Αυτή που γλείφει γυναικεία μουνιά, η πρόστυχη, η έκφυλη γυναίκα.
- Πω ρε Γιώργη είδες πώς βγάζει τη γλώσσα της;
- Ναι... μεγάλη μουνογλείφτρα...
Αυτή που γλείφει γυναικεία μουνιά, η πρόστυχη, η έκφυλη γυναίκα.
- Πω ρε Γιώργη είδες πώς βγάζει τη γλώσσα της;
- Ναι... μεγάλη μουνογλείφτρα...
Got a better definition? Add it!
Αυτή που αρέσκεται στο στοματικό σεξ ακόμα και στα πεταχτά, σε κανένα σοκάκι, καμιά πιλοτή πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Μεταφορικά η βλαμμένη και τεμπέλα γυναίκα.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως συναντάται ως "τα χυσίδια": Το σπέρμα, συνήθως μεγάλης ποσότητας, εκτινασσόμενο σε ακανόνιστες αποστάσεις, το οποίο προκαλεί μορφασμούς έκπληξης και ηδονής στην ερωτική σύντροφο που το υποδέχεται, συνήθως, με σφιχτά, κλειστά μάτια.
- Έριξα κάτι χυσίδια χτες στη μάπα της Έλενας που ήταν όλα δικά της!
Got a better definition? Add it!
Τεμπελιάζω, κωλυσιεργώ.
- Τι κάνεις μωρή φακλάνα εκεί; Όλη μέρα πορδοκλάνεις!
Got a better definition? Add it!
Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.
Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...
- Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
- Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;
Got a better definition? Add it!
Ο στενόχωρος. Κατά μια άλλη έννοια οι συχνά εναλασσόμενες καιρικές συνθήκες.
- Ρε παιδί μου τι καιρός είναι αυτός; Τη μια συννεφιά με κρύο, την άλλη ζέστη και υγρασία...
- Ναι μουνόχωρος.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που, ενώ δεν επαγγέλεται, στην πραγματικότητα έχει σώμα, ντύσιμο και συμπεριφορά πορνοστάρ.
- Πω, πω ρε μαλάκα είδες τι μαγιό φοράει η Νεκταρία;
- Ναι τι βύζοι είναι αυτοί ρε Βασίλη. Μεγάλη πορνοστάρ...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γουστάρει γριές/γέρους.
- Ρε μαλάκα δες ποια γαμάει ο Μήτσος.
- Τι λες; Μεγάλος γεροντολάγνος αδερφάκι μου.
Got a better definition? Add it!
Έντονη παρότρυνση του άντρα προς τη διστακτική γυναίκα να του πιάσει το πέος.
- Αχ Γιώργο μου δεν ξέρω... Ας το αφήσουμε καλύτερα.
- Τι ν' αφήσουμε ρε Γιώτα. Κράτα μωρή το σκήπτρο μη τα πάρω!
Got a better definition? Add it!
Τα διαδοχικά ραπίσματα, το ξύλο.
Έφαγε ματσκίδ' που πήγε σύννεφο!
Got a better definition? Add it!