Οἱ ἰδιοκτῆτες σπιτιῶν μὲ πισίνες.

Μᾶλλον ἀπαξιωτικὸς χαρακτηρισμὸς αὐτῶν ποὺ διαθέτουν πολυτελεῖς κατοικίες μὲ πισίνα. Στὰ χρόνια τῆς ἐπίπλαστης εὐμάρειας ἀρκετοὶ ἀπέκτησαν τέτοια σπίτια συνήθως φοροδιαφεύγοντας, εἰσπράτοντας μίζες, ξεπλένοντας βρώμικο χρῆμα καὶ γενικῶς κάνοντας ὅλα ὅσα μᾶς ἔφεραν ἐδῶ ποὺ εἴμαστε σήμερα. Ἡ πισίνα ἦταν σῆμα κατατεθὲν αὐτῆς τῆς κατηγορίας τῶν συμπολιτῶν μας, σύμβολο ἐπείδειξης τοῦ νεοπλουτισμοῦ τους. Συνήθως δὲ, ἦταν μόνο γιὰ τὸ θεαθῆναι, μιᾶς καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσαν ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου.

Οι άλλοι, οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, οι μεγιστάνες, οι «πισινάδες» (εννοώ αυτούς που έχουν πισίνες στις επαύλεις τους, οι οποίες έχουν αεροφωτογραφηθεί, αλλά μας έμειναν οι φωτογραφίες!), τι κάνουν; ἐδῶ

Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι τυχαῖοι οἱ συνειρμοὶ ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὴ γενικὴ πληθυντικοῦ ὅπως: έγκαταστάσεις, συντηρήσεις, καθαρισμοὶ πισινῶν, μὲ ἀποτέλεσμα κάποιοι νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ἀδόκιμο ὅρο: πισίνων.

Η καταγραφή των αδήλωτων πισίνων άρχισε επί εποχής του κ. Δ. Γεωργακόπουλου (αποκαλούμενου και Γκάλθμπρέϊ), όταν αυτός ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, επί υπουργίας του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου.

Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη η γενική των πισίνων, χρησιμοποιείται από τους ομιλητές και γράφοντες για λόγους προφύλαξης, αντί του ορθού πισινών). ἐδῶ

Ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἀπὸ τὴν πισίνα <βενετ. pissina < ιταλ. piscina "ιχθυοτροφείο" < λατιν. piscis "ψάρι" ἐδῶ.

Ἐδῶ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ποῦμε καναδυὸ πραγματάκια ἀκόμη. Κατὰ τὰ τέλη τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας (περὶ τὰ μέσα τοῦ πρώτου αἰῶνα π.Χ.) πολλοὶ, στρατιωτικοὶ κυρίως, εῖχαν μαζέψει τεράστια πλούτη καὶ ζοῦσαν προκλητικὰ μέσα στὴ χλιδὴ.

Ἐκλεκτὰ εἴδη ψαριῶν ψαρεύονταν καὶ διατηροῦνταν ζωντανὰ σὲ δεξαμενὲς δίπλα στὴ θάλασσα μὲ προορισμὸ τὰ στομάχια τῶν καλοφαγάδων τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ διαβόητος Λούκουλος, ποὺ διέθετε, μεταξὺ ἄλλων, "ἐπαύλεις στὸ Tusculum καὶ στὴ Νεάπολη (σημερινή Νάπολη, στὸ νησάκι Castel dell'Ovo ἐδῶ). Ἡ τελευταία διέθετε δεξαμενὲς ψαριῶν ἐδῶ:

He had...villas around Tusculum and Neapolis. The one near Neapolis included fish ponds and man-made extensions into the sea...

Οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν ἐπαύλεων μὲ τὰ θαλάσσια ἐνυδρεῖα κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ὀνομάζονταν πισινάριοι (λατιν. piscinarii) καὶ ἀποτελοῦσαν χαρακτηριστικὰ δείγματα ἐκφυλισμοῦ καὶ ἔκπτωσης τῶν ἀξιῶν, ποὺ ὁδήγησαν στὴν κατάλυση τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας ἀπὸ τὸν Αὔγουστο λίγα χρόνια ἀργότερα.

Ὁ σύγχρονός τους Κικέρων, ἀναφἐρεται σ' αυτοὺς ὑποτιμητικὰ:

...οἱ πλούσιοι (ἐννοῶ οἱ φίλοι σου οἱ πισινάριοι) δὲν ἔκρυψαν τὴ ζήλεια τους γιὰ μένα. ἐδῶ:

Cicero...Rather cynically, he referred to these ancient fishkeepers as the Piscinarii, the "fish-pond owners" or "fish breeders", for example when saying that ...the rich (I mean your friends the fish-breeders) did not disguise their jealousy of me.

Ἡ ζωὴ (καὶ ἡ ἱστορία) κύκλους κάνει ἤ O tempora o mores, ποὺ θὰ ἔλεγε καὶ ὁ προαναφερόμενος.

Got a better definition? Add it!

Published

Παραθέτω αὐτούσιο τὸν ὁρισμὸ τοῦ Νικολάου Πολίτη:

Ἐπὶ προώρου ἀποτυχίας ἐπιχειρήσεως ἤ ἐπὶ ἀποστερήσεως τῶν προσδοκομένων κερδῶν. Ὑποτίθεται λέγων τὴν φράσιν οἰκοδεσπότης πρὸς ξενιζόμενον, παρακελεύων αὐτὸν νὰ νιφθῇ, ὡς περατωθέντος δῆθεν τοῦ δείπνου, ἐνῷ οὗτος οὐδὲν ἤ ὀλίγον ἔφαγεν.

ἐδῶ

Λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αποτυχία μιας ενέργειας μας είναι δεδομένη από την αρχή και επομένως πρέπει να σταματήσουμε κάθε σχετική προσπάθεια.

ἐδῶ

Θὲς νὰ ρίξουμε παραγάδια ἀπόψε κι οὔτε δόλωμα, οὔτε νεταρισμένα παραγάδια ἔχουμε! Νίψου κι ἀποφάγαμε!

Σχετικὸ καὶ τὸ φέξε μου και γλίστρησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κάγκλα ή κάγγλα

Η δίπλα, η πτυχή στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Αγνώστου ετυμολογίας (σ' εμένα τουλάχιστον). Κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη.

Πιθανή συσχέτιση με το

καγκέλι ή καγγέλι:

Καγκέλια σημαίνει δρόμος με πολλές στροφές (από εδώ)

επίσης

Καγγέλι σημαίνει στροφή. (από εδώ)

Και φυσικά ο γνωστός χορός:

τα καγκέλια

Κοντεύει να σκάσει από το πάχος! Όταν κάθεται η κοιλιά του κάνει πέντε κάγκλες.

Βλ. και γάγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση αυτή την άκουσα από την έφηβη κόρη μου με την έννοια: άσχετα, ό,τι νάναι, μπούρδες.

τσάγαλα: τα άγουρα αμύγδαλα (από το τουρκικό çağla).

Αρχικά νόμισα πως ήταν μιά νεανική έκφραση του συρμού, αλλά από μια ματιά στο γούγλη βρήκα και τα εξής:

Κι αν όλα τα παραπάνω είναι δύσκολο για έναν επαγγελματία (αν μη τι άλλο έμπειρο), προσπαθώ να φανταστώ πόσο δυσκολότερα αποβαίνουν στο μυαλό του μέσου αναγνώστη, αν είναι από εκείνους δηλαδή που απέμειναν να παρακολουθούν τα γεγονότα, αν δεν έχει ήδη βαρεθεί να του «σερβίρουν» καθημερινά τα… «τσάγαλα με …γιαούρτι» των τηλεοπτικών καναλιών, αλλά και της πανσπερμίας άρθρων στον Ελληνικό και ξένο Τύπο. (από εδώ)

Ράππος προς Εσερίδη για την τελική απόφαση των καταδυτικών:

Τσάγαλα με γιαούρτι θα κάνεις (από εδώ)

Μετά απ' αυτά την ξαναρώτησα πού την άκουσε και διεπίστωσα πως την έλεγε μια καθηγήτρια στο φροντιστήριο, η οποία μάλιστα ήταν Θεσσαλικής καταγωγής.

Απ' όλα τα παραπάνω συμπεραίνω ότι αυτή είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιοχές της Θεσσαλίας. Σχετικές πληροφορίες, συμπληρώσεις ή διορθώσεις είναι πάντα ευπρόσδεκτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστική χώρα διαθέτουσα πύλες που οδηγούν σε άλλες διαστάσεις του χωροχρόνου. Την επισκέπτονται όσοι διαβάζουν αποκαλυπτικά - η κάμερα σε μένα - βιβλία, σε συνδυασμό με τη χρήση ευφορικών ουσιών. Κείται δε παραπλεύρως του Νταγκλαντές.

Λογοπαίγνιο με τη ντάγκλα και την έρημο Τάκλα Μακάν με την περίφημη Λευκή Πυραμίδα, για την οποία τόσο ψάξιμο έχει πέσει και τόσα ευφάνταστα έχουν γραφτεί, για ν' αποδειχτεί τελικά ότι πρόκειται για τον πολύ γνωστό αρχαιολογικό χώρο της Κίνας, το Μαυσωλείο Maoling!

-Μαλάκα είδα μια μεγάλη πυραμίδα και μόλις μπήκα μέσα...
-Τι είχες πιεί;
-Ρε τίποτα σου λέω, σπαθί.
-Νταξ' δεν έιναι τίποτα, είχα πάει κι εγώ.
-Σοβαρά ρε μαλάκα; Πού;
-Στο νταγκλαμακάν!

Όπως οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων αποκτούν το πρόθεμα Χατζη- στο επώνυμό τους (π.χ. Χαζηγεωργίου, Χατζηδημητρίου, Χατζηπαπάρας κλπ.), έτσι και οι επισκέπτες του νταγκλαμακάν αποκτούν το ενδιάμεσο όνομα (βελανιδοφαγιστί middle name) Ντάγκλας οι άνδρες (π.χ. Ευφρόσυνος Ντάγκλας Ρουφαλάκης) ή Ντάγκλα οι γυναίκες (π.χ. Ουρανία Ντάγκλα Φευγατίδου).

Σ.Σ. Αγνοώ αν ο Αλεξάντερ Ντάγκλας Χιούμ, παλαιός βρετανός πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός περί τα μέσα της δεκαετίας του'60, υπήρξεν επισκέπτης του νταγκλαμακάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική έκφραση που σημαίνει πως δυό τόποι είναι πολύ κοντά. Κυρίως αναφέρεται σε στενά περάσματα, μπουγάζια στη ναυτική ορολογία, αλλά όχι μόνο.

Την άκουσα, πριν από κάμποσες δεκαετίες, από έναν ψαρά της Κύθνου, το Στέφανο Ψαρά, τον περίφημο «Στεφάκια», που έχει «σαλπάρει» από κοντά μας εδώ και κάμποσα χρόνια. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα πως «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει».

Στο παράδειγμα, θα προσπαθήσω να μεταφέρω, όσο πιό πιστά μπορώ, την ιστορία του θαυμάσιου λαϊκού παραμυθά. (Σε παρένθεση οι επεξηγήσεις ναυτικών όρων, που κάποιοι μπορεί να αγνοούν.)

Ένας καπετάνιος ταξίδευε με το βαπόρι του κι είχε μαζί και τη θυγατέρα του. Λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι, τους έπιασε μεγάλη φουρτούνα κι αναγκαστηκαν να φουντάρουν (αγκυροβολήσουν) πίσω απο ένα ερημονήσι για να φυλαχτούν απ' το καιρό.

Το μπουγάζι (στενό πέρασμα) ήταν μια σταλιά. Βλέπανε το λιμάνι απέναντι, μα το βαπόρι βαρυφορτωμένο κι η θάλασσα έβγαζε φίδια.
Ο καπετάνιος, μπουρινιασμένος, κοιτούσε, μια τη θάλασσα, μιά τη στεριά απέναντι και μονολογούσε:

«Για δες μωρέ ξεφτίλα! Κώλο-μουνί, πόσο νά 'ναι και δε μπορούμε να περάσουμε!»

Σαν τ' άκουσε η κόρη του, πήρε το κουμπάσο (ναυτικός διαβήτης, διαστημόμετρο, με το οποίο μετρούν τις αποστάσεις στο χάρτη και μετά τις μετατρέπουν σε μίλια με τη βοήθεια της κλίμακας του γωγραφικού πλάτους, που υπάρχει στο κατακόρυφο περιθώριό του) και πήγε στη καμπίνα της. Εκεί γδύθηκε, μέτρησε την απόσταση κώλο-μουνί με το κουμπάσο, ξαναντύθηκε, γύρισε στη γέφυρα, λογάριασε την απόσταση στο χάρτη κι είπε όλο χαρά στο πατέρα της: «Πατέρα, αυτό που ρωτούσες το μέτρησα. Είναι εβδομηνταδύο μίλια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει την απόλυτη ραστώνη, τεμπελιά, αποχαύνωση.

Την άκουσα πριν από καμιά τριανταριά χρόνια.

Τα δύο πρώτα συνθετικά της αναλύονται διεξοδικά στα λήμματα μούχλας, ρούχλας (με τα σχόλιά τους) και στα σχόλια του λήμματος ρούχλα.

Το τρίτο που αναφέρεται στο ομώνυμο χωριό της ορεινής Αχαΐας, μπήκε κττμγ μάλλον για λόγους ομοιοκαταληξίας, προκειμένου να συμπληρωθεί το τρίπτυχο, κατ' αναλογίαν προς άλλες "τριφυείς" εκφράσεις του τύπου "η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα" κλπ.

Πέρασα να τους πάρω για καμιά βόλτα, μπας και ξεκουνήσουνε λιγάκι. Πού τέτοια τύχη; Τους βρήκα σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης: Η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική έκφραση της Κύθνου που σημαίνει στην κυριολεξία:

του λαγού (λέει) φεύγα και του σκύλου (λέει) πιάστονε.

Η έκθλιψη ενός συμφώνου μεταξύ δύο φωνηέντων είναι αρκετά συχνή στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Ευπρόσδεκτες τυχόν σχετικές πληροφορίες από τους επαΐοντες.

Η έκφραση αναφέρεται σε διπρόσωπους ανθρώπους που είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.

Μη του δώνεις σημασία. Άμα είσαστε μαζί βρίζει τσ' άλλους, άμα είναι με τσ' άλλους βρίζει εσένανε. Του λαού φεύγα και του σκύλου πιάστονε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξάι το, πληθ. ξάγια: μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που χρησιμοποιούσαν στην Κύθνο (όπως και αλλού). Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο με χερούλι (αλλά και ξύλινο, όπως μου έχουν πει οι παλιότεροι) χωρητικότητας 7 οκάδων κριθαριού, που ήταν το κύριο αγροτικό προϊόν του νησιού μέχρι τη δεκαετία του '60.

Στο Βικιλεξικό βρίσκουμε:

ξάι (ουδέτερο):

  1. αλευροκόσκινο του μυλωνά που αποτελούσε μέτρο υπολογισμού της αμοιβής του (στη ναξιακή και ευρύτερη κυκλαδική διάλεκτο καθώς και σε περιοχές Ηπείρου).

  2. το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, αλεστικά.

  3. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας.

Ετυμολογία: ξάι < μεσαιωνική ελληνική ξάι < ελληνιστική κοινή ἐξάγιον < λατινικά exagium

Πέντε ζευγαριές χωράφι, πέντε ξάγια γέννημα! Τσάμπα ο κόπος και τσάμπα ο σπόρος!
(ζευγαριά: επιφάνεια χωραφιού που μπορεί να οργωθεί από έναν άνθρωπο μ' ένα ζευγάρι ζώων σε μια μέρα / γέννημα: τα σιτηρά -στο παράδειγμα: κριθάρι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησα να γράψω το παρόν λήμμα με την πεποίθηση ότι το καμηλαύκι ήταν η παρεφθαρμένη, λαϊκή, η slang ονομασία του εκκλησιαστικού όρου καλυμαύχι(ον). Ψάχνοντάς το όμως, διαπίστωσα ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: (εδώ)

Το καμηλαύκι (ή καμελαύκι, καμελαύκιν, καμελαύχιν, καμηλαύχι, καμηλαύχιν, καμηλαύχιον, καμηλάχιον) είναι το μαύρο, ψηλό, σκληρό και κυλινδρικό κάλυμμα της κεφαλής των ορθόδοξων ιερέων και μοναχών. Το καμηλαύκι των ιερέων διαθέτει γωνιώδες γείσο, ενώ των μοναχών είναι πιο χαμηλό χωρίς γείσο. Οι ιερείς το φορούν πάντοτε εκτός από την ώρα της θείας λειτουργίας.

Το καμηλαύκι, λόγω του σχήματός του, προέρχεται από το λατινικό camellaucium, το οποίο παράγεται από το camella, που σήμαινε «κούπα του κρασιού». Εξαιτίας της ηχητικής ομοιότητας ανάμεσα στις λέξεις camella και camelus, δηλαδή «καμήλα», προέκυψε παρετυμολογική σύνδεση της λέξης καμηλαύκι με την καμήλα, γι’ αυτό και η γραφή που επικράτησε είναι με −η−. Συχνότερα απαντάται ο τύπος καλυμμαύκι εξαιτίας πάλι παρετυμολογικής σύνδεσης με τις λέξεις κάλυμμα + αυχένας, επειδή το συγκεκριμένο ένδυμα σκεπάζει και τον αυχένα των ιερέων.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη προτείνει την απλούστερη γραφή καμιλαύκι, ενώ το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής τη γραφή καλημαύχι και καμηλαύχι.

Στην Ιεράπετρα της Κρήτης βρίσκεται το χωριό Καλαμαύκα. Πιθανολογείται ότι το χωριό πήρε το όνομά του από το καλυμμαύκι, επειδή ο βράχος στην κορυφή του Κάστελου, που είναι χτισμένο το χωριό, μοιάζει με το καλυμμαύκι του παπά.

Ακούς εκεί ο τραγόπαπας! Ν' απλωσει χέρι στο παιδί! Μόλις τό 'μαθα τού 'δωσα μια και του κατέβασα το καμηλαύκι μέχρι τ'αυτιά.

Στην Κύθνο, όταν θέλουν να βρίσουν έναν παπά του λένε:

Γαμώ το καμηλαύκι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified