Selected tags

Further tags

Ο ναύτης, στα καλιαρντά.

- Γνώρισα ένα γαργαρότεκνο λουκούμι!

(από Khan, 15/12/12)(από Khan, 04/01/14)

Συνώνυμο: το θαλασσινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης, στα καλιαρντά (εκ του αγγλικού soldier).

- Έχω νταλκά μ' έναν σολντά!

Συνώνυμα: σολντάτης, γη ελληνική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλάω, στα καλιαρντά.

- Έλα να σε κοντροσολάρω λίγο να στανιάρεις...

(από Khan, 19/05/14)

Συνώνυμα: αβέλω κοντροσόλ, αβέλω ροντοσόλ, βουέλω σάλιαγκο, βουέλω τζόκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκύλος, στα καλιαρντά (προφέρεται με γαλλική προφορά).

- Σαν λυσσαγμάν κάνεις, έτσι που φωνάζεις!

%

Ο σκύλος λέγεται επίσης στα καλιαρντά γουγουλφάκης, γουγούμης και φιντέλης.

Άβελε τούλα καλιαρντό λυσσαγμάν! (= Βγάλε τον σκασμό παλιόσκυλο!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει πολύ κακιά.

- Σκέτη λούγκρα είσαι, μ' αυτά που λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αναπτήρας, στα καλιαρντά.

- Πιάσε τη σιδεροπυρού κι έλα να μ' ανάψεις...

(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω.

  2. Με κοροϊδεύουν εύκολα.

  1. Πες ο ένας, πες ο άλλος, ο τύπος κουρντίστηκε και έγινε το έλα να δεις.

  2. Κουρντίστε τον όσο γουστάρετε. Καιρός για πλάκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαρχιώτης gay (καλιαρντά).

- Ήρθε κι η βλαχοντάνα να μας φάει το γλυκάκι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά: ομιλώ. Μετεξέλιξη του ρήματος αποτελεί ο τύπος μπουάβω (στην ντούρα λιάρντα, την πιο πρόσφατη [σχετικά] μορφή των καλιαρντών).

Επίσης:

μπενάβω ανθυγιεινά: κουτσομπολεύω, κακολογώ
μπενάβω καπνολεκέδες: κουτσομπολεύω, λέω βρωμιές
μπενάβω κουσέλες: βρίζω, κακολογώ
μπενάβω κους-κους: τηλεφωνώ
γουλφομπενάβω: γαβγίζω
μπέναμα, το: η ομιλία

  1. Κουλά μπενάβει η τζασλή! (= Βλακείες λέει η τρελή!)

  2. Νάκα μπενάβεις κι άβελε αποκατέ! (Μην μιλάς κι έλα εδώ!)

Από το 1.07. "Άρπα Κόλλα" του Νίκου Περάκη (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περούκα.

Κοίτα τον γεροντόπουστα, φοράει καούκα με κομοδινί μαλλί!

(από patsis, 07/04/12)

Επίσης έχει περάσει και καθιερωθεί στη γλώσσα του θεάτρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified