Ο άνδρας που ηδονίζεται όταν γλείφει γυναικείες πατούσες και δάχτυλα. Συνήθως προηγείται επιμελές βάψιμο των τελευταίων από τον ίδιο. Χρησιμοποιεί ειδικά οικολογικά βερνίκια με γεύσεις φρούτων. Υπάρχουν γυναίκες που τρελαίνονται όταν πέσουν σε πατουσολάγνο - άλλες κάνουν εμετό στη θέα του.

- Αχ Μαίρη μου ο Μάριος με έγλειφε όλο το βράδυ!
- Στο μουνί;
- Όχι. Στην πατούσα μου.
- Τυχερή! Έπεσες σε πατουσολάγνο!

(από Khan, 08/12/14)Οδός Πατούσα, ο αγαπημένος δρόμος των πατουσολάγνων, κοντά στην πλατεία Κάνιγκος. (από Khan, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα υποειδικοτήτων της Γυναικολογίας ασχολούμενη αποκλειστικά με το μουνί (όχι σάλπιγγες, ωοθήκες και εξαρτήματα). Στους γιατρούς αυτούς καταφεύγουν κυρίες ή/και δεσποινίδες με φαγούρα στο μουνί τους αγνώστου αιτιολογίας. Οι υποειδικότητες αυτές είναι: ''μουνίατρος - ψωλοχώστης'', ''μουνίατρος - χυσοβύζης'' και ''μουνίατρος - μουνογλείφτης''.

- Αχ έχω πάει γι' αυτή τη φαγούρα σε όλους τους γυναικολόγους βρε Σούλα μου και δεν βρίσκω γιατρειά!
- Σε μουνίατρο πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορθάνοιχτο, ξεχειλωμένο μουνί, μέσα από το οποίο βλέπεις έως τις παρυφές του γαλαξία μας. Έχει έννοια παραπλήσια με της πηγαδομούνας.

- Ρε συ Μάνο, κουνιόμουνα μέσα-έξω στο μουνί της Λίτσας αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Φαρδύ μπουρί ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως συναντάται ως "τα χυσίδια": Το σπέρμα, συνήθως μεγάλης ποσότητας, εκτινασσόμενο σε ακανόνιστες αποστάσεις, το οποίο προκαλεί μορφασμούς έκπληξης και ηδονής στην ερωτική σύντροφο που το υποδέχεται, συνήθως, με σφιχτά, κλειστά μάτια.

- Έριξα κάτι χυσίδια χτες στη μάπα της Έλενας που ήταν όλα δικά της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπελιάζω, κωλυσιεργώ.

- Τι κάνεις μωρή φακλάνα εκεί; Όλη μέρα πορδοκλάνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά αυτός που από την απλυσιά βρωμάει η ψωλή του. Μεταφορικά κάτι μεταξύ ύπουλου και αρχίδα.

- Πο πο, κόντεψα να ξεράσω όταν γδύθηκε Μάγδα μου. Τι βρωμοψώλης αυτός ο Μάνος.

- Νομίζει οτι θα μου φάει το σπίτι ο βρωμοψώλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλλην αρχιτέκτων ή πολ. μηχανικός μακρυνός συγγενής του Καλατράβα, ο οποίος από την ανεργία λόγω κρίσης δεν έχει τι άλλο να κάνει παρά να την παίζει όλη μέρα.

- Πω πω ρε μαλάκα ο Μήτσος λέει οτι έχει να πάρει νέα δουλειά εδώ και τρία χρόνια..
- Ναι ρε τον φωνάζουν καβλατράβα στην πιάτσα.

Έργο του Ca(v)latrava κυριολεκτικά μουνί. (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.

  1. Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...

  2. - Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
    - Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στενόχωρος. Κατά μια άλλη έννοια οι συχνά εναλασσόμενες καιρικές συνθήκες.

- Ρε παιδί μου τι καιρός είναι αυτός; Τη μια συννεφιά με κρύο, την άλλη ζέστη και υγρασία...
- Ναι μουνόχωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που ολοένα γυρνά γύρω από ένα μουνί ή μπλέκεται με τις μουνότριχες. Του αρέσει να ασχολείται με γυναικείες δουλειές και μπλέκεται όλο στα πόδια της γυναίκας του. Κάνει στην πεθερά του και στις κουνιάδες του τον ταξιτζή, το μάγειρα, σερβίρει το τσάι όταν έρθει γυναικοπαρέα επίσκεψη στο σπίτι. Αφού σερβίρει τον διώχνουν και κάθεται σαν τον ψωριάρη στην κουζίνα από όπου προσπαθεί να κρυφακούσει. Πού και πού έρχεται η μικρή του κόρη μέσα και τον ρωτά ερωτήσεις του τύπου "μπαμπά γιατί η θεία Λένα λέει ότι είσαι μεγάλος παπάρας;" Όταν η γυναίκα του κάνει μπάνιο πάει και μαζεύει τις μουνότριχες από τη μπανιέρα για να μη βουλώσει.

- Ρε συ ο Μήτσος είπε ότι δεν έρχεται στο ματς γιατί η γυναίκα του του έχει βάλει να κάνει δουλειές.
- Άσ' τονε μωρέ το μουνότριχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified