα, ματζιαδούρα, μαζιαούρα, μανιαδούρα :αμαντζαδούρα, αματζαδούρα, παχνί". ἐδῶ

Ἐτυμολογία: ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ mangiatoia ἐδῶ

"Ντὲ παλιόπραμα, ντὲ" ἀνεφώνησεν ὁ γέρων αἰπόλος, ταυτοχρόνως καταφέρων ἰσχυροὺς ραβδισμοὺς ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ ὄνου ἐφ' οὗ ἐπέβαινεν.

"Οὕλη τὴ βδομάδα στὴ ματζαδούρα, Σαββάτο βράδυ στὴ πούντα", συνέχισεν, ἐλεεινολογῶν τὸ ζῶον διὰ τὴν συνήθειαν, τὸ ἔνστικτόν του μᾶλλον, "νὰ παίρνει τὰ βουνὰ", ὁσάκις ὁ πολιὸς πρεσβύτης εἶχεν χρείαν αὐτοῦ.

αἰπόλος: βοσκὸς

πούντα: πλαγιὰ, ἀλλὰ καὶ ἀκρωτήριο στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου, προερχὀμενη ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ punta: ἄκρο, αἰχμὴ, ἀκρωτήριο.

πολιὸς: ἀσπρομάλλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified