Further tags

Στην ορολογία των αγώνων αυτοκινήτου, σανίδα ονομάζεται η μεγάλη ταχύτητα. Πολλοί συνοδηγοί στα ράλι περιλαμβάνουν τη λέξη στις σημειώσεις τους, για να δηλώσουν στον οδηγό ότι πρέπει να πατήσει το γκάζι μέχρι τέρμα.

«Δεξιά παρατεταμένη και 100 για αριστερή σανίδα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως κασέτα στην ποδηλασία χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραναζιών ταχυτήτων στον πίσω άξονα.

Η κασέτα του ποδηλάτου μου έχει 9 γρανάζια.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδηλασία ως δίσκος περιγράφεται το μπροστά γρανάζι, το οποίο συνήθως έχει 2, ή και περισσότερα, γρανάζια ασύμμετρα μεταξύ τους. Ονομάζεται έτσι, εξαιτίας του σχήματος του. Διαχωρίζεται δε σε μικρό και μεγάλο δίσκο, αν και ο τελευταίος συνηθίζεται ως δίσκος.

Ο δίσκος του ποδηλάτου μου θέλει αλλαγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρίψιμο ενός μοτοσικλετιστή με πολύ μεγάλη κλίση ή ακόμα και ακουμπώντας το γόνατο στο δρόμο.

Μπήκε φέτα και βγήκε τρίμματα (δηλαδή έπεσε!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέστρα είναι εξάρτημα που τοποθετείται στα πέδιλα για το σκι και τις σανίδες του snowboard, και οι οποίες συγκρατούν τα πόδια επάνω στα πέδιλα, προκειμένου να ελέγχονται οι κινήσεις.

H δέστρα δεν άνοιξε στην πτώση, επειδή η ρύθμιση ήταν στο 7.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενη απόδοση του αγγλικού «six-pack», που αναφέρεται στην εμφάνιση των γραμμωμένων, στεγνών από λίπος κοιλιακών μυών.

Το εξαπάκετον κάνει την εμφάνισή του στον κεντρικό κοιλιακό μυ, τον λεγόμενο ορθό. Όχι στους πλάγιους κοιλιακούς, με τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, καυλώνουν περισσότερο οι γυναίκες (ή τουλάστιχον έτσι λένε). Για τους πλάγιους, όταν είναι γραμμωμένοι και εύσχημοι, συνηθίζονται εκφράσεις όπως χελώνα και κούρος.

Οι αγγλοσάξονες εμπνεύσθηκαν πιθανότατα τον όρο από τις συσκευασίες των έξι μπουκαλιών (μπίρας, κοακόλας, μεταλλικού νερού κλπ) που κυκλοφορούν στο εμπόριο (δες και μήδι νο 2). Η εξάδα αυτή των φιαλών παραπέμπει στα έξι τετραγωνάκια στα οποία χωρίζεται ο ορθός κοιλιακός μυς: δύο πάνω (σχεδόν πάνω στο διάφραγμα), δύο στη μέση (συνήθως τα ογκωδέστερα) και δύο κάτω. Κάτι σαν άβακας (από τα αγαπημένα διακοσμητικά θέματα της ανεικονικής τέχνης).

Τα κοιλιακά παρομοιάζονται κατεξοχήν με τετραγωνάκια σκακιέρας, εξ ου και αυτό που λένε οι γκόμενες για όσους που έχουν φετιασμένους κοιλιακούς :

- πω ρε συ, τι κοιλιά είν' αυτή;! Παίζεις άνετα σκάκι εκεί πάνω!

Όταν κάποιος είναι τίγκα στη γράμμωση, και συγχρόνως είναι αρκετά ογκωμένος, δεν μιλάμε πια για απλά τετραγωνάκια, αλλά για κυβάκια που προεξέχουν, σάρκινα εξογκώματα που 'χουν ανάμεσά τους χάσματα, ρήγματα, χαράδρες. Περνάμε δηλαδή από το ζωγραφικές αξίες (έμφαση στην επιφάνεια και το σχέδιο) στις πλαστικές αξίες (έμφαση στο ανάγλυφο και τη φωτοσκίαση).

Το εξαπάκετο λέγεται και τρίφτης, εκ της ομοιότητάς του με το γνωστό κουζινικό σκεύος. Άλλες δύο γκομενικές εκφράσεις θαυμασμού προς τον τρίφτη:

- Καλά, μιλάμε στους κοιλιακούς του Αργύρη τρίβεις τυρί!

- Βλέπεις κοιλιακό ο τύπος; Μπορείς να στίψεις το βρακί σου εκεί πάνω!

Εννοείται το εξαπάκετο δεν είναι για όλους. Αν δε διαθέτεις κανά τρελό γονίδιο, πιθανότατα θα χρειαστεί να εντρυφήσεις στα του αναβολισμού, ίσως και να χτυπήσεις καμιά λιποαναρρόφηση. Διότι το να κωλοχτυπιέσαι κάθε μέρα με εξακόσιες χιλιάδες επικύψεις, ροκανίσματα, ψαλιδάκια και άλλες ειδικές ασκήσεις (χωρίς διατροφική υποβοήθηση), δεν είναι μαγκιά. Είναι απλά μαλακία.

  1. Το εντυπωσιακό εξαπάκετο (six-pack) είναι ένα από τα θαύματα του ανθρώπινου σώματος. Οι κοιλιακοί είναι οι μόνοι γραμμωτοί μύες (σε αντίθεση με τους λείους μύες, π.χ. μήτρα, καρδιά) οι οποίοι δεν είναι σκελετικοί, δεν εδράζονται δηλαδή πάνω σε κάποια οστά (όπως π.χ. ο τετρακέφαλος στο μηριαίο οστούν). Αιωρούνται πραγματικά στο κενό.

  2. - Μαλάκα χτες με τράβηξε το μωρό σε ταβέρνα και φάγαμε του σκασμού. Λες να θολώσω;
    - Μιλάς και συ ρε καραγκιόζη με το εξαπάκετο... Τι ανάγκη έχεις αγόρι μου, εμείς με τη μπάκα που 'ναι σαν τραπεζάκι τι να πούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικός ρόλος, τυπικά του νεότερου μέλους μιας ήδη καθιερωμένης παρέας εργασίας ή/και ομαδικού σπορ. Σύνθεση των λέξεων φέρε και ρε, αποτελεί τίτλο και ταυτόχρονα κάλεσμα/διαταγή.

Η φράση ακούγεται πολύ συχνά στην αγωνιστική ιστιοπλοΐα ανοικτής θαλάσσης, όπου ο φερερές καλείται να εξυπηρετήσει το υπόλοιπο πλήρωμα για τους εξής βασικούς λόγους:

  • Είναι ψαράς οπότε εξ ορισμού δεν τοποθετείται σε θέση που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια του αγώνα.
  • στον αγώνα απαγορεύεται στο πλήρωμα να κινείται ασκόπως (μετατόπιση βάρους), συνεπώς ο φερερές δρα ως αντιπρόσωπος.
  • Εφόσον ο φερερές έχει συγκεκριμένη θέση, αυτή συνήθως είναι στο «πιάνο» (ή pit) όπου λόγω γεωγραφίας, είναι στο πιο κατάλληλο σημείο για να μπαίνει μέσα στο σκάφος και να φέρνει πράγματα.

Ο φερερές είναι συνήθως γυναίκα καθώς η σωματική διάπλαση (μικρό βάρος, ευελιξία), αποτελεί επιπλέον λόγο για την επιλογή.

Στις αρμοδιότητες του φερερέ κατά τη διάρκεια του αγώνα, περιλαμβάνονται η on-call προετοιμασία και παράδοση γκαϊφέ, φαγητού και ποτών, το νετάρισμα και η παράδοση πανιών στο κατάστρωμα για τις αλλαγές καθώς και ειδικές εργασίες που απαιτούν σβελτάδα και ελαφρύ άτομο (αν δεν είναι διαθέσιμος ο πλωριός).

Συνώνυμο (σχετικής επαγγελματικής ομάδας): Ντελιβεράς, πιτσαφέρνης.

Αντίθετο: Τσίμπα!

- Καλά στον αγώνα το ΣΚ σκίσαμε…
- Άντε ρε. Με το καινούργιο το πλεούμενο;
- Ναι ρε συ, πολύ γρήγορο μιλάμε
- Μάστα. Και τι θέση σε βάλανε;
- Εεεεε...
- Α κατάλαβα, φερερές ε;
- ....

(από Desperado, 28/07/09)(από Desperado, 28/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Αλεφάντειο διάλεκτο, μαντουμαδόρος καλείται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής που διακρίνεται για την ικανότητά του στο μαν-του-μαν παιχνίδι, δηλαδή στο στενό μαρκάρισμα του αντιπάλου παίχτη σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα.

- Και του λέω του προέδρου: Έχεις τις χαφάρες σου, τα μπακ σου φοβερά ν΄ανεβαίνουν, πάρε και δυο μαντουμαδόρους παιχταράδες στο κέντρο της άμυνας να καταπίνουν τους αντιπάλους. Με θεριά πας να παίξεις στη Ευρώπη, όχι με τ΄Άσπρα Χώματα! Δηλαδή ο Χάπελ που έπαιζε με Μάγκατ και Κάρστενμάγιερ και πήρε το Κύπελο το '84 και παραμιλάγανε όλοι, άσχετο θα τον βγάλουμε;

Νίκος Αλέφαντος (από allivegp, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ολυμπιακός.

4-1 νίκησε ο Θρύλος!

Βλ. και γαύρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη του λήμματος δεν αναφέρεται σε αυτούς τους τσοχανταραίους. Πρόκειται για διαφορετική περίπτωση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη σχηματίζεται από τις λέξεις τσόχα και αντάρα.

Η λέξη τσόχα παραπέμπει στην πράσινη τσόχα και κατ' επέκταση σε σχετικά μ' αυτή τυχερά παιχνίδια όπως: χαρτοπαίγνιο (31, black jack, Θανάσης, πόκερ, κ.λπ.), ρουλέτα, κ.λπ. Τα τυχερά αυτά παιχνίδια μπορούν να γίνουν σε σπίτια, σε λέσχες, σε καζίνο, κ.λπ.

Η λέξη αντάρα αναφέρεται στη μανία ορισμένων προκειμένου να πάνε στο πεδίο της μάχης (χαρτοπαίγνιο) για να ποντάρουν τεράστια ποσά, καθώς και στα διαρκή χτυπήματα τους με στόχο το μπαγιόκο, το ρεφάρισμα και την αποφυγή του φαλιρίσματος. Μιλάμε για την... αντάρα!

Οι τσοχανταραίοι εφαρμόζουν τις στρατηγικές τους και κάνουν τις σχετικές λαμογιές τους, με στόχο να εξέλθουν τροπαιούχοι απ' το πεδίο της μάχης.

Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, η πίεση και η αδρεναλίνη είναι σταθερά καρφωμένες πάντα στο κόκκινο. Είτε τους πάρουν τα σώβρακα, είτε κερδίσουν, αυτοί συνεχίζουν στη μαστούρα τους.

Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως τσοχανταραίους στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηρίζουμε τους μανιακούς των αναφερόμενων τυχερών παιχνιδιών, οι οποίοι, όπως και οι παλιοί τζοχανταραίοι, δε διστάζουν σε τίποτα προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους (να πάνε, να παίξουν, να νικήσουν).

Βεβαίως, στα παράνομα χαρτοπαίγνια, οι τσοχανταραίοι (μανιακοί χαρτοπαίκτες) φοβούνται μην τους πιάσουν στα πράσα οι τζοχανταραίοι (μπασκίνες).

Μέγας τσοχανταραίος, ο Nick the Greek.

Συνώνυμη λέξη: τζογανταραίοι (εκ των λέξεων τζόγος και αντάρα).

-Που είναι ο Βρασίδας;
-Έχει πάει ο μαλάκας μαζί με κάτι άλλους τσοχανταραίους να ακουμπήσουν περιουσίες πάλι στην πράσινη τσόχα. Θέλει λέει να ρεφάρει για να πάρει ένα πανάκριβο μενταγιόν στη Λίλιαν, αλλά με την γκίνια που τον δέρνει τελευταία, θα χάσει και τη Λίλιαν αλλά και όλη του την περιουσία. -Του είναι πιστή η Λίλιαν;
-Μπα. Απ' ότι μαθαίνω, από τα ίχνη όπου αφήνει το αμαρτωλό σε διάφορα λήμματα, έχει πάρει, όχι απλά το Βρασίδα, αλλά και τα δέντρα.

(από GATZMAN, 23/12/08)(από GATZMAN, 23/12/08)Οι τσοχανταραίοι στην αντάρα της μάχης (από GATZMAN, 23/12/08)Ταινία"Χαρτοπάικτρα".Μια ταινία με πολλούς τσοχανταραίους και τζοχανταραίους (από GATZMAN, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified