Ο αστυνομικός στα καλιαρντά (και όχι μόνο) εκ του γουρούνα.
Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.
ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Η φυλακή στα καλιαρντά, η χούμση, ως τόπος που είναι μαντρωμένοι οι λεβέντες.
Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξοµολογήθηκε ότι δυο µέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόµαντρα.
«Ήµουνα ροκαί σαµέ, μπέναψε στα ποδανά, µεγαπή λουσµά δυο να µεσουπηχτή µια ζαπετρά κι έγινε κατσαµπού λοσγαµέ κι ήρθανε τα καρακόλια και τα ετοκά, και µας βουζεµάν µας µπουζουριαζάν και βουρ στην κηλαφή. Χρονάκια ρασσετέ γαφαέ…».
Είπα µε το νου µου: «Αχ, κάλιο ψωλή να οµιλεί παρά σαρμέλα µίλι…».
(Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου αποκατέ)
Got a better definition? Add it!
Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.
Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).
Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Τα φαγητά στα καλιαρντά, απαντά στον πληθυντικό, από το hal που σημαίνει το ίδιο στην ρομανί.
Σας αβέλω λατσαβαλέ, αφρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο να έχουν αρπάξει την ζωμοσακούλα και να δένουν μπαλόμπα και καλιαρντά χαλέματα. Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη κοντόχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γεροδιακονάρισμα. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή εις -άδικο λέξη χριστιανοσλάνγκ προέλευσης, που διασώζει ο Ηλίας Πετρόπουλος, είναι το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης, εκ του γιούδας, που είναι ο ρουφιάνος, ο προδότης, ο καταδότης, ο σπιούνος, αλλά και ο αστυνομικός, από τον Ιούδα Ισκαριώτη.
Got a better definition? Add it!
Η νηστεία στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού γκόντο- που δηλώνει τα σχετικά με τον Θεό (< αγγλικό God), το στερητικό άλφα και το χάλω που σημαίνει τρώω (ρομανί προέλευσης), εν ολίγοις η αφαγία για θρησκευτικούς λόγους.
Ενώ ο λαός λιγδομπερντές βικιολοβουρδιασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη, αβέλει διακονά στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυροδιακονιάρισμα. (Από σκετσάκι του Χάρρυ Κλυνν)
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,
είμαι δικελοσβουριασμένος.
Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.
Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.
Got a better definition? Add it!