Further tags

Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ολυμπιακός.

4-1 νίκησε ο Θρύλος!

Βλ. και γαύρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό υπονοούμενο για το σεξ. Προφανώς, επειδή η γυμναστική άσκηση push ups μοιάζει λίγο επικίνδυνα με την σεξουαλική πράξη.

Η έκφραση έγινε ακόμη δημοφιλέστερη με το τραγούδι Πωλίνας και Χρήστου Δάντη, που έμεινε ορόσημο για μια εποχή. Και «πούσταπς» στην εναλλακτική εκδοχή.

Να κάνουμε πους απς, να κάνουμε πους απς,
να δεις τι πα' να πει γυμναστική,
να κάνουμε πους απς, να κάνουμε πους απς,
να κάνουμε και τέλειο κορμί.

Αθάνατο! (από Lafkadio, 23/01/09)

Δες επίσης ενόργανη γυμναστική και ασκήσεις εδάφους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση οπαδών-φιλάθλων στο γήπεδο, η οποία χρησιμοποιείται όταν, η ομάδα που υποστηρίζεται κάνει μια ευκαιρία για επίτευξη τέρματος, αλλά για διάφορους λόγους (δοκάρι, αμυντικός διώχνει πάνω στη γραμμή, η μπάλα κολλάει στη λάσπη κ.λπ.) αυτό δε γίνεται ποτέ.

- Σέντραρε ρε! Μόνος του είναι ο άλλος!!
- ΓΚΟΧΙΙΙΙ! Δοκάρι ρε γαμώτο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γνωρίζουμε, ο όρος παράγκα στην ελληνική γλώσσα αναφέρεται σε ένα μικρό, πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από ξύλο ή άλλο υλικό. Μεταφορικά, το χρησιμοποιούμε για να τονίσουμε ότι ένα κατασκεύασμα είναι κακοφτιαγμένο ή κακής ποιότητας.

Στην slang εκδοχή της, η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε την χρυσή εποχή που στο ελληνικό ποδόσφαιρο μεσουρανούσε ένα παράνομο βρώμικο σύστημα που καθόριζε την «τύχη» κάθε ομάδας, σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες (κυρίως). Ο όρος προέκυψε είτε από τη λογική που λέει ότι οι επίσημες αρχές του ελληνικού ποδοσφαίρου (ΕΠΟ, ΕΠΑΕ (superleague τώρα), ΚΕΔ κτλ), αποτελούν το επίσημο οίκημα του αθλήματος και η παράγκα το παράνομο, μικρό και κακοφτιαγμένο κέντρο άνομης λειτουργίας του ευρύτερου ποδοσφαιρικού περιβάλλοντος ή από το ομώνυμο τραγούδι του Σαββόπουλου, που αναφέρεται στην διαφθορά της Ελλάδας. Αξίζει να σημειώσουμε μερικά χαρακτηριστικά της παράγκας:

1) Ηγέτης με απολυταρχικές τάσεις. 2) Σκοτεινές δυνάμεις πίσω από αυτό τον ηγέτη. 3) Αλητήριος πολέμιος της οργάνωσης. 4) Συγκεκριμένη ιεραρχία.
5) Συγκεκριμένο λεξιλόγιο της παράγκας και των ηγετών της.

Έκτοτε ο όρος χρησιμοποιείται για να τονίσει οτιδήποτε γίνεται παράνομα, στη ζούλα, με την βοήθεια μεσαζόντων, πολλές φορές και με κωμική χροιά. (Παρ. 3)

Παρόμοια φράση είναι και η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, όρος που προέρχεται προφανώς από τον ηγέτη της θρυλικής πλέον παραοργάνωσης του ελληνικού ποδοσφαίρου.

  1. http://www.men.gr/107/paraga/default.asp

  2. Η παράγκα ζει και βασιλεύει... σε όλους τους τομείς του δημοσίου (www.komotiniblogs.gr)

  3. - Ρε Μάκη πώς κατάφερες και πήρες την θέση στο υπουργείο; - Ε... να ένας φίλος με βοήθησε... για τον διαγωνισμό εννοώ... δηλαδή ήξερε έναν κύριο - Τι μου τα μασάς ρε λαμόγιο; Πες μου ότι μπήκες με βύσμα ρε τύπα...παλιοπαράγκα μου τα 'πρηξες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιριστής που παίζει σε θέση στόπερ, αλλά τα έχει αρπάξει από την αντίπαλη ομάδα για να πουλήσει το παιχνίδι. Έτσι, όταν επιτίθεται η αντίθετη ομάδα, αντί να βρίσκεται στην περιοχή του να κόψει τον επιθετικό, βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, και κάνει οτιδήποτε άλλο, πχ δένει αμέριμνος τα κορδόνια του στη σέντρα.

- Έμαθα ότι ο Μάρκος θα το πουλήσει το παιχνίδι αύριο.
- Όχι ρε μαλάκα, ο Μάρκος είναι σπαθί.
- Καλά δες τον αύριο στο γήπεδο που θα δένει τα κορδόνια στη σέντρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάποτε αγόραζες οικόπεδο με τον λόγο τιμής. Σήμερα, άστα...».
Οι άνθρωποι αυτού του μυθικού κάποτε ελέγοντο λογοτιμήτες (προσοχή στον τόνο) και συνεννοούντο με χειραψίες. Αδερφή φυλή με τους παντελονάτους.

Ο όρος γνωρίζει revival -έχω την εντύπωση- σε ποδοσφαιροκουβέντες (δεν γνωρίζει πάντως revival το είδος).

  1. Ο πρόεδρος φίλε είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης. Οι μανατζαραίοι τα έχουνε μπλέξει

  2. Aς ακούσουμε τα λόγια του [συγγραφέα Γ. Ιωάννου] από το διήγημα «O λογοτιμήτης». «...Tώρα σφάδαζε μπροστά μας και ξερνοβολούσε. Tοξικομανής, βέβαια, γι' αυτό και τόσο απελπισμένος. Το σχεδόν ολόγυμνο κορμί του ήταν εικονογραφημένο κατά τις καλύτερες παραδόσεις της φυλακής. Oυκ οίδασι ότι το σώμα ημών ναός του εν ημίν Aγίου Πνεύματός έστιν; Πώς μπόρεσε λοιπόν να χωρέσει και τόση βρωμιά; Kι όμως, απάνω σ' αυτά τα παθιασμένα σώματα ριζώνει ωσάν βασιλικός στην κοπριά ο Σταυρός του Xριστού»*. [από δω]

  • σημ. ο φυλακισμένος που είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης συνιστά φυσικά την πεμπτουσία της έννοιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόψιμο ενός σουτ. Μπασκετική αργκό που έχει καθιερωθεί και χρησιμοποιείται και σε πιό τυπικά συμφραζόμενα. Συνώνυμα: φιστίκι.

O Tσέρανιτς γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1976, έχει ύψος 2.12 και παίζει στη θέση του «σέντερ». Tην τελευταία αγωνιστική περίοδο ο έμπειρος αθλητής έπαιξε για λογαριασμό της A.E. Λάρισας, με την οποία πραγματοποίησε πολύ καλές εμφανίσεις έχοντας πετύχει 268 πόντους σε 26 συμμετοχές (μ.ο. 10.3) με 84/112 βολές (75%) και 92/182 δίποντα (50%). Eπίσης πήρε 197 ριμπάουντ (115 αμ.-82 επ.), μοίρασε 40 ασίστ, έκανε 16 κλεψίματα, είχε 10 τάπες και 40 λάθη. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταφορικά ανάπηρος. Συνήθως αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα γήπεδα.

Έλα σούταρε!... Ούτε τη μπάλα δεν πέτυχε ο στραβοχυμένος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρονολογείται από τότε που τα παιδιά έπαιζαν μπάλα στις αλάνες με πέτρες για δοκάρια.

Εξωφυλαρούχας ήταν τότε ο καημένος που δεν το κατείχε το τόπι και καμιά ομάδα δεν τον ήθελε, με αποτέλεσμα να κάθεται απ' έξω και να προσέχει τα ρούχα των υπολοίπων. Έμπαινε δε να παίξει μόνον αν κάποιος από τους καλούς χτυπούσε, ή ερχόταν η μάνα του να τον μαζέψει πριν τη λήξη του αγώνα.

Ο όρος έχει επιβιώσει στην σύγχρονη αργκό των γηπέδων και περιγράφει το παλτό, τον μόνιμο παγκίτη - συνήθως πρόκειται για άλλη μια εμπνευσμένη προσωπική επιλογή της προεδράρας στις τελευταίες μεταγραφές.

Εκτός γηπέδων, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον αιώνιο κομπάρσο, το δια βίου κοντάρι, αυτόν που τον ρίχνουν και μένει πάντα στην απόξω.

  1. Παλιός ποδοσφαιριστής στον Hρακλή, με όχι και πολύ ταλέντο, γι' αυτό δεν τον πολυπαίζανε κι έτσι απέκτησε το παρατσούκλι «εξωφυλαρούχας», (γιατί καθόταν έξω και φύλαγε τα ρούχα). (Από το ΚΛΙΚ, άρθρο για τον τέως υπουργό Γιώργο Λιάνη)

  2. Ο πρόεδρος έδωσε λύσεις και κάλυψε κενά σε θέσεις-κλειδιά ... Δεξιός εξωφυλαρούχας ένας τελειωμένος Σέρβος που δεν τον ξέρει ούτ' η μάνα του... αριστερός εξωφυλαρούχας ο απιθανόπουλος από το Ουζμπεκιστάν ... έχουμε πλέον μπει σε τροχιά τίτλου ...

  3. Άσε μωρέ, να τον λυπάσαι είναι ... μια ζωή εξωφυλαρούχας ... τον καλούνε, βέβαια, στις δεξιώσεις και στα διάφορα γιατί έχουν ανάγκη τον αδερφό του, αλλά πέραν τούτου ουδέν ... ούτε γυρνάει κανείς να του μιλήσει ... κι αυτός κάθεται σε μια γωνιά και ξερογλείφεται με τα γκομενάκια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified