Τρισύνθετη λέξη αποτελούμενη από τις: 1. μαϊμού 2. μούτζα 3. λούκι. Συναντάται περισσότερο στον πληθυντικό αριθμό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα καραγκιοζιλίκια υπό τη συνοδεία κίνησης ή και στιγμιαίας πόζας, εκφράσεων προσώπου και γενικά προσποιητής γελοίας εικόνας που κατά βάθος κρύβει επιδειξιοπάθεια. Αυτός-ή που πράττει μαϊμουτζουλούκια είναι συνήθως ποζέρι και καραγκιόζ-μπερντές.

- ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΛ
- Ποιος το 'βαλε;
- Ρονάλντο... κάποιες φορές τα μαϊμουτζουλούκια εντός γηπέδων αποδίδουν. - Τι εννοείς «εντός γηπέδων»;
- Ότι τα κάνει και εκτός, για διαφημιστικές καμπάνιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παχύρευστη ινώδης μάζα που επικάθεται στον αποχυμωτή -συνήθως μετά από στύψιμο πορτοκαλιού- ή/και στο ποτήρι σφρέσκου χυμού πορτακαλιού που έχει αργήσει να καταναλωθεί.

Άντε παιδί μου να πιεις τον χυμό σου... τουχλούπιασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλά, λαϊκά, βουνίσια, σύντομα, εύθυμα, φουστανελάτα, βουκολικά και σε ψηλή ραχούλα, χωρίς περιστροφές, με άλλα λόγια: Ο συμπέθερος.

Ποιος ήρθε? - Ουζμπέθερους

Got a better definition? Add it!

Published

Στην κατάψυξη, του ψυγείου.

-ήφερα τα ψάρια.

-βάλτα γρήγορα ζγκατάψυξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».

Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.

Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «την ξέντησα». Έκφραση των ανθρώπων του βουνού και της στάνης που απαντάται όμως και σε πιο σαλονάτες καταστάσεις.

Βλ. και ζγκατάψυξ και τγάμσα.

Γκζέντσα κι τγάμσα.

γκζέντσα κι τγάμσσα (από iwn, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαίικος διάλογος. Ακούγεται: πλιτς-πλατς. Από ανέκδοτο: είναι στο μπαράκι μια γκόμενα και δίπλα της ένας τύπος. Και οι δυο είναι μόνοι. Για να του πιάσει κουβέντα αυτή, τον ρωτάει:
- Πλήτ'ς (=Πλήττεις);
και αυτός απαντάει:
- Π'λάτ'ς (=Πελάτης).
χα, χα, χα, χα, χα.
Είναι από τα ανόητα ανέκδοτα του στυλ δεκατισάρ', σιμπιζάκι, κλπ.

- Τι έγινε ρε φίλε, πλιτς;
- Πλατς.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!

... και λοιπά (ε, τα παιδιά έχουν πιει ένα καλό γαράκι και γελάνε μέχρι πρωίας με τη μαλακία αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτυχία, λογοπαίγνιο με το χέσιμο. Για όσους ντρέπονται να ευχηθούν «καλή επιτυχία».

Άντε, μεγάλε, καλή πετυχεσιά με τις εξετάσεις. Μόλις γράψεις πάρε με να πάμε για καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τίτλος τραγουδιού τύπου reggae.
O ορίτζιναλ είναι Could you be loved (B. Marley).

Πσσσσσσσσσ!!!! Μανίτσα; γουστάρ'ς το κουτζουμπίλα;

και αυτό σωστό είναι... (από anchelito, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.

- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!

Βλέπε και πουρουφάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified