Further tags

Καραγκούνης, ο (φιλική ορολογία)

Το παιδί το οποίο όταν μαζεμένοι φίλοι μεταξύ τους παίζουν για χόμπυ ποδόσφαιρο και ο ίδιος προσπαθεί μετά μανίας παίζοντας «θέατρο» να κερδίσει τα γνωστά φάουλ, με άτιμο τρόπο.

  1. Πω! τον καραγκούνη πάλι έπεσε...

  2. Σήκω πάνω ρε καραγκούνη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που εμφανίστηκε μαζί με τους αγώνες του 2004, ενάντια στη διαφημιστική εκστρατεία και το κίνημα του εθελοντισμού. Κάποια ρεμάλια/αναρχικά στοιχεία αποφάσισαν πως δεν ήθελαν να προσφέρουν αφιλοκερδώς, ώστε οι καημένοι οι επιχειρηματίες να ελαχιστοποιήσουν τις δαπάνες και να αυξήσουν το κεφάλαιό τους. Αντιθέτως έκραζαν όχι μόνο το κίνημα του εθελοντισμού, αλλά και τον ίδιο τον ιερό (αν και ντοπαρισμένο) θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων... Τι να πει κανείς...

Το κίνημα αυτό των δεθελοντών ονομάστηκε βέβαια δεθελοντισμός, και εκδόθηκε και το σχετικό του μανιφέστο.

- Εγώ φίλε ήμουν εθελοντής το 2004 και μου δώσανε δώρο και καπελάκι! Άλλο πράγμα... Είμαι πολύ περήφανος που βοήθησα!
- Μπράβο μαλάκα! Εγώ πάλι που ήμουν δεθελοντής τι φταίω που ακόμα πληρώνω τα έξοδα γι' αυτήν την παπαριά;

Το μανιφέστο του δεθελοντισμού (από Cunning Linguist, 01/06/08)Αρχαία κόκα αθάνατη! (από Cunning Linguist, 01/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγοπόδαρος, αυτός που το βάζει γρήγορα στα πόδια, ο εξαφανιζόλ εν ριπή οφθαλμού, ο τιγκανά σε κλάσμα δευτερολέπτου. Προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του γνωστού ολυμπιονίκη Αιθίοπα δρομέα Said Auita, πόσο δε μάλλον λόγω και της ακουστικής ομοιότητας με την σαΐτα, συνώνυμης της ταχύτητας.

- Ο μαλάκας το παίζει μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και πήγε να την πέσει στην Ελένη που ξέρει ότι είναι δικιά μου. Με το που σκάω μύτη όμως, σαΐτα ουίτα ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χάνει συνεχώς στο στοίχημα, δηλαδή τα ρίχνει στον κουβά!

- Ρε συ... Έπιασε το δελτίο χθες ο Σταύρος;
- Μπα... Τι να πιάσει ρε, αυτός είναι Κουβανός...

(από Khan, 21/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τερματοφύλακας ειρωνικά (μπαμπαδίστικο χιούμορ).

Ο Μορέτο, όταν τον πήραμε, φάνηκε από την αρχή τι τερματοτύφλακας είναι. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες ακόμη μεσολογγίτης, τρύπας, χαρταετός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πρόκειται για μικρό αμφίβιο ζώο, χωρίς ουρά και με τέσσερα πόδια. Συχνά παρομοιάζεται έτσι αυτός που πίνει πολύ νερό.

Μετά το 1996 το συγκεκριμένο επίθετο χαρακτηρίζει γνωστό «πολυνίκη» σέρβο προπονητή που έχει εργαστεί στις περισσότερες (και προσεχώς σε όλες) τις μεγάλες ελληνικές ομάδες. Προέκυψε από το γνωστό παραμύθι που ο πρίγκηπας (του ποδονίφτη) γίνεται ξαφνικά βάτραχος (ή το αντίθετο).

- Φίλε εγώ πάντως πιστεύω ότι μόνο ο Ντούσκο μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.
- Άσε μας μωρέ με τον βάτραχο, 30 χρόνια στην Ελλάδα κι εχει μάθει 15 λέξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εύστοχος παίκτης στα μπάσκετ.

Ειδικότερα, ο εύστοχος στα τρίποντα.

  1. - Χεράς σαν τον Κορωνιό δε βγήκε και δε θα ξαναβγεί - 828 τρίποντα και 7,080 πόντους ...

  2. Δέκα στα έντεκα γιατί είμαι χεράς εγώ και βλέπω το καλάθι σαν κολυμπήθρα (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά η ανώτερη κατηγορία σε κάποιο άθλημα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι (γκόμενα, φαγητό, αυτοκίνητο, γκατζετάκι κλπ) το οποίο είναι τοπ από πλευράς ποιότητας και γενικά δεν συγκρίνεται.

Δεδομένου του ξεπεσμού του ελληνικού πρωταθλήματος, ο όρος έχει εκφυλισθεί προσφάτως και αντ' αυτού συνιστάται η χρήση παρεμφερών όρων όπως Premier League, Ligue 1, 1. Bundesliga, Serie A, SuperLiga, Primera Liga, Primera Division. Όλα αυτά είναι απείρως σοβαρότερα από την Α' Εθνική και προσδίδουν επιπλέον κύρος στο χαρακτηρισμό. Με μέτρο παρακαλώ.

1
- Πώς το είδατε το αυτοκίνητο κύριε Σκορδοπούτσογλου; Σας άρεσε;
- Α' Εθνική αδελφέ. Τύλιξε μου ένα να φύγω.

2
- Σου άρεσε το ιμάμι Νώντα μου;
- Α' Εθνική μανίτσα μου, Α' Εθνική. Γεια στα χέρια σου.
- Η μαμά μου το 'φτιαξε, αυτή να ευχαριστήσεις.
- Μού 'κατσε...

3
- Ωρε ένας κώλαρος. Α' Εθνική.
- Τι Α' Εθνική ρε μεγάλε; Αυτός παίζει Premier League και χτυπάει Champions League εύκολα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που χαρακτηρίζεται από μία αντίληψη της πραγματικότητας βαθύτατα αποκλίνουσα από αυτή του συνόλου.

Δεν είναι τυχαίο ότι χαρακτηρίζει και τα ΠΑΟΚΙΑ.

- Μιλάμε το άτομο είναι τελείως αμπαλαέα!

(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι οπαδοι του Ηρακλή αποκαλούνται έτσι από Αρειανούς και ΠΑΟΚτσήδες, διότι το υποκοριστικό της ομάδας είναι Γηραιός, γεγονός που οφείλεται στο ότι είναι η παλαιότερη ομάδα στην Α Εθνική από το 1907.

Μεταξύ λοιπόν «γύφτων» και «σκουληκιών» κινούνται οι «γριές» με λίγους σχετικά οπαδούς και μία διαφορετική μενταλιτέ περί τα αθλητικά. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι ο καλύτερος οπαδός του ΠΑΟΚ έχει σκοτώσει τη μάνα του, ενώ ο χειρότερος οπαδός του Ηρακλή έχει δύο μεταπτυχιακά.

Κατά τη λογική της χρήσης του λήμματος «γύφτοι» (βλ. σχετικά), πολλές φορές χρησιμοποιείται στον ενικό (η γριά) για να χαρακτηρίσει όλη την ομάδα.

1
- Ου ρε κωλόγριες που μου θέλετε να κάνετε και κερκίδα. Όλοι μαζί σε τηλεφωνικό θάλαμο χωράτε ρε!

2
- Τι τα θες, τι τα θες, πάλι πίπες οι γριές. (σ.σ. αηδίες...)

Βλέπε και γριά, στρουμφάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified