Selected tags

Further tags

Εκ των κώλος και κανί, είναι η καμωματού ή κουνίστρα, κωλοκουνίστρα στα καλιαρντά.

Καλή επιτυχία στους συμμετέχοντες -σιγά την επιτυχία- μας τα πήρε τα σώβρακα η κωλκάνα, αλλά όπως είπα καλή καρδιά! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Με συνεπήρε (ερωτικά) μια εικόνα...

Δηλωτικότατο παράδειγμα:
Είδε μπουτάκι το πουρό κ γυαλισαν τα μπατζακλίκια του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή εις -άδικο λέξη χριστιανοσλάνγκ προέλευσης, που διασώζει ο Ηλίας Πετρόπουλος, είναι το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης, εκ του γιούδας, που είναι ο ρουφιάνος, ο προδότης, ο καταδότης, ο σπιούνος, αλλά και ο αστυνομικός, από τον Ιούδα Ισκαριώτη.

Αριβάρανε οι γιούδες και οι ρούνες και με αβέλανε στο γιουδάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νηστεία στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού γκόντο- που δηλώνει τα σχετικά με τον Θεό (< αγγλικό God), το στερητικό άλφα και το χάλω που σημαίνει τρώω (ρομανί προέλευσης), εν ολίγοις η αφαγία για θρησκευτικούς λόγους.

Ενώ ο λαός λιγδομπερντές βικιολοβουρδιασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη, αβέλει διακονά στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυροδιακονιάρισμα. (Από σκετσάκι του Χάρρυ Κλυνν)

(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια και καλή, μια κι έξω, άπαξ και διά παντός στα καλιαρντά, εκ του λατσή (= όμορφη, ρομανί προέλευσης) και ίσως από το άπαξ.

Μόνο έτσι θα γλιτώσει μπαξ-και-λατσή η μουτζόπουρη Ελλάδα.

Στο 1.15 (από Khan, 28/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το κοριτσάκι στα καλιαρντά, εκ του rakli, rakhli που σημαίνει «κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή» στη ρομανί και του τεκνό.

Ας τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν το ηρακλότεκνό μου, άβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη. (Από παράδειγμα Αίαντος).

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του επιτατικού α΄ συστατικού καρά- (=μαύρο στα τουρκικά) και του γούδα που σημαίνει το μεγαλύτερο δυνατό πέος στην πεοκλίμακα των καλιαρντών, άρα μπορούμε να φανταστούμε πόσο τιτανοτεράστια ψωλή είναι η καραγούδα. Πρόκειται για το κυριολεκτικά πιο μεγάλο τάνι τάνι μέχρι να πετάνει πέος.

στο μεταξύ λέει ειναι και καραγούδα ... μόνος του τα λέει δεν έχουμε ντοκουμέντα άρα μπορεί να λέει και αλήθεια μπορεί να ειναι ψεύτης μπορεί υπερβολικός μπορεί να μετράει λάθος .......στο χωριό του να μετρούσαν αλλιώς (pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Η θεά στα καλιαρντά, μάλλον εκ του αγγλικού God. Κυρίως με την σημασία του θεόλατσου, ήτοι του πάρα πολύ όμορφου.

1. Πάντως είναι γκόντα και μοιάζει και γατουλογαμούλης, παρά τα μούσκουλα και την κόντρα ξούρα στο στέρνι. Αχ, το καλύτερο τεκνό μας πήρε μέσα από τα χέρια.

2. Καλέ μια γκόντα είμαι!

(από Khan, 19/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πάρα πολύ όμορφος στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού θεο- και του λατσός (<lačho = καλός, όμορφος στη ρομανί).

  1. ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΑΝ ΤΖΑΣΛΟΣ ΓΙΑ ΜΠΑΡΕΣ ΝΙΑΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ web. ΕΧΕΙ ΝΤΕΖΙ. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΛΗΣ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ. ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ. (Αποκατέ).

  3. Εισαι θεολατσος και μπεναβεις μεσικ. Τζασε την καθε καλιαρντω, λουγκρα, και ανεμιαρα και αβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ. (Από το Νέτι)

(από Khan, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το φιλί στα καλιαρντά εκ του σολ που σημαίνει γλύκα, ηδονή και ο Ηλίας Πετρόπουλος το δίνει αγνώστου ετύμου. Το φιλάω λέγεται αβέλω κοντροσόλ ή κοντροσολάρω.

Trivium: Ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό λεγόταν Κοντροσόλ στο Χάος. Κυκλοφόρησε από το 1986 ως το 1992, το έτρεχαν ο Αλέξης Μπίστικας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Παύλος Αβούρης και έχει πλέον αποκτήσει καλτ αξία.

1. Μη μου στενοχωριέστε και πάθουμε καμία συμφορά (τουτέστιν ανοίξουν λίγο τα στραβά μας- άστε τους ατζινάβωτους να κουελοσφαλάνε!Μπενάβουν ανθυγιεινά). Αν δεν το καταλάβατε, μαθαίνω καλιαρντά. Πολύ χρήσιμη γλώσσα και μακράν καλύτερη από τις μαλακίες που μας μάθανε στο σχολείο. Αν μας είχαν μάθει τα σημαντικά τώρα δε θα μπουάβαμε αλλά θα αβέλαμε κοντροσόλ με κέντα και ντέζι. :P

  1. Summer in the city (κάποτε…)

Μύριζε ο κήπος γιασεμί
έκαιγε ο ήλιος το κορμί
κι έφτανε η πιο γλυκιά στιγμή ΕΒΓΑ παγωτό με μια δραχμή

Μύριζε η κουζίνα λαδερό
έπαιζε το ράδιο Κατσαρό
σε τραπεζομάντιλο καρό
πιάτα με καρπούζι δροσερό

Μύριζε το πάτωμα Κλινέξ
άκουγα μακριά τα βρεκεκέξ
έκλεινα κουρτίνες Γκρεκοτέξ
κι έψαχνα να βρω τι είναι σεξ

Μύριζε η βεράντα απ' το Κατόλ
άσπρα τα σεντόνια από το Rol είμαστε κρυμμένοι μες στο χολ κι είχαμε ριχτεί στα κοντροσόλ.
(Ο Γιώργος Παυριανός στιχώνει αποκατέ).

  1. Παρά τα πολλά ψεγάδια της, η ταινία του Καλογερόπουλου είναι μια χειμαρρώδης κινηματογραφική εξαίρεση με μεγάλη καρδιά, ένα grand folly για τα ελληνικά δεδομένα, μια άναρχη, ιδιότυπη οδύσσεια, μια κοντροσόλ στον παραλογισμό και το χάος της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και μαζί μια αλληγορική καταγγελία με οικολογικούς και νοσταλγικούς τόνους, που δίνει την εντύπωση πως εκφράζει έντονα τον δημιουργό της. (Δώσε βάση στο νόημα αποκατέ).

  2. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιαρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ και μπιεσμάν. Αβελω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτατη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο. (Καλιαρντοσύνες αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published