Selected tags

Further tags

Ποδοσφαιρική σλανγκιά που αναφέρεται σε παντελώς ατάλαντο αμυντικό χαφ.

Η βασική λειτουργία του αμυντικού χαφ (ή εξάρι) είναι να τρέχει σκυλίσια και να ανακόπτει όποια μπάλα μπορεί - γι' αυτό και κάποιοι αναφέρονται στα καθαρά εξάρια και ως «κόφτες». Πρέπει να βγαίνει πάντα πάνω στα μακρινά σουτ και να κόβει το πεδίο του σουτέρ, να βγαίνει πάνω σε μια πάσα πριν τον αποδέκτη της και να σταματάει τις αντεπιθέσεις πριν γίνουν επικίνδυνες.

Ένα εξάρι που δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά - συνήθως επειδή είναι προχωρημένης ηλικίας και δεν έχει τρεξίματα ή επειδή είναι πολύ σοφτ το παιχνίδι του - δεν μπορεί να κόψει ούτε στην ξερή, ήτοι με βαλέ.

Πήγε ο άλλος και έβαλε αμυντικό χαφ το Μάκο, και τους ρίξανε 3 κόντρες στο κεφάλι. Αφού δεν μπορεί να κόψει ούτε με βαλέ ο τύπος.

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψηλοκρεμαστή μεταβίβαση της μπάλας, που εκτελείται παράλληλα προς το αντίπαλο τέρμα, από έναν ποδοσφαιριστή που βρίσκεται στη μία πλευρά του γηπέδου, σε ελεύθερο συμπαίκτη που βρίσκεται στην απέναντι. Η κίνηση αυτή γίνεται συνήθως όταν ο κάτοχος της μπάλας είναι μαρκαρισμένος. Με την αλλαγή παιχνιδιού σε ελεύθερο συμπαίκτη, η επιτιθέμενη ομάδα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους κενούς χώρους της αμυνόμενης.

- Ρε μαλάκα Λουκά, άλλαξε παιχνίδι με τον Νίκο! Είναι αμαρκάριστος απέναντι, δεν τον βλέπεις;
- Sorry κόουτς.

(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο διαιτητής δίνει τις αμφισβητούμενες φάσεις υπέρ του γηπεδούχου γιατί φοβάται πως οι φίλαθλοι θα του πετάξουν αντικείμενα, θα τον βρίσουν, θα του δαγκώσουν κανένα αυτί κλπ.

- Εσύ τι πιστεύεις; Ήταν πέναλτυ;
- Κάποιοι θα το έδιναν και κάποιοι όχι. Ο συγκεκριμένος διαιτητής παίζει έδρα, γι' αυτό το έδωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπιστευτική πληροφορία που πηγάζει από εσωτερική πληροφόρηση γύρω από ένα σημαντικό ζήτημα και διοχετεύεται σε καίρια χρονική στιγμή.

Κλασσικά, τα σιγουράκια παίζουν πολύ σε κάθε είδους αθλητικά στοιχήματα: μια έγκυρη πληροφορία π.χ. ότι ο προπονητής της Θύελλας Ποντοκερασιάς είπε στους παίχτες του στη διάρκεια της τελευταίας πριν το ματς προπόνησης «Προσέξτε να μη φορτωθείτε πολλές κάρτες», μεταφράζεται ως προτροπή για μειωμένη αγωνιστικότητα, άρα απόδοση της ομάδας του, οπότε εξάγεται με σχετική ασφάλεια το συμπέρασμα ότι νικητής της αναμέτρησης θα στεφθεί η αντίπαλη ομάδα. Τέτοια σιγουράκια, πάντα πληρώνουν καλά.

  1. Σιγουράκι η πτώχευση της Ελλάδας! ο πρώτο φαβορί παγκόσμια για να κηρυχτεί σε πτώχευση παραμένει η Ελλάδα. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ειδικοί μπουκμέικερς. (από εδώ)

  2. Ξέρει κανείς τι είπε ο Υπουργός Υγείας στην Κυβερνητική για το θέμα του ποσοστού κέρδους των φαρμακείων; Κάνα σιγουράκι;

(από Vrastaman, 22/11/11)

Συνώνυμο: στανταράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική διάλεκτο αποκαλείται έτσι ο απολύτως άχρηστος παίχτης, επειδή υποτίθεται πως το μόνο που μπορεί να κάνει στο χόρτο του γηπέδου είναι να βοσκάει πρόβατα. Απαντάται επίσης και ως τσοπάνης-τσοπάνος.

- Είδες ρε τον Καζαβούμπου που πήραμε δεξί εξτρέμ; Τα σπάει!
- Τι λε ρε άμπαλε; Βοσκός!

(από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακής ποιότητας ρακέτα του πινγκ-πονγκ. Συνήθως πρόκειται για έτοιμη, φθηνή ρακέτα σαν αυτές που βρίσκει κανείς στα Jumbo με 3 ευρώ το ζευγάρι. Δεν μπορεί να δώσει ούτε ταχύτητα ούτε φάλτσα στο μπαλάκι, και επιπλέον δεν μπορεί ούτε μπλοκ της προκοπής στις μπαλιές του αντιπάλου να κάνει.

Οι καλές ρακέτες είναι οι φτιαχτές, δηλαδή προμηθεύεσαι χώρια το ξύλο (bat) και χώρια τα λάστιχα (rubber, με τον απαραίτητο σπόγγο πάχους τουλάστιχον 1.9mm) που διαβαθμίζονται με κριτήρια τα spin, control και speed, τα οποία κατόπιν επικολλάς επί του ξύλου με ειδική μαστουροκόλλα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι τα μέρη της ρακέτας να είναι επώνυμα, από τις μεγάλες φίρμες Stiga, Βutterfly, Liebherr, Tiebhar, Donic, Joola κ.λπ. αλλιώς απλά πετάς τα λεφτά σου.

Ασίστ: προφεσσόρισα Αννίτα

Δεν πας πουθενά με φτό δω το τηγάνι, μόνο για ομελέτες κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ηχεί σλανγκ στα ελληνικά, αλλά: α. δεν είναι πάντα σλανγκ (είναι και δόκιμη), β. ο σλανγκ ήχος της είναι η ακριβής ηχητική μεταφορά από τα ιαπωνέζικα. Σημαίνει τον αθλητή του καράτε.

Κανονικά λοιπόν είναι ο καρατέκα (και χρησιμοποιείται η λέξη κατά κόρον, αλλά όχι ως σλανγκ, βλ. παρ. 1), αλλά καθώς φαντάζει ελληνική η λέξη μπαίνει ένα τελικό -ς, και σλανγκοποιείται (παρ. 2, 3). Έτσι το απλό καρατέκα περιορίζεται στο θηλυκό, είτε για σλανγκ, ή για δόκιμη χρήση (παρ. 4, 5).

Για τη διαφορά μξ καρατίστα, καρατέκα και καρατερίστα, δείτε τι λέει εδώ.

  1. Ο καρατέκα ορκίζεται εκδίκηση
    Ο Τσακ Νόρις επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Αναλώσιμοι 2».

  2. Βραζιλιάνος καρατέκας!
    Ο Βραζιλιάνος άσος της Λάτσιο Ερνάνες θύμισε τον Ολλανδό Ντε Γιονγκ στον περσινό τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου κάνοντας ένα εξίσου εγκληματικό φάουλ πάνω στον Μπενζεμά στο χθεσινό φιλικό της Γαλλίας με την Βραζιλία(1-0)

  3. ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΙΔΗΣ: ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ, ΔΕΝΔΡΟΠΗΠΟΥΡΟΣ, ΚΑΡΑΤΕΚΑΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ....

  4. Μία γάτα «καρατέκα» Δεν ξέρουμε για τη δική σας γατούλα, αλλά εάν δείτε το βίντεο θα καταλάβετε πως η πρωταγωνίστρια ξέρει από πολεμικές τέχνες.

  5. Η καρατέκα παίρνει θέση μάχης και καταφέρνει μια παραλυτική γονατιά στο στομάχι του ληστή, ενώ ακολουθούν κεφαλοκλείδωμα, λαβή-στρίψιμο στο χέρι που κρατά το λεπίδι: «του σταματάω την αναπνοή, αρχίζω τις κλωτσιές στα πλευρά, τα ακούω να σπάνε ένα ένα, κρακ, κρακ, κρακ…» Και οι τρεις ληστές, ανοίγουν την πόρτα και τρέπονται σε φυγή.

Got a better definition? Add it!

Published

Το παιδί που μαζεύει την μπάλα στα γήπεδα, και κατά συνέπεια ο άχρηστος, ποδοσφαιρικά ή μη, η μπαλομαζώχτρα, ο ζεσταίνων τον πάγκο.

Χρησιμοποιείται από μπακό σε αλάνα μέχρι σούπερ λιγκ και βάλε.

Πιθανότατα και ειρωνικά εκ του τουρκικού uz που σημαίνει έξυπνος και ικανός (κατά το παιδί-τζιμάνι). Η ετυμό εκ του «ου(κ) ζώ» κρίνεται ως παπαριά.

Βορειοελλαδίτικο.

Ποιος ρε, ο Αντωνίου; Αυτόν φίλε τον είχαμε για ούζο στο σχολείο! Μαλώναμε ποιος δεν θα τον πάρει στην ομάδα του! Και τώρα, παίζει στο Κατάρ… τι μου λέτε! Και τι κάνει το παλτό, το δοκάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον του να μαζεύει τις μπάλες που φεύγουν από τον αγωνιστικό χώρο διαφόρων παιχνιδιών και να τις επιστρέφει πίσω στο γήπεδο. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για άσχετους ποδοσφαιριστές ή καλαθοσφαιριστές. Η χρήση του θηλυκού γένους και για τους άνδρες καθιστά την έκφραση περισσότερο υποτιμητική.

Άντε ρε το γίδι που θέλει να παίξει και στη βασική! Μπαλομαζώχτρα τον είχαμε στη Λιβαδειά και μας έγινε φίρμα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάρκα λέγεται η βίαιη βύθιση ενός κολυμβητή από έναν άλλο κολυμβητή. Πατητή μάρκα είναι όταν μετά τη βύθιση με σπρώξιμο προς τα κάτω ακολουθεί και δεύτερο σπρώξιμο με το πόδι στην πλάτη του βυθιζόμενου για να πάει ακόμα πιο βαθειά.

Ρε συ, τι βοήθεια μας δίνει η Ευρώπη, αφού πριν από δυο χρόνια το χρέος ήταν στο 120% του ΑΕΠ και τώρα είναι στο 160%! Αυτοί αντί για βοήθεια μας έκαναν άγρια μάρκα και μάλιστα πατητή μάρκα, να δούμε πότε θα ξεμπλέξουμε.

Μάρκα (από nikolaosvlas, 30/10/11)Πατητή μάρκα (από nikolaosvlas, 30/10/11)

βλ. και πατητή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified