Ποδοσφαιρικός όρος. Σύνθετη λέξη με την γιουγκοσλάβικη κατάληξη «-ιτς».

Αυτός που δεν μπορεί να πετύχει την μπάλα με τίποτα, δεν τη βρίσκει στο πέρασμα της. Ούτε με σφεντόνα, ούτε με όπλο, ούτε και με κανόνι.

- Μωρέ 'ντάξ, φιλότιμος είναι.. αλλά πολύ δεντηβρίσκοβιτς ρε παιδί μου...

Δες και δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνει το άτομο που περνά πιο πολύ χρόνο στο γυμναστήριο παρά στο σπίτι του προκειμένου να φτιάξει το ιδανικό σώμα για λόγους υγείας, για να πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό (σπανιότερα), ή για να το εκθέτει σε κοινή θέα στη παραλία το καλοκαίρι με ανάλογες αξιώσεις (συχνότερα).
Το όνομα προέρχεται απο τον Arnold Schwarzenegger
διάσημο bodybuilder-ηθοποιό και νυν κυβερνήτη της California των Η.Π.Α.

- Θα έρθει απόψε μαζί μας για ποτάκι ο Δημήτρης;
- Αποκλείεται, πάλι στο γυμναστήριο θα πάει. Θέλει λεει μέχρι το καλοκαίρι να έχει φτιάξει σώμα! - Α, την έχει δει και πολύ σβάρτσος!

Βλ. και σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, πρησμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα πολλών χοντρών ανθρώπων που τριγυρνούν / κάθονται / χλαπακιάζουν μαζί. Προέρχεται από το αμερικάνικο «dream team», την ομάδα του μπάσκετ στους ολυμπιακούς του 1992.

- Ρε συ, θα έρθουν απόψε οι Σαχλεπίσογλου με την παρέα τους στο πάρτυ!
- Ωχ... δε χοντρήμ τημ... δεν θα μείνει μπουκιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που φλερτάρει με την μπάλα από τα γεννοφάσκια του,αλλά εξακολουθεί να παραμένει άμπαλος. Κυριότερη αιτία το ότι «δεν το έχει», δηλαδή η έλλειψη ταλέντου. Η κατάληξη -inho,που υπάρχει στα ονόματα πολλών Βραζιλιάνων μπαλαδόρων χρησιμοποιείται για να τονίσει την ειρωνεία.

- Πολύ τσαρούχι ο τύπος. Πρώτη φορά κλωτσάει τόπι στην ζωή του;
- Όχι ρε, από 7 χρονών παίζει.
- Και τον λένε Αμπαλίνιο, κατάλαβα.

Ο Τογκολέζος αμυντικός Jean Paul Abalo (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του οδηγού της φόρμουλα 1, Μίχαελ Σουμάχερ.

Αναφερόμαστε στον οδηγό που την έχει δει πιλότος και τρέχει μαλλιοκούβαρα. Μπαίνει στις στροφές με τις μπάντες και με τις πόρτες ενώ η αδρεναλίνη του είναι μόνιμα στο κόκκινο. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται από όπου περνάει, ενώ είναι ικανός να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του.

Συχνά «χαίρει» της εκτίμησης περαστικών που τον παρασημοφορούν με φάσκελα, όταν τον δουν μπροστά τους. Αυτός όμως, τους έχει συνδεμένους με κέντρο, και ζώντας στην καρακοσμάρα του, συνεχίζει την πτήση του. (βλ. Παράδειγμα 1). Άλλες φορές δε, εντυπωσιάζει με τις ικανότητες του, τους φίλους του. (βλ. Παράδειγμα 2)

  1. - Φάε ρε το μαλάκα το Σούμι. Πώς τρέχει έτσι το άτομο;
    - Δε λες που παραλίγο να μας σκοτώσει.

  2. - Σωστός Σούμι ο Μήτσος. Δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στην Πάτρα!

Μίχαελ Σουμάχερ (από GATZMAN, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός, συνήθως επί πληρωμή, της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης και μέλος του μεγαλύτερου συνδέσμου, του Super 3. Η κερκίδα τους είναι στη θύρα 3 στο γήπεδο του Άρη «Κλεάνθης Βικελίδης». Αντίθετο του το ποντίκι.

- Που θα δεις το ματς ρε Κώστα;
- Μάλλον με τους σουπεράδες στην 3.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής χαρακτηρισμός προσώπων, εμπνευσμένος από τον ομώνυμο δικαστή (δημιουργία των John Wagner και Carlos Ezquerra, δημοσιευόμενο επί σειρά ετών στο πάλαι ποτέ «Αγόρι». Οι φήμες λένε ότι υπάρχει και ταινία με τον Σταλόνε, αλλά δεν το πιστεύω).

Ο Ντρεντ γενικώς αποδίδει δικαιοσύνη στο δρόμο, κοινώς δικάζει. Είναι ο τσαμπουκαλής, ο ευφυής και ετοιμόλογος, ο απρόσκλητος σχολιαστής και ένα σωρό άλλα.

Ειδική κατηγορία στην αντισφαίριση: Αυτός που καθαρίζει άσσους αφήνοντας τον αντίπαλο παγωτό!

Παρερχόμενος ταξιτζής σε προπέτη και ζοχαδιασμένο αποβιβαζόμενο:
- Άμα σου πάρω την πόρτα, θα σε αρέσει;
- Άμα σου σπάσω τα μούτρα, θα σε αρέσει;
Συνεποχούμενος: Ώπα, σιγά ρε ντρεντ!

Προσηνής συνταξιούχος σε νεαρό δικυκλιστή:
- Με συγχωρείτε νεαρέ μου, αλλά δεν επιτρέπεται η είσοδος μετά της μηχανής.
- Και συ ποιος είσαι ρε, ο Ντρεντ;

Θεατές αγώνος αντισφαίρισης:
- Ρε συ τι μπουμ σερβίς έχει η γκόμενα!
- Ντρεντ! Την δίκασε εντελώς την άλληνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αγγλική naturalise σημαίνει παίρνω κάτι από αλλού (συνήθως από άλλη χώρα), και το κάνω ντόπιο. Στα γαλλικά, από όπου και η σλανγκιά, ο όρος σημαίνει δίνω τη γαλλική υπηκοότητα σε κάποιον ξένο που ζει στη Γαλλία (naturaliser το ρήμα, naturalise(e) επιθετική μετοχή που αναφέρεται στον πολίτη που αποκτάει την υπηκοότητα όχι από γέννηση). Παρότι περιγραφικός ο όρος εμπεριέχει και μία πρέζα ρατσισμού. Αυτά τραβάνε οι αποικιοκρατικές δυνάμεις.

Ο όρος εισήχθη γύρω στα μέσα του '80, και αρχικά από το μπάσκετ μετά στο ποδόσφαιρο, και μετά σε όλα τα αθλήματα. Διότι οι Γάλλοι, χρησιμοποιούσαν στις εθνικές ομάδες πολίτες από τις αποικίες τους (συνήθως έγχρωμους Αφρικανούς, αλλά και λευκούς Αφρικανούς), στους οποίους έδιναν τη γαλλική υπηκοότητα (με συνοπτικές διαδικασίες), μόνο και μόνο για να τους συμπεριλάβουν σε αυτές. Τότε, υπήρχε μεγάλο ζήτημα σε FIFA και FIBA, και μάλιστα υπήρχαν νόμοι που απαγόρευαν για παράδειγμα τη χρήση πάνω από δύο νατουραλιζέ παικτών στην πεντάδα και λοιπά. Η παγαποντιά αυτή βέβαια έφτασε και στον τόπο μας, παρότι δεν είχαμε αποικίες. Αλλά εμείς ως ελληνάρες ανατρέξαμε στο παιδομάζωμα του εμφυλίου, και καταφέραμε να ελληνοποιήσουμε, Ρώσους ταλαντούχους μπασκετμπολίστες. Μην ξεχνάμε και τον Μπουμπλή!!!! Ενώ την ίδια ώρα, οι Πόντιοι τραβούσαν τα πάνδεινα για να γυρίσουν στη μητέρα πατρίδα.

Όλα αυτά αποτελούν ιστορία, στη μετά Μπόσμαν εποχή, και στην εποχή της Ενωμένης Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης. Αλλά ο όρος έμεινε για να μας θυμίζει αυτήν την εποχή.

Σήμερα εκτός από την κυριολεκτική σημασία (ερχόμενος από άλλη χώρα), χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε που αλλάζει μέρος, νησί, πόλη, ακόμα και χωριό και αποκτά εντοπιότητα.

  1. - Δε μου λες, ο Γιάννης καλός μάστορας;
    - Μου βγήκε η πίστη για να τον μάθω την τέχνη, δέκα χρόνια που είναι στην Ελλάδα.
    - Νόμιζα ότι ήταν Έλληνας.
    - Νατουραλιζέ είναι. Από Αλβανία.

  2. - Ο ξάδελφος σου, από ποιο χωριό είναι;
    - Ο Μάκης δεν είναι από Σάμο. Από Καλαμάτα είναι. - Τόσα χρόνια νόμιζα ότι είναι από εδώ.
    - Μπα, νατουραλιζέ είναι. Πήρε την υπηκοότητα με το γάμο. Τον κάναμε νησιώτη.

(από electron, 05/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified