Οι ποδοσφαιρικοί ελιγμοί. Και ομοίως οι φιγούρες, οι πιρουέτες σε χορό και πάλη.
Τα νάζια, οι κόνξες, οι ακκισμοί, τα σκέρτσα, τα καμώματα.
Από την τουρκική λέξη çalim.
Ασίστ: acg.
Οι ποδοσφαιρικοί ελιγμοί. Και ομοίως οι φιγούρες, οι πιρουέτες σε χορό και πάλη.
Τα νάζια, οι κόνξες, οι ακκισμοί, τα σκέρτσα, τα καμώματα.
Από την τουρκική λέξη çalim.
Ασίστ: acg.
Got a better definition? Add it!
Published
Λέγεται ειρωνικά, κυρίως για όσους δεν τους παίρνει με τίποτα να το παίζουν σνομπ.
Αυτός μας το παίζει αριστερός, αλλά είναι μία σνομπαρία άλλο πράμα!
Μην καλέσεις την Ελένη στο πάρτυ γιατί θα πλακώσει όλη η σνομπαρία μαζί της και θα ξεκαβλώσουμε άσχημα.
Ρε... σνομπαρία, δεν μας παίζεις τώρα που έγινες διάσημος; Το ξέχασες το χωριό σου;
Got a better definition? Add it!
Χορταίνω υπερβολικά. Συν. μπάφιασα.
Δεν αντέχω άλλο πλέον κάτι, είμαι στα όρια μου. Συν. αγανάκτησα, απηύδησα.
Ετυμολογικά προέρχεται από τα, παρόμοιας σημασίας, τούρκικα biktim ή biktir.
α) Ουφ, μπούχτισα από το πολύ φαΐ. (χόρτασα)
β) –Μπούχτισα από την πολλή δουλειά, πάω για ένα τσιγάρο.(κουράστηκα)
-Με μπουχτίσατε με τις ανοησίες σας, φεύγω! (βαρέθηκα)
-Μπούχτισα! Δεν αντέχω άλλο την πολύ δουλειά και τον μικρό μισθό. Θα ψάξω αλλού για εργασία. (αγανάκτησα)
Got a better definition? Add it!
γκαντεμιά, η : κακοτυχία, γκίνια, γρουσουζιά, δυσμενής εξέλιξη των πραγμάτων.
Δείτε τους νόμους του Μέρφυ για εμβάθυνση στο τι εστί γκαντεμιά!
Προέρχεται από την αραβική λέξη «καλή τύχη!» που έδωσε το τουρ. kademsiz, αυτός που δεν έχει καλή τύχη, ο γκαντέμης.
Χρησιμοποιείται κυρίως να δηλώσει μικρής σημασίας άτυχα περιστατικά που συμβαίνουν στον ομιλητή ή για να δικαιολογηθεί για την ανικανότητα (δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα) να φέρει θετική εξέλιξη σε ένα θέμα τωρινό ή του πρόσφατου παρελθόντος.
Βέβαια λέγεται και με την έννοια της γρουσουζιάς (= οτιδήποτε θεωρείται ότι προκαλεί κακοτυχία).
Αντίθετα: η καλή τύχη, γούρι, ρέντα, κωλοφαρδία. Σημείωση: η κωλοφαρδία είναι μόνο για αυτόν που την έχει, για τους γύρω του μπορεί να προκαλέσει κακοτυχία! (π.χ. Γκαστόνε και Ντόναλντ από τα κόμικ).
Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη, αλλά προσοχή! Μην πέσετε στο λούκι της! Είναι κολλητική :)
1.Πω, πω γκαντεμιά σήμερα. Πολύ κίνηση, ούτε να παρκάρω κοντά βρήκα και με έβαλε και πόστα το αφεντικό, μου έφτιαξαν τη μέρα! (=κακοτυχία)
2.Έσπασε η γκαντεμιά, επιτέλους η ομάδα κέρδισε μετά από τέσσερις σερί ήττες. (=κακοτυχία και ανικανότητα μαζί)
4.Είναι γκαντεμιά, αν σπάσει ο καθρέπτης. (=γρουσουζιά)
Σχετικά λήμματα: γκαντεμάιστερ, κατσικοπόδαρος, γκαντεμιάζω, γκαντεμόσαυρος, ο, γκαντεμοτύχη, εθνικός γκαντέμης
Got a better definition? Add it!
Όπως και το Ελλάντα, πρόκειται για έναν χαρακτηριστικά Ελληνο-αμερικλάνικο τρόπο να αναφερθείς στην «πατρίδα», αποκαλύπτοντας ότι, παρά τις πλέον φιλότιμες των προσπαθειών σου, έχεις τελικά αλλοτριωθεί. Βλ. και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!.
- Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αστόρια, να φάμε κανά σουβλάκι, να δούμε και Φίνος Φιλμ, να θυμηθούμε το πατρίντα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το γνωστό ειδησεογραφικό πρακτορείο.
Χαρακτηρισμός προσώπου, διαβόητου για την ικανότητά του να συλλέγει και να διαδίδει πληροφορίες, πολλές από τις οποίες θα ήταν δύσκολο να πέσουν στην αντίληψη ενός κοινού ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες.
Αλλιώς, ο υπερβολικά κουτσομπόλης άνθρωπος, η Σούπερ Κατίνα (αναφέρεται και στα δύο φύλα).
- Ρε Ιεροκλή, τα 'μαθες για τη Σούλα και το Μπάμπη; Τον έκανε τσακωτό με τη Πόπη και χώρισαν!
- Καλά ρε Μητσάρα, είσαι και πολύ Ρόιτερ μιλάμε!
βλ. και αυτί της γής, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κουτσομπολόι, κατίνα, η, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, θάβω, θάψιμο
Got a better definition? Add it!
Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.
Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.
Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.
Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.
Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.
Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).
Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.
- Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.
- Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
- Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;
- Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!
Got a better definition? Add it!
Στα τραπουλόχαρτα το μπαστούνι.
Το πείσμα, ο θυμός λόγω ενόχλησης. «Έχω πίκα κάποιον» = τον έχω άχτι. Συνώνυμο: φούρκα.
Το σκωπτικό πείραγμα.
Ετυμολογία: πίκα < ιταλικό picca = αιχμή < γαλλικό pique < ρήμα piquer < λατινικό **piccare* = τρυπώ, κεντώ < picus = δρυοκολάπτης.
Πρβλ. pique-nique = πικνίκ, piquant = πικάντικος. Οπότε ίσως υπάρχει ετυμολογική συγγένεια ανάμεσα στην πικάντικη πουστάρδα και το πισωκέντης.
Ασίστ: Άψογος acg.
Πιερ: Δεν τον γαμώ εδώ και μια βδομάδα από πίκα. Ντάμα πίκα του Πούσκ(τ)ιν έχει καταντήσει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Σι 'ζ γκατ δε λουκ», που λέγαν κι' οι Ροξέτ. Κλασική αγγλιά που σημαίνει την εμφάνιση κάποιου, πώς δείχνει, τι ύφος, στυλ έχει.
Ασίστ: vikar.
Γύρισε με νέο, ανανεωμένο λουκ από το Αμπιτζάν ο Πέρι! Μαυρισμένος και σφιγμένος, καλό του έκανε η Ακτή Ελεφαντοστού!
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση προέρχεται από το «sisters of mercy».
Οι αδελφές του ελέους είναι γυναικείο τάγμα καθολικών μοναχών που ξεκίνησε από την Ιρλανδία το 1831 και έκτοτε δραστηριοποιούνται παγκόσμια στις φιλανθρωπίες.
Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τον άρρενα ομοφυλόφιλο, ο οποίος τείνει με ευκολία να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, ανεξαρτήτως καταλληλότητας του σεξουαλικού του αντικειμένου.
Συνήθως αναφέρεται είτε για να τονίσει το γεγονός της ομοφυλοφιλίας, είτε για να χαρακτηρίσει το υποκείμενο ως ακόρεστο ηδονών σε βαθμό που να προσεγγίζει τον σαβουρογάμη.
- Ρε συ Ελένη, τον καινούργιο τον έκοψες; Ωραίος γκόμενος...
- Καλά ρε μαλάκα δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι αδελφή του ελέους... άσ' τον αυτόν, ξέχασέ τον...
Got a better definition? Add it!