Further tags

Γκομενάκι αρσενικού γένους.

Πάμε να ψωνίσουμε κάνα τεκνό μωρή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.

Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μούρη αλλά πιο πολύ από όλους τους άλλους. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ο ίδιος.

- Ποίος το περίμενε ρε, ο Βασίλης που στο σχολείο ήταν του κλότσου και του μπάτσου έγινε πορτιέρης, έμπλεξε με τα κυκλώματα της νύχτας και τώρα τον τρέμει όλη η Αθήνα! Πρώτη μούρη στο Καβούρι ο Βασιλάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που προτιμά ερωτικά τις γυναίκες, η λεσβία, η ομοφυλόφιλη.

Κοίτα τις τζιβιτζιλούδες που φιλιούνται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος ο οποίος το παίζει νέος και ωραίος και την πέφτει συνήθως σε μικρά κοριτσάκια (καμιά φορά και ανήλικα).

Κοίτα αυτή την γκομενάρα με το πουρό που βγαίνει. Αλλά βέβαια... αυτός έχει τα λεφτά, βλέπεις.

(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής, ο συναισθηματικός αγαπησιάρης τύπος που είναι γατούλης στο κρεββάτι.

— Και τι έλεγε το γκομενάκι;
— Άσε φιλενάδα, πολύ γατουλογαμούλης ο τύπος και δεν ξέρω πώς να τον στείλω!

(από Khan, 12/02/14)(από Khan, 16/02/14)

Η λέξη προέρχεται από τα καλιαρντά (βλ. το σχετικό βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγγενικός όρος με την «πουτάνα» αλλά με μία τεράστια διαφορά: Ενώ η «πουτάνα» πάει με ΟΛΟΥΣ, η «καριόλα» πάει με όλους ΕΚΤΟΣ από ΕΣΕΝΑ
Γράφεται και «καργιόλα».

- Το Μαράκι χθες φίλε έκανε ρεκόρ. Πήγε με εμένα, τον Ηλία, τον Σπύρο, τον Κώστα, τον…
- Μόνο εμένα δε μου κάθεται γαμώ!
- Ναι το πουτανί! Περίεργο ε;
- Δεν είναι πουτανί! Καριόλα είναι γαμώωωωωω!

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά είναι ο μαλάκας (με όσες σημασίες μπορεί να υποδηλώνει), αλλά από πιο ποιητική σκοπιά...
Αξιοσημείωτο είναι ότι η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό ψωλοβρόντι (το), με προέλευση από τα καλιαρντά.

Πάλι αυτόν τον ψωλοβρόντη κάλεσες στο πάρτυ;

(από sstteffannoss, 02/02/13)

Βλέπε ακόμη: βροντάω την ψωλή μου, πεοκρούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελός, παλαβός.

Μωρή, αυτή η τζάσλω νάκα τζινάβει (=αυτή η τρελή δεν καταλαβαίνει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός-τρελός, ο γκάου, ο φευγάτος.

Πιθανότατα είναι σύντμηση του τσαζλός, το οποίο πιθανόν προέρχεται απο το τζους (φεύγω).

-Πάμε από το σπίτι του Νίκου;
-Είσαι τζαζ ρε; Τέτοια ώρα;

Στην αρχή του τρεϊλερίου (από Khan, 25/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified