Further tags

Εκτός από το γνωστό και κυριολεκτικό καμάκι, (αυτό ντε που χρησιμοποιούν διάφοροι κακοί για να σκοτώνουν φάλαινες) και το ποιητικό (αυτό το ηλιακό του Ρίτσου με το οποίο η αθάνατη Ρωμιοσύνη καμακώνει τον εχθρό), υπάρχει και το ανά την υφήλιο διάσημο καμάκι του Έλληνος, το οποίο αποτελεί τρόπο εξεύρεσης γκόμενας διά της μεθόδου την-πέφτω-σε-όλες-κι-όποια-κάτσει.

Το καμάκι είναι παράγωγο προϊόν της τουριστικής ανάπτυξης που γνώρισε η χώρα μας τα τελευταία 30 περίπου χρόνια. Ανυποψίαστες τουρίστριες (όχι αναγκαστικά απ' αυτές τις διψασμένες του Τζιμάκου), οι οποίες έρχονταν στην Ελλάδα για τον ήλιο, τη θάλασσα, το ψάρι και την εξαιρετική μελιτζανοσαλάτα, βρίσκονταν ξαφνικά πλευρισμένες από τραγικό κατά τεκμήριο τυπάκι, το οποίο με ατάκες που διασώζονται μέχρι σήμερα μόνο ως ανέκδοτα και πενιχρές έως ανύπαρκτες γνώσεις ξένων γλωσσών προσπαθούσε να τις «καμακώσει», δλδ να τις καβατζώσει για πάρτη του και βέβαια να τις περτσινώσει.

Λόγω της σεξουαλικής ένδειας εκείνων των πέτρινων χρόνων, το καμάκι πολλές φορές, πιστό στην κυριολεκτική του αποστολή, χτυπούσε θηλυκά του γενικού τύπου όρκα ή Φάλαινα Άντερσον...

Υπό αυτή την έννοια, το καμάκι υπάρχει μεν ακόμα στα νησιά μας, αλλά όπως δεν υπάρχει πλέον ψάρι στη θάλασσα (κατά ομολογία των επαγγελματιών), έτσι και το άθλημα αυτό δεν έχει το αποτέλεσμα που είχε σε άλλες δεκαετίες. Λίγο ότι μας έμαθαν οι τουρίστριες, λίγο ότι πλέον (όπως θα δούμε και παρακάτω) τη βρίσκουν κι αλλιώς, έκοψε η μαγιονέζα.

Το καμάκι πλέον έχει αλλάξει επίπεδο και αφού διάγουμε την εποχή της πληροφορίας και ο δαιμόνιος Έλληνας δεν μπορούσε να μείνει πίσω, έχουμε διάφορες μορφές ηλεκτρoνικού καμακιού.

Ξεκίνησε με το chat. Εφαρμογές IRC (Internet Relay Chat) στους υπολογιστές, μέσω των οποίων το επίδοξο e-καμάκι (αν δεν είναι εντελώς e-tard) μπαίνει σε θεματικά «δωμάτια» και προσπαθεί να γνωρίσει γκομενάκια και να ρίξει κατά βάση κανέναν e-πούτσο και ΑΝ είναι μάγκας και τυχερός να γνωρίσει το προαναφερθέν γκομενάκι irl (in real life) και να πέσει και κανονικός πήδουλας.

Μετά ήρθε το φατσοβιβλίο που λέει κι ο θεάνθρωπος και το πράγμα έγινε πιο διαδραστικό, ιντεράκτιβ επί το ελληνικότερον. Φωτογραφίες, γκρουπς, ιστορίες, όλα για το ίδιο και γνωστό προαιώνιο λόγο: το Μουνί (κατά την θεωρία πάντα του μουνισμού).

Με την τρελή ανάπτυξη των κινητών, ένα ακόμη είδος e-καμακίου ευδοκιμεί πλέον: μέσω bluetooth. (σ.σ. δεν περιορίζεται μόνο στους φιλοκυβερνητικούς παράγοντες - απλή σύμπτωσις). Ανοίγουμε bluetooth και ψάχνουμε τι παίζει εδώ γύρω. Παρά την περιορισμένη εμβέλειά του, σε χώρους με πολύ κόσμο και χαζές γκόμενες που έχουν βάλει τ' όνομά τους ως όνομα συσκευής για τις ανάγκες του bluetooth, κάτι γίνεται.

1 - Κυριολεκτικό
- Ρε Μήτσο, πιάσε το καμάκι γιατί αυτό το γουφάρι θα μας γαμήσει μέχρι ν' ανέβει. Να 'σαι έτοιμος μόλις σου πω.
- Νταξ αφεντικό.

2 - Ποιητικό / Ηλιακό
... κι αντριεύει και θεριεύει και καμακώνει τον εχθρό με το καμάκι του Ήλιου

3 - Σλανγκικό
- Do you have weather for a coffee;
- Are you serious;!
- No, I'm Greek.

4 - Διάφορες καμακερές ατάκες (και δυστυχώς για τους επίδοξους γαμίκους οι αντ-ατάκες), όπου Α=άντρας και Γ=γυναίκα.

A: Eχουμε συναντηθεί κάπου εμείς;
Γ: Ναι, γι αυτό δεν πηγαίνω πια εκεί.

Α: Είναι αυτή η θέση κενή;
Γ: Ναι και αυτή που κάθομαι εγώ θα είναι επίσης κενή αν καθίσεις εδώ.

Α: Λοιπόν, θέλεις να έλθεις στο σπίτι μου;
Γ: Μμμμ, δεν ξέρω. Χωράνε δύο άνθρωποι κάτω από την ίδια πέτρα;

A: Σπίτι σου ή σπίτι μου;
Γ: Και στα δύο. Εσύ σπίτι σου και εγώ στο δικό μου.

Α: Θα ήθελα να σου τηλεφωνήσω. Ποιο είναι το τηλέφωνό σου;
Γ: Είναι στον κατάλογο.
Α: Ναι αλλά δεν ξέρω το όνομά σου.
Γ: Και αυτό είναι στον κατάλογο.

Α: Έλα λοιπόν, αφού για τον ίδιο λόγο ήρθαμε σε αυτό το μπαρ σήμερα.
Γ: Σωστά, ας βρούμε λοιπόν καμιά γκόμενα.

Α: Ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω, μωρό μου.
Γ: Τότε ευχαρίστησε με, αφήνοντας με μόνη μου.

Α: Θέλω να σου δωρίσω τον εαυτό μου.
Γ: Συγγνώμη, αλλά δεν δέχομαι φτηνιάρικα δώρα.

Α: Μπορώ να μαντέψω ότι με θέλεις.
Γ: Ωωωωω, ναι, έχεις δίκιο. Σε θέλω φευγάτο.

Α: Αν σε δω ποτέ γυμνή, θα πεθάνω ευτυχισμένος.
Γ: Ναι αλλά αν σε δω ποτέ εγώ γυμνό, θα πεθάνω από τα γέλια.

Α: Το σώμα σου είναι σαν ιερός ναός για μένα.
Γ: Λυπάμαι αλλά δεν έχει λειτουργία σήμερα.

Α: Θα μπορούσα να σου δώσω τα πάντα.
Γ: Ωραία, ας ξεκινήσoυμε από τον τραπεζικό σου λογαριασμό!

Α: Θα μπορούσα να πάω ακόμη και στο τέλος του κόσμου για χάρη σου.
Γ: Ναι, αλλά θα μπορούσες να μείνεις εκεί για πάντα;

(από τη #1 πηγή άχρηστων πληροφοριών - το διαδίκτυο)

Το κυριολεκτικό (από acg, 08/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που φλερτάρει με την μπάλα από τα γεννοφάσκια του,αλλά εξακολουθεί να παραμένει άμπαλος. Κυριότερη αιτία το ότι «δεν το έχει», δηλαδή η έλλειψη ταλέντου. Η κατάληξη -inho,που υπάρχει στα ονόματα πολλών Βραζιλιάνων μπαλαδόρων χρησιμοποιείται για να τονίσει την ειρωνεία.

- Πολύ τσαρούχι ο τύπος. Πρώτη φορά κλωτσάει τόπι στην ζωή του;
- Όχι ρε, από 7 χρονών παίζει.
- Και τον λένε Αμπαλίνιο, κατάλαβα.

Ο Τογκολέζος αμυντικός Jean Paul Abalo (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταγραφή παίκτη ποδοσφαίρου, ο οποίος έρχεται για να «σπάσει τα τσιμέντα», κοινώς μια πολύ ακριβή και ηχηρή μεταγραφή που μαζεύει όλο τον κόσμο στο γήπεδο.

Συνήθως αυτός ο παίκτης είναι εντεκαδάτος, δηλαδή παίζει κατευθείαν στην αρχική εντεκάδα.

  1. Ρε, πάρτε το χαμπάρι, η ομάδα θέλει δυο τσιμεντάτες μεταγράφες για να στρώσει.

  2. Ο πρόεδρος θα φέρει τσιμεντάτη παιχτούρα το καλοκαίρι.

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιριστής που παίζει σε θέση στόπερ, αλλά τα έχει αρπάξει από την αντίπαλη ομάδα για να πουλήσει το παιχνίδι. Έτσι, όταν επιτίθεται η αντίθετη ομάδα, αντί να βρίσκεται στην περιοχή του να κόψει τον επιθετικό, βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, και κάνει οτιδήποτε άλλο, πχ δένει αμέριμνος τα κορδόνια του στη σέντρα.

- Έμαθα ότι ο Μάρκος θα το πουλήσει το παιχνίδι αύριο.
- Όχι ρε μαλάκα, ο Μάρκος είναι σπαθί.
- Καλά δες τον αύριο στο γήπεδο που θα δένει τα κορδόνια στη σέντρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του οδηγού της φόρμουλα 1, Μίχαελ Σουμάχερ.

Αναφερόμαστε στον οδηγό που την έχει δει πιλότος και τρέχει μαλλιοκούβαρα. Μπαίνει στις στροφές με τις μπάντες και με τις πόρτες ενώ η αδρεναλίνη του είναι μόνιμα στο κόκκινο. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται από όπου περνάει, ενώ είναι ικανός να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του.

Συχνά «χαίρει» της εκτίμησης περαστικών που τον παρασημοφορούν με φάσκελα, όταν τον δουν μπροστά τους. Αυτός όμως, τους έχει συνδεμένους με κέντρο, και ζώντας στην καρακοσμάρα του, συνεχίζει την πτήση του. (βλ. Παράδειγμα 1). Άλλες φορές δε, εντυπωσιάζει με τις ικανότητες του, τους φίλους του. (βλ. Παράδειγμα 2)

  1. - Φάε ρε το μαλάκα το Σούμι. Πώς τρέχει έτσι το άτομο;
    - Δε λες που παραλίγο να μας σκοτώσει.

  2. - Σωστός Σούμι ο Μήτσος. Δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στην Πάτρα!

Μίχαελ Σουμάχερ (από GATZMAN, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίκτης της ποδοσφαιρικής ομάδας του ΠΑΟΚ την σεζόν 2007-2008.

Ο χαρακτηρισμός προήλθε από μια δήλωση του προπονητή Φερνάντο Σάντος σχετικά με την αξία των παικτών που διέθετε: «Αυτή τη στιγμή έχουμε μεγάλο όνομα, μεγάλο κόσμο αλλά μέτρια ομάδα. Είναι σαν να είμαστε μια μεγάλη ονομαστή οικογένεια, στο τραπέζι να έχουμε σαρδέλες και να λέμε ότι έχουμε αστακούς. Θέλει ο κόσμος να βλέπει σαρδέλες και όχι αστακό;»

Παρόλο που προφανώς ο στόχος της δήλωσης ήταν διαφορετικός από τον χαρακτηρισμο τον παικτών ως σαρδέλες, ο όρος καθιερώθηκε αμέσως.

Η έννοια της ποδοσφαιρικής «σαρδέλας» έχει ταυτιστεί με παίκτες αυτής της «χρυσής» ομάδας του ΠΑΟΚ, και κυρίως με τους υποθετικά ταλαντούχους αλλά ψυχολογικά παντελώς ανύπαρκτους ποδοσφαιριστές. Τυπικά δείγματα ποδοσφαιριστή-σαρδέλας θεωρούνται οι Χρίστος Μελίσσης, Λάμπρος Βαγγελής, Σωτήρης Μπαλάφας, Στέλιος Ηλιάδης, Ντάνιελ Φερνάντες και Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος δεν περιορίζεται στους συγκεκριμένους παίκτες και παραμένει σε ευρεία χρήση ακόμα και σήμερα για να περιγραφεί κάποιος περιορισμένου ταλέντου ή πνεύμα νικητή ποδοσφαιριστης του ΠΑΟΚ (ή και άλλης ομάδας).

Το αντώνυμο της «σαρδέλας» είναι, προφανώς, ο «αστακός».

«Ρε Μπαλάφα παλιοσαρδέλα δώσε επιτέλους μια σωστή πάσα γαμώ την τρέλλα μου!»

- Ρε συ, στο επόμενο παιχνίδι θα λείπουν ο Κοντρέρας, ο Βερόν και ο Μουσλίμοβιτς.
- Κατάλαβα, σαρδέλα θα έχει το μενού...

- Μαλάκα πήραμε τον Πάμπλο Γκαρσία!
- Η αποσαρδελοποίηση συνεχίζεται!

(από Groucho, 30/11/08)(από Groucho, 30/11/08)(από Groucho, 30/11/08)(από Groucho, 30/11/08)(από Groucho, 30/11/08)(από Groucho, 30/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός, συνήθως επί πληρωμή, της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης και μέλος του μεγαλύτερου συνδέσμου, του Super 3. Η κερκίδα τους είναι στη θύρα 3 στο γήπεδο του Άρη «Κλεάνθης Βικελίδης». Αντίθετο του το ποντίκι.

- Που θα δεις το ματς ρε Κώστα;
- Μάλλον με τους σουπεράδες στην 3.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσον αφορά τα αθλητικά, ποντίκια ονομάζουν οι Σουπεράδες τα μη μέλη του Super 3. Πρόκειται για σαφώς μικρότερο αριθμό οπαδών οι οποίοι ασκούν, όσο μπορούν, αντιπολίτευση στο παρόν διοικητικό συμβούλιο. Αποτελούνται από μέλη των Ιερολοχιτών, έτερου συνδέσμου του Άρεως που κάνει κερκίδα στη θύρα 1 του Κλ. Βικελίδης.

- Ο Σκόρδας κάνει κακό στον Άρη.
- Ποντίκι είσαι ρε και το λες αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ έξυπνος τύπος ανθρώπου που ξέρει γενικά να ελίσσεται εύστροφα και γρήγορα, μεταφόρικα σαν ένα αιλουροειδές.

Συνώνυμο του γατόνι που γενικά δεν τον «πιάνεις» πουθενά!

Επίσης χρησιμοποιείται συχνά σε μπασκετικούς και ποδοσφαιρικούς αγώνες προκειμένου να αναδειχθεί το ταλέντο κάποιου πολύ μεθοδικού και γρήγορου παίκτη.

Όρος που χρησιμοποιεί συχνά και ο Αλέφαντος.

-Τσ τσ τσ τσ... κοίτα τον ρε μαλάκα ασσίστ και καλάθι το άτομο, αίλουρος εντελώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη του λήμματος δεν αναφέρεται σε αυτούς τους τσοχανταραίους. Πρόκειται για διαφορετική περίπτωση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη σχηματίζεται από τις λέξεις τσόχα και αντάρα.

Η λέξη τσόχα παραπέμπει στην πράσινη τσόχα και κατ' επέκταση σε σχετικά μ' αυτή τυχερά παιχνίδια όπως: χαρτοπαίγνιο (31, black jack, Θανάσης, πόκερ, κ.λπ.), ρουλέτα, κ.λπ. Τα τυχερά αυτά παιχνίδια μπορούν να γίνουν σε σπίτια, σε λέσχες, σε καζίνο, κ.λπ.

Η λέξη αντάρα αναφέρεται στη μανία ορισμένων προκειμένου να πάνε στο πεδίο της μάχης (χαρτοπαίγνιο) για να ποντάρουν τεράστια ποσά, καθώς και στα διαρκή χτυπήματα τους με στόχο το μπαγιόκο, το ρεφάρισμα και την αποφυγή του φαλιρίσματος. Μιλάμε για την... αντάρα!

Οι τσοχανταραίοι εφαρμόζουν τις στρατηγικές τους και κάνουν τις σχετικές λαμογιές τους, με στόχο να εξέλθουν τροπαιούχοι απ' το πεδίο της μάχης.

Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, η πίεση και η αδρεναλίνη είναι σταθερά καρφωμένες πάντα στο κόκκινο. Είτε τους πάρουν τα σώβρακα, είτε κερδίσουν, αυτοί συνεχίζουν στη μαστούρα τους.

Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως τσοχανταραίους στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηρίζουμε τους μανιακούς των αναφερόμενων τυχερών παιχνιδιών, οι οποίοι, όπως και οι παλιοί τζοχανταραίοι, δε διστάζουν σε τίποτα προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους (να πάνε, να παίξουν, να νικήσουν).

Βεβαίως, στα παράνομα χαρτοπαίγνια, οι τσοχανταραίοι (μανιακοί χαρτοπαίκτες) φοβούνται μην τους πιάσουν στα πράσα οι τζοχανταραίοι (μπασκίνες).

Μέγας τσοχανταραίος, ο Nick the Greek.

Συνώνυμη λέξη: τζογανταραίοι (εκ των λέξεων τζόγος και αντάρα).

-Που είναι ο Βρασίδας;
-Έχει πάει ο μαλάκας μαζί με κάτι άλλους τσοχανταραίους να ακουμπήσουν περιουσίες πάλι στην πράσινη τσόχα. Θέλει λέει να ρεφάρει για να πάρει ένα πανάκριβο μενταγιόν στη Λίλιαν, αλλά με την γκίνια που τον δέρνει τελευταία, θα χάσει και τη Λίλιαν αλλά και όλη του την περιουσία. -Του είναι πιστή η Λίλιαν;
-Μπα. Απ' ότι μαθαίνω, από τα ίχνη όπου αφήνει το αμαρτωλό σε διάφορα λήμματα, έχει πάρει, όχι απλά το Βρασίδα, αλλά και τα δέντρα.

(από GATZMAN, 23/12/08)(από GATZMAN, 23/12/08)Οι τσοχανταραίοι στην αντάρα της μάχης (από GATZMAN, 23/12/08)Ταινία"Χαρτοπάικτρα".Μια ταινία με πολλούς τσοχανταραίους και τζοχανταραίους (από GATZMAN, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified