Selected tags

Further tags

Η ανύπαντρη στα καλιαρντά, -με αντώνυμο το πεντηκοστή που είναι η παντρεμένη-, ή ευρύτερα ο/η κάτοικος στην αγαμήτου και απάρτου γωνία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά το θεωρεί γενικότερα λαϊκό και όχι αποκλειστικά καλιαρντό.

Προφ είναι χριστιανοσλάνγκ προέλευσης με την έννοια ότι την Σαρακοστή νηστεύουμε τα αρτύσιμα, απέχοντας από την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ή ακόμα και τα λαδερά, περιοριζόμενοι σε κάποια μαλάκια που επιτρέπονται, ενώ την Πεντηκοστή αρτυόμαστε. Η σλανγκική σημασία της Σαρακοστής έχει αναλυθεί ενδελεχώς από τον Γκατσάνδρα στο λήμμα σαρακοστιανός-σαρακοστιανή, στο οποίο και παραπέμπουμε για την περαιτέρω ανάλυση, καταγράφοντας εδώ απλώς την πάλαι ποτέ αντίστιξη παντρεμένης-ανύπαντρης διά του διπόλου πεντηκοστή-σαρακοστή.

Πού να παντρευτεί ο καψερός; Με μια αδελφή σαρακοστή που δεν βλεπόταν με τίποτα στα αζήτητα, έμεινε στο ράφι κι αυτός.

(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρήζω κάποιον ... :)

Ήμαρτον ρε αγόρι μου ... Μας έχεις γκαγκανιάσει το κεφάλι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός της αντρίλααας... Ψεκάζω κάβλα, ανάβω.
Δοσμένο εξαιρετικά από τον Τάκη Ζαχαράτο - εύσημα στον καλλιτέχνη.

- Σήμερα καβλοψέκασες (!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχαριστώ τον perketis για το λήμμα.

Το λοιπόν...

for the festivals ~> για τα πανηγύρια.

Το φρασόνι χρησιμοποιείται για τη γελοιοποίηση μιας κατάστασης - ενός ατόμου. Ίσως στα εγγλέζικα να 'ναι πιο κυριλέ, πιο light!

- Φάε μια μουτσούνα - κουτσομούρα ρε... Μου ήθελε και selfie φώτο.
- Φορ δε φέστιβαλς λέμε.

- Πως σου φάνηκε η χτεσινή παράσταση
- Φορ δε φέστιβαλς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύφιλη στα καλιαρντά, εκ των έλκος και Αφροδίτη, όπως στα αφροδίσια νοσήματα.

Που είχαν βαρεθεί να τη βλέπουν στου Συγγρού με την ελκοαφρόδω της να έχει φτάσει ως τα μπούνια. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά μπορεί να σημάνει και την πεολειχία, την πίπα ντε, εκ του μπομπόνα = καραμέλα, γλειφιτζούρι < γαλλικό bonbon.

Αβέλω μπαλόμπα
και νάκα η μπόμπα,
μονάχα τα μπουτ πιασμαντά.

(Μετάφραση: Έχω γίνει χοντρή, και δεν κάνω πια πίπες, μονάχα βάζω συνέχεια χέρι, αποκατέ).

Αθάνατες καλιαρντές επιτυχίες! (από Khan, 14/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση-καμουφλάζ για τους γκέι!

- Δηλαδή το γυαλιζεις το δοξάρι...
- Παρακαλώ ;
- Ο ήλιος καίει για μας τους γκέι...

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μητέρα στα καλιαρντά, εκ των μουτζό και πουρή.

Μόνο έτσι θα γλιτώσει η μπαξ-και-λατσή η μουτζόπουρη Ελλάδα.
Αλλιώς μας δικέλω να τζάμε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόμαστε. (Αποκατέ).

Προς το τέλος. (από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ψυχίατρος, ο ψυ, ο σρίνκης, η γιαλόμα, στα καλιαρντά, εκ του ανεμοβίβα = ψυχή, εκ του άνεμος και βίβα= ζωή (< ιταλικό viva= ζήτω ή vita= ζωή).

Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; Που παραλίγο να αβέλει τη γκόντα της στο αδικοκούτι με τις κουρούνες που του βούελε. Αχαλοσύνη την έπιασε την καραμποντού και έτρεχε στους ανεμοβιβάρηδες, γιατί ένας κουρσικεμές φίλος του, του κουσκούσευε ότι η ηρακλοβιρτζίνω του τον απατούσε με ένα κουμουνότεκνο και αβέλει το κάρο η καραμποντού και τους έπιασε στον καραφλότοπο, την ώρα που εκείνη έκανε έκτρωση. Μου τα είπε εμένα ο ίδιος, που πέρασε από το μαγαζί να πιεί καημοζούμι και τα κατόλια να πέφτουν σύννεφο. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η πολύ χοντρή γυναίκα ή κίναιδος. Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει ως πιθανή ερμηνεία την εκδοχή ότι σημαίνει κάποια/ο που είναι τόσο χοντρή/ος ώστε όταν πεθάνει τον βλαστημούν οι νεκροπομποί- κοράκια που κουβαλούν το φέρετρο.

Σκάσε μωρή και κοιτάει κατά δω που από αρτίστα του βωβού σε βλέπω κορακοβλαστήμω στο Φαντάζιο! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published