Selected tags

Further tags

Μουτζαντίβαρα είναι στα καλιαρντά τα βυζιά, επειδή αναδεικνύονται στο γυναικείο σώμα ως αντίβαρο για το μουτζό που είναι το αιδοίο (εδώ η ετυμολογία). Βλ. και το λήμμα κατσικανό για μια πιο καυλοπιπιλάτη ανάλυση.

«Είσαι η πιο λατσή αδερφή, άμα ντυθείς, θα κονομήσεις μπουτ μπερντέ», μου λέει. «Τι να ντυθώ;» ρώτησα, «σάμπως γυμνή είμαι;». Νόμιζα εγώ θα με στείλει να αβέλω ντανιές, να γίνω μασκαράς, καρναβάλι. Δεν πήγε ο νους μου. Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός στα καλιαρντά. Μάλλον εκ του baro που σημαίνει μεγάλος στα Ρομανί. Βλ. οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά και εδώ. Πρβλ. και μπαλόμπα.

Είχα, φαίνεται, την κλίση, μ’ έβαλε χέρι κι ο μπαλός, ο άχαλος και μου έγινε χούι. Με κατάστρεψε το τομάρι. Απ’ το Θεό να το βρει, ο κωλόγερος. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο εργένης, ο μπεκιάρης. Από το ιταλικό solo (= μόνος) και το τεκνό.

Τ’ αδέρφια μου, μεγαλύτερα, δύο αγόρια. Ο Άγης, ένας παίδαρος, θεολάτσα, οικοδόμος, πήγαινε στη Γερμανία, μάζευε λίγα μπερντέ, ερχόταν πίσω στην πατρίδα, τα έτρωγε με τις γκόμενες, γιατί ήταν μπουτ μουτζοτός, μπουτ μουνάκιας, πάλι καβαλούσε το τρένο και γύριζε πίσω εμιγκρές. Δος του καυλομαξίλαρο και πάρ’ του την ψυχή. Μια δόση έβγαλε καλά φράγκα και μου πήγε στον Μουτζότοπο να τα γλεντήσει, τα ξόδεψε στις σαρμούτες και στις καρακαλτάκες κι έμεινε στο φινάλε ταπί και ψύχραιμος. Οι σούπερ αντρουά λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες τον Τζιναβότοπο, το Αδερφοχώρι. Καλόψυχο πλάσμα ο Άγης μας αλλά απότομος χαρακτήρας. Ούτε για στεφάνι έκανε, γέρασε κι ακόμη μπεκιάρης κάθεται, σολότεκνο. Ήτανε μπερδεμένος και με την Αριστερά, με τους λαϊκούς αγώνες. (Αποκατέ).

(από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο νεαρός λαϊκός τραγουδιστής. Από το σεβντάς που σημαίνει την πολυτραγουδισμένη ερωτική λαχτάρα και καημό εκ του τουρκικού sevda.

Βρέθηκα εκτός σπιτικής εστίας. Κουλά. Κοπροσκύλιαζα, η λουμπίνα, γυρνοκοπούσα εδώ κι εκεί. Τραγουδούσε τότε ο σούπερ σεβντοκατές, ο Καζάντζος –μόλις είχε βγει- ένα τραγούδι πονεμένο, «Είμαι ένα κορμί χαμένο, ένας άσωτος υιός», γκραν σουξέ. Μέρα νύχτα δεν τ’ άφηνα απ’ τα χείλη μου. Για μένα ήτανε γραμμένο, θαρρείς. Το τραγουδούσα κι έκλαιγα.

Απ’ το σπίτι μου διωγμένος κι απ’ τον τόπο μου μακριά, στο γκρεμό κατρακυλάω κάθε μέρα πιο βαθιά.

Μπουτ το γουστάρω το λαϊκό τραγούδι, πολύ λατσεύομαι το καημόκουτο. Και πιο πολύ τον Στελάρα, που ήταν τότε ένα σεβντότεκνο μούρλια. (Αποκατέ)

Όταν ο Στελάρας ήταν σεβντότεκνο και λατσότεκνο... (από Khan, 24/12/12)(από Khan, 24/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι ο λαϊκός τραγουδιστής, βλ. και σεβντότεκνο.

Αν ακούγατε τη φράση «αβέλω τη σερμέλα του σεβντοκατέ», που θα πήγαινε το μυαλό σας; (Από το greekbdsmcommunity.com).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, αλλά και γουσταρίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).

  1. thea eisai mwrh fili,alla latsevome na se peirazw epeidi sagapw (Αποκατέ).

  2. δεν τον τζινάβω τον κατέ αλλα ειναι μπουτ λατσός...τζιναβει φιλη;λατσευεται;
    Φιληηηηηη ..... αστα .... τον λατρεψα .... παιζη στη ξενη σειρα Heroes .... μπουτ τζιναβωτός ... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, όπως και το λατσεύομαι (στην Μέση Φωνή), αλλά επιπλέον σημαίνει και ομορφαίνω, καλλωπίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).

  1. Latsevo ton apokate sto bout. (Αποκατέ)

  2. Λάτσεψα τις πάγκρες μου = χτενίστηκα. (Αποκατέ).

Στο 0.20, από την ταινία "Θηλυκή Εταιρία" του Νίκου Περάκη. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η εορτή των Θεοφανείων στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971) (δες) το ετυμολογεί εκ του γκόντης (= Θεός, εκ του αγγλικού god) και εκ του πρεζεντασιόν (= η επίσημη εμφάνιση, εκ του γαλλικού présentation).

Πάσα: Αἴας

Ανήμερα Γκοντοπρεζάντα αρρίβαρε απ' τον Μουτζότοπο.

(από Khan, 11/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του καλιαρντού πιπιλογαμούλης, πρόκειται δηλαδή για τον ευαίσθητο, τρυφερό, ρομαντικό, ήτοι ευαισθητοπούτσικο εραστή. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα ως μειωτικό για κάποιον που δεν είναι σκληρός ούτε φανατικός.

  1. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΑ ΛΟΥΓΚΡΑ ΑΠΟ ΔΗΘΕΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟς ΠΗΓΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΚΑΝΑΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΑΜΕΣΩΣ, Ο ΠΙΠΙΛΟΓΑΤΟΥΛΗΣ (Εδώ).

  2. Σαν ηθοποιος ηταν και παραμενει ενας αχρηστος κομματικος πιπιλογατουλης,που με το ζορι επαιζε θεατρο και τηλεοραση και στη Λυρικη Σκηνη οταν του εδινε δουλεια το ΠΑΣΟΚ !! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι η αδερφή που προέρχεται από ορεινό χωριό.

Ήρθανε οι άλλες, οι κατέ, απ’ το μαγαζί «Η ΠΕΘΕΡΑ» και μου το σφυρίξανε. Πιο μπροστά ο Αρίστος είχε ζευγαρώσει και με άλλες σορέλες. Η μια ζήλευε την άλλη, με το παραμικρό φαγώνονταν. Τα είχε, λέει, με την Αλέκα. Ε, και; Μπροστά μου δεν έπιανε χαρτωσιά. Ούτε οι υπόλοιπες χαζολούγκρες, καμιά δεν είχε την λατσοσύνη τη δικιά μου. Τα είχε μπλέξει με τη τζαζεμένη τη Δημητρούλα, την υψομετρού. Και με τη Σαλώμη. Αυτή η Σαλώμη ήτανε καπάτσα, καλίγωνε τον ψύλλο. Τον διεκδικούσε. Ήταν τραβηχτικός ο μπαγλαμάς. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published