Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Ο λεφτάς, αυτός που τα έχει και τα δείχνει.
- Ρε θα έρθει ο Τάκης απόψε σπίτι μου για κάνα ούζο;
- Σίγα μην έρθει για ούζα ρε. Αφού είναι ματσό, σιγά μην κάτσει μέσα.
Από το ματσωμένος (δες κομμέ). Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος
Got a better definition? Add it!
Τύπος ευγένειας της πιάτσας για κάποιον πολύ σικ κύριο απο εύπορη οικογένεια.
Ταρίφας: -Πού πάμε μεσιέ;
Μεσιέ: -Εκάλη παρακαλώ.
Ταρίφας: -ζαγοραίοοοος.
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει απο το delivery και είναι ο διανομέας με μηχανάκι που μας φέρνει πίτσα, σουβλάκια, burgers.
- Μόλις φέρει τα φαγητά ο ντελιβεράς να του αφήσεις και κανένα ευρώ φιλοδώρημα.
Βλ. και πιτσαφέρτας, πιτσαράς, πακετάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
O γκέι σε υπερθετικό βαθμό.
Χρησιμοποιείται συχνά από νεαρά άτομα όταν θέλουν να υποβιβάσουν συνομήλικό τους.
Τι θες ρε γκέουλα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.
Βλέπε Barbie
Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;
Got a better definition? Add it!
Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.
Got a better definition? Add it!
Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.
Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!
Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.
Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του Αγγλικού high. Κάτι το χλιδάτο, όμως και κιτσάτο. Γκλαμουριά, μάλλον απροσδόκητη. Χρήση, συνήθως, ειρωνική. Συνήθως είπαμε.
- Και με το που προσγειωνόμαστε, περιμένει σωφέρ. Με καπέλο. Και μας πάει στη Ρολζρόις. Που έχει μπαρ. Που είναι πίτα στις σαμπάνιες. Χαϊλίκια πράματα.
- Νταξ, αφού είσαι χάι μεγάλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.
- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.
Got a better definition? Add it!