Ο ναύτης, στα καλιαρντά.
- Γνώρισα ένα γαργαρότεκνο λουκούμι!
Συνώνυμο: το θαλασσινό.
Got a better definition? Add it!
Ο στρατιώτης, στα καλιαρντά (εκ του αγγλικού soldier).
- Έχω νταλκά μ' έναν σολντά!
Συνώνυμα: σολντάτης, γη ελληνική.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμα: αβέλω κοντροσόλ, αβέλω ροντοσόλ, βουέλω σάλιαγκο, βουέλω τζόκα.
Got a better definition? Add it!
Ο σκύλος, στα καλιαρντά (προφέρεται με γαλλική προφορά).
- Σαν λυσσαγμάν κάνεις, έτσι που φωνάζεις!
%
Ο σκύλος λέγεται επίσης στα καλιαρντά γουγουλφάκης, γουγούμης και φιντέλης.
Άβελε τούλα καλιαρντό λυσσαγμάν! (= Βγάλε τον σκασμό παλιόσκυλο!)
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει πολύ κακιά.
- Σκέτη λούγκρα είσαι, μ' αυτά που λες!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω.
Με κοροϊδεύουν εύκολα.
Πες ο ένας, πες ο άλλος, ο τύπος κουρντίστηκε και έγινε το έλα να δεις.
Κουρντίστε τον όσο γουστάρετε. Καιρός για πλάκες.
Got a better definition? Add it!
Επαρχιώτης gay (καλιαρντά).
- Ήρθε κι η βλαχοντάνα να μας φάει το γλυκάκι μας.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά: ομιλώ. Μετεξέλιξη του ρήματος αποτελεί ο τύπος μπουάβω (στην ντούρα λιάρντα, την πιο πρόσφατη [σχετικά] μορφή των καλιαρντών).
Επίσης:
μπενάβω ανθυγιεινά: κουτσομπολεύω, κακολογώ
μπενάβω καπνολεκέδες: κουτσομπολεύω, λέω βρωμιές
μπενάβω κουσέλες: βρίζω, κακολογώ
μπενάβω κους-κους: τηλεφωνώ
γουλφομπενάβω: γαβγίζω
μπέναμα, το: η ομιλία
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίσης έχει περάσει και καθιερωθεί στη γλώσσα του θεάτρου.
Got a better definition? Add it!