Υποτιμητικός όρος που ονομάζει τον πρωτοετή φοιτητή σε αει/τει. Χρησιμοποιείται κυρίως από φοιτητές μεγαλύτερων ετών αλλά και από φοιτητοπαππούδες. Ο όρος υπογραμμίζει το πόσο ψαρωμένος, χαζούλης και ευκολόπιστος είναι ο πρωτοετής φοιτητής, ιδιαίτερα αν προέρχεται από επαρχία.

1) - Βαριέμαι να πάω μάθημα σήμερα...
- Έλα ρε θα έχει μάθημα το πρώτο έτος, πάμε να ψαρέψουμε πρωτοετά!
2) Θα πω τρεις ατάκες του Αλτουσέρ και θα πέσει το πρωτοετό!
3) Πω ρε δικέ μου... Μερικές φορές σκέφτομαι πόσο χαζό πρωτοετό ήμουν, μέχρι και χάρτη Αθήνας είχα μαζί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματική φράση που εμφανίστηκε στην κρίση και αναφέρεται στα χρόνια πριν το 2009, όταν και υποτίθεται ότι περνούσαμε όλοι όμορφα και ωραία πριν έρθει η κρίση και γίνουμε φτωχοί. Γράφεται και "π.κ." κατά το προ Χριστού και προφέρεται "που-κου".

1) π.κ., δηλαδή προ κρίσης, όταν ζητούσαν την άποψή μου για τα κοινά, έσπευδα να την εκφράσω με ζέση (από εδώ)
2) Καλά βγαίνεις κάθε μέρα στα μπουζούκια; Αυτό είναι τόσο π.κ.!
3) Θυμάμαι ότι π.κ. εδώ γινόταν χαμός στο πανηγύρι (εμπνευσμένο από εδώ)
4) Έχω κρατήσει ένα καλό κοστούμι από π.κ.

Got a better definition? Add it!

Published

Πορτοκαλάκιας καλείται ο οδηγός με την παράξενη συνήθεια να λαμβάνει στα σοβαρά τον πορτοκαλί σηματοδότη των οδικών φαναριών και, αντί να επιταχύνει για να μην τον πιάσει το κόκκινο, να επιβραδύνει και να σταματάει.

Ο πορτοκαλάκιας προκαλεί νεύρα όταν ο συνεπιβάτης του βιάζεται, ωστόσο στηρίζει την επιλογή του να δίνει σημασία στο πορτοκαλί κάθε φορά που του ασκείται κριτική.

  1. Άσε μαλάκα, έχω πέσει σε πορτοκαλάκια ταρίφα και θα αργήσω..
  2. Οδηγώ μόνο 2 μήνες και είμαι λίγο ψαρωμένος και πορτοκαλάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ορολογία του ποδοσφαίρου αλάνας ως περιπτεράκι ορίζεται η τακτική ενός παίκτη να αράζει ακριβώς μπροστά από το τέρμα της αντίπαλης ομάδας μη συμμετέχοντας καθόλου στο παιχνίδι και απλά περιμένοντας κάποια στιγμή η μπάλα να του έρθει και να βάλει, έτσι, πολύ εύκολα γκολ. Ο παίκτης που επιλέγει το περιπτεράκι ουσιαστικά εκμεταλλεύεται την μη εφαρμογή του κανόνα του οφ-σάιντ στο ποδόσφαιρο αλάνας, λόγω της απουσίας διαιτητή/επόπτη.

Η προσφυγή σε περιπτεράκι έχει καταδικαστεί από την κοινότητα του ποδοσφαίρου αλάνας και ο χρήστης της τακτικής αυτής χαρακτηρίζεται πάγια τσάτσος. Αντιμετωπίζεται συνήθως με ρητή εκ των προτέρων απαγόρευση επί ποινή εκδίωξης από το παιχνίδι. Άλλες φορές, το περιπτεράκι αντιμετωπίζεται από τον τερματοφύλακα της αντίπαλης του τσάτσου ομάδας, ο οποίος επιφορτίζεται με το καθήκον να εμποδίσει να λάβει χώρα περιπτεράκι μπροστά στο τέρμα του.

1) Εεεεε δεν πάει!! Ο Βαγγέλης κάνει περιπτεράκι.. έλα πίσω ρεεεεε
2) - Κλάψτε τώρα, 6 γκολ σας κάρφωσα!
- Αφού έκανες περιπτεράκι ρε σκατοτσάτσε!
3) Λοιπόν δεν επιτρέπονται οι καραβολίδες, οι σπόντες και το περιπτεράκι. Πάμε, παίζουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκρούβαλος της Νισύρου. Πρόκειται για τους χίπηδες που επισκέπτονται και διαμένουν το καλοκαίρι στη Νίσυρο, όπου και προβαίνουν σε σειρά από καφρίλες υπό τη συνεχή επήρεια ναρκωτικών ψυχοτρόπων ουσιών. Έχουν πάρει την ονομασία τους από την ηφαιστειογενή απομονωμένη παραλία ονόματι Παχιά Άμμος ή σκέτο Παχιά στην ανατολική Νίσυρο. Στη συγκεκριμένη παραλία οι παχιανοί διοργανώνουν κάθε χρόνο ελεύθερη κατασκήνωση γυμνιστών.

1) - Ήρθαν οι παχιανοί φέτος στο πανηγύρι;
- Σιγά μη δεν έρχονταν! Χάνουν αυτοί τζάμπα φαΐ;
2) Πήγαμε για μπάνιο στην Παχιά. Είχε πολλούς παχιανούς που μας κοιτούσαν περίεργα γιατί φορούσαμε μαγιό.
3)- Νομίζω χθες το βράδυ είδα δύο φαντάσματα!
- Άντε ρε... Παχιανοί θα ήταν που θα γύρναγαν στην Παχιά και θα τους πήρε το βράδυ.

Η Παχιά Νισύρου με τη χαρακτηριστική άμμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πολιτικός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα αποστρατευμένα μέλη αριστερών κυρίως οργανώσεων που απογοητεύτηκαν και εγκατέλειψαν την πολιτική δράση. Στο περιθώριο πλέον του κινήματος, συχνάζουν σε μπαρ και καταναλώνουν ουίσκι λέγοντας ιστορίες από τα παλιά, για το πόσο πληγώθηκαν και το πόσο τίποτα δεν αξίζει πια. Αγαπημένες τους φράσεις "'ασε με φιλαράκι, τα ξέρω" και "εγώ τους τα έλεγα τότε για τη γραμμή τους".

1) - Ρε πέτυχα χτες τον Λευτέρη! Τον ρώτησα που χάθηκε τόσο καιρό και κατάλαβα ότι έχει γίνει ουισκάτος.
- Ναι ρε από το δημοψήφισμα και μετά είναι ουισκάτος αυτός

2) -Έχεις δοκιμάσει το Nikka, το γιαπωνέζικο ουίσκι; τρομερό φίλε! Πιάσε 2 Nikka μάστορα (σσ προς τον σερβιτόρο).. Α και τί λέγαμε; ναι, άσε τα ξέρω μωρέ, όλοι σάπιοι είναι, τα έζησα από μέσα
- Είσαι πολύ καιρό ουισκάτος;

Got a better definition? Add it!

Published

Ερωτηματικό επιφώνημα που εκφράζει δυσπιστία με έναν τόνο ειρωνείας. Ακολουθείται συνήθως από ρητορική ερώτηση και χρησιμοποιείται με τόνο υποτίμησης.

1)- Πάμε για καμιά μπίρα;
- Ότι τι; Μεγάλωσες τώρα και θες και τσάρκες;
2) Ότι τι; Ότι θα μας νικήσετε στο μπάσκετ; Πηγαίνετε ρε για πλέξιμο..
3) -Έχω πολλή δουλειά σήμερα δεν μπορώ να σε δω..
- Ότι τι; Έγινες πολυάσχολος και καλά;

Κάποιες φορές δεν χρησιμοποιείται με ειρωνικό τόνο και εκφράζει γνήσια απορία.

- Με πήρε η Μαρία τηλέφωνο χθες..
- Ότι τι;
- Τίποτα για κάτι σημειώσεις με ήθελε

Βλ. και ότι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που δηλώνει την τάση προτίμησης ή συναίνεσης για την χρήση βίας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αναφέρεται στο άτομο που γίνεται ευχαρίστως δέκτης βίας στο πλαίσιο ερωτικής συνεύρεσης. Η ξυλοχωρητικότητα συχνά πιθανολογείται ευθέως από συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά (μεγάλο ύψος ή/και βάρος, εύρος λεκάνης).

Τούμπανο το Μαράκι, δε λέω, αλλά δεν έχει καθόλου ξυλοχωρητικότητα. Ούτε μια σφαλιαρίτσα δεν με άφησε να ρίξω.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρείας χρήσης σλανγκική προσβόλα, της οποίας η ακριβής σημασία αμφισβητείται. Οι κυριότερες ερμηνείες με τις οποίες αυτή εμφανίζεται στο διαδίκτυο είναι οι εξής:
1) Ο άπλυτος, ο βρωμιάρης, ο άσχημος. Ενδεχομένως με ρατσιστική αναφορά από εδώ.
2) Ο άσχετος, ο άνιωθος, ο τυχαίος από εδώ
3) Ο κακομοίρης, ο κομπλεξικός από εδώ, κάντε ctrl+F

Αντίστοιχα παραδείγματα:

1)Πρέπει να παώ να αλλάξω ρούχα! Πώς θα πάω έξω έτσι σαν το ξεπλένι;
2)Θα κάνω καναδυό μήνες μαθήματα για να δώσω για το δίπλωμα, τώρα είμαι φουλ ξεπλένι!
3)Το ξεπλένι ο λοχίας, δεν του κάθεται η γυναίκα και γαμάει εμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified