Selected tags

Further tags

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χιόνι κατά τη διάρκεια της άνοιξης. Χρησιμοποιείται από χιονοδρόμους για να χαρακτηρίσει την υφή και υγρότητα του χιονιού, περίπου από τα τέλη Μαρτίου μέχρι το κλείσιμο των χιονοδρομικών.

Λόγω υψόμετρου, το χιόνι συνήθως ξεκινάει παγωμένο από το βράδυ και, κατά την διάρκεια του πρωινού, σταδιακά μαλακώνει, αποκτώντας σιγά-σιγά την υφή χοντροκομμένου και υγρού αλατιού ή γρανίτας (βλ. το «κύμα» στο μήδι 1).

Λόγω της υφής και της μη ανανέωσης/χιονόπτωσης, η γρανίτα γίνεται σιγά-σιγά λεμονί (ή κατουρλί) καθώς εγκλωβίζει στην επιφάνεια σκόνη και χώμα από τα σημεία που λιώνουν (βλ. μήδια 2 και 3).

Αν και κάπως επικίνδυνο για αρχάριους, μπορεί να είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό, ειδικά αν καβαλάς σανίδι και το έχεις κερώσει καταλλήλως. Από άποψη τεχνικής, πηγαίνεις όπως και στην πούδρα, δηλαδή το βάρος πίσω για να μην κολλήσεις και σαβουριαστείς αεροπλανικώς (γνωστό ως Superman ή nosedive).

Συνώνυμο: Σούπα (καταχώρηση # 4).

- Μετά τις πούδρες στις αρχές του Μάρτη, το ρίξαμε στη γρανίτα...
- Δε βαριέσαι, καλύτερα απ' τις βρούβες! Όσο προλάβουμε ακόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική ιδιόλεκτο, είναι η κεφαλιά στον αέρα με βουτιά σε χαμηλό ύψος. Έχει αεροδυναμικό σχήμα και ο παίκτης παρομοιάζεται με ψάρι που γλιστράει στο νερό.

Γκολ με κεφαλιά «ψαράκι» ο Μαϊστόροβιτς! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Παράφραση της σούπερ-λίγκα, του Ελληνικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος (πρώην Α΄Εθνική).

Με τις σκοτεινές διαδρομές, τις αδιαφανείς διαδικασίες, τα μαγειρέματα, την παράγκα και τον υπόκοσμο να διαφεντεύουν τη διοργάνωση, αυτή θυμίζει περισσότερο γκανγκστερική οργάνωση παρά αθλητική διοργάνωση.

Άλλωστε, ως γνωστό, κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του επιβάλλουν και το ποδόσφαιρο που του αξίζει.

- Τό 'μαθες; Αναβάλλεται η αγωνιστική, λόγω απεργίας των οδηγών των πούλμαν που μεταφέρουν τις ομάδες στα γήπεδα.
- Ε και; Θα χάσει η Ευρώπη τη σούπερ-κλίκα;...

(από allivegp, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον γραπτό λόγο, λ.χ. διαδικτυακό, οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού επιλέγουν να γράψουν με greeklish το μισό γαύρος (δηλαδή το παρατσούκλι του Ολυμπιακού) για να υπαινιχθούν ότι οι Ολυμπιακοί είναι γκέουλες που κάνουν πουστιές. Ή το γράφουν μισό με κεφαλαία γκρήκλις (φωνακλάδικα) και μισό με μικρά.

  1. ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΟΚ:Χωρίς κόσμο με ΠΑΟΚ!ΠΑΣΟΚ-GAYΡΟΣ ΠΑΝΕ ΝΑ ΤΙΝΑΞΟΥΝ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ! (Εδώ).

  2. OPOIOS DEN PHDAEI GAYros EINAI RE ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΗΔΑΕΙ ΓΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΡΕ TA TYBANA STON KWLO SAS MOUNIA TA KAPNOGONA VALTE TA KI AUTA KAI TREXTE APO'DW KAI TREXTE APO'KEI POUTANAS GIOI APOGONOI LAGOI SKATOFLWROI XWRIS IDANIKA ROUFIANOI EISTE APO MIKRA PAIDIA NAUTHS O MPAMPAS POUTANA H MAMA KAI STO PAGKRATI TREXATE XANA. (Εδώ μέχρι να απαγορευθεί για εχθροπάθεια).

Got a better definition? Add it!

Published

Προέλευση: ποδόσφαιρο + φέος (=γάρο)

Το τσιγαριλίκι (ή και περισσότερα) που πίνει ένας οπαδός όταν είναι στο γήπεδο. Η κατάποσή του συνήθως γίνεται ή στην αρχή ή στο ημίχρονο του αγώνα. Οι πιο σκληροπυρηνικοί μπορεί να το σκάσουν και όταν σκοράρει η ομάδα τους, ώστε να νοιώσουν τη κάβλα πιο έντονα στην εξέδρα.

*Σε σοβαρές κερκίδες μπορεί κάποιος να το ακούσει και σαν ''γηπεδικό σκανάκι'' ή ''τρίφυλλο βαρβάτο και ωραίο''.

- Τσακάλια, έχουμε μόνο έναν ποδοσφέο για σήμερα, να τον στρίψουμε τώρα;
- Άραξε ρε στο ημίχρονο, ας πιούμε τώρα τις μπύρες που μπάσαμε γιατί μετά θα γίνουν κάτουρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του βόθρος και θρύλος. Λέγεται έτσι η ομάδα του Ολυμπιακού ή οπαδός της από αντιπάλους.

  1. vothrilos kai vazelia exoun katastrepsei to podosfairo katalavete to (Εδώ).

  2. ο ακατανομαστος βοθρυλος κερδισε με 2 γκολ οφσαιντ και του δωσε και ανυπαρκτο πεναλτυ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η Αιτιατική (αλλά κατ' επέκταση και άλλες πτώσεις) του ονόματος του ποδοσφαιριστή Βασίλη Τοροσίδη αναγινώσκεται νοερώς από slavophiles ως το ρωσσίδι, οπότε σημαίνει γυναίκα ρωσσικής καταγωγής. Είναι σύνηθες σλανγκικό φαινόμενο να χρησιμοποιείται όνομα ποδοσφαιριστή για να σημάνει γυναίκα. Η διαφορά είναι ότι ενώ ο καραπιάλης και ο βαμβακούλας σημαίνουν μπαζοειδείς γυναίκες με χαμηλό κέντρο βάρους και άφθονη τριχοφυία, ο τοροσίδης σημαίνει ευειδέστατο ουκρανάιζερ με ψηλό ανάστημα και λείο άτριχο δέρμα.

@Γερμανός μεταφραστής - Δεν δίνει χτυπήματα στον γούγλη. Το άκουσα προφορικά και μάλλον έχει μικρή διάδοση.

- Η γνώμη μου είναι ότι αν θες ορίτζιναλ τοροσίδη με φινέτσα και ρωσσική κουλτούρα πρέπει να σεξομεταναστεύσεις στην αγία Πετρούπολη. Εδώ μας φτάνουν όλες οι βλαχάρες.

(από Khan, 08/05/11)Με την πρώτη ματιά οι δύο εικόνες φαίνονται πανομοιότυπες, αλλά ο προσεκτικός παρατηρητής θα προσέξει ορισμένες ανεπαίσθητες διαφορές. (από Khan, 08/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, την υδατοσφαίριση και τη χειροσφαίριση είναι η εστία καθεμιάς από τις αντίπαλες ομάδες, το γκολπόστ, και συνεκδοχικά το ίδιο το γκολ.

Στην σεξοσλάνγκ είναι μεταφορικώς ό,τι και το γκολ, το σκοράρισμα και το μπαλάκι, δηλαδή η ευτυχής (για τον εραστή) κατάληξη της σεξουαλικής πράξης με εκσπερμάτιση. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν υπάρχει προβληματισμός για το αν θα μπορέσει ο εραστής να πετύχει περισσότερα του ενός τέρματα, το οποίο καθορίζεται από διάφορους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες.

- Ευτυχώς, είχα ρίξει πριν μια στρατηγική μαλακία και δεν ήμουν κοκοράκι. Ωστόσο, δεν κατάφερα να ρίξω πάνω από δύο τέρματα, οπότε μπορεί και να ήταν μαλακία η μαλακία.
- Αχ, εσείς τα νιάτα!... Στην ηλικία μου ένα τέρμα το πολύ... Μέχρι να σηκωθώ ξανά, μάτια μου γλυκά, που λέει κι ο Πρωκτοκώλογλου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιτραπέζια αντισφαίριση (πιγκ-πογκ), ψείρα (chop) καλείται το κοφτό χτύπημα με φάλτσα που μετά την αναπήδηση του μπαλαq, το φέρνουν προς το φιλέ. Η ψείρα είναι αντιθεαματική σε σχέση με ένα καρφί (διαγώνιο ή στην ευθεία) και δείχνει αμυντικό, επιφυλακτικό και καιροσκοπικό παίξιμο. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει και σαν την πουστιά του αθλήματος.

Ψειριάρης λοιπόν, είναι ο παίχτης που κάνει κατάχρηση της τεχνικής του χτυπήματος-ψείρα και προκαλεί την απαρέσκεια των θεατών, οι οποίοι, μη αντέχοντας άλλο, τον απειλούν ότι θα τον ψεκάσουν με ψειρόσκονη.

- Γαμώ τις ψείρες του, πάλι το κέρδισε το σετ με σόρυ ο ψειριάρης, το βρωμόχερό του μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified