Further tags

Πέφτω με φόρα πάνω σε κάτι και τρώω τα μούτρα μου. Από τα γερμανικά βομβαρδιστικά του B' Παγκοσμίου Junkers Ju 87, γνωστά ως Stukas (από τη λέξη Sturzkampfflugzeug, δηλ. πολεμικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης).

- Ρε τον γιωτά, είχε κολλήσει να κοιτάζει τη γκόμενα και στούκαρε πάνω σε μια κολώνα!

Βλ. και στούκα

H τελευταία τους συναυλία που είδα ήταν στο Καπάνι μαζί με 3-4 ακόμα γκρουπ και ήταν αφιερωμένη σε αυτόχειρα φίλο τους. Σύμφωνα με τον Pluto, αυτός "έβαλε το "Motorcycle emptiness" στο κασετόφωνο, πάτησε τέρμα το γκάζι και στούκαρε".

από το mic.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαματάς.

- Πήγαμε σε ένα κλαμπ και κάναμε μεγάλο πατιρντί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιάφορος.

- Άσε δεν βοηθά ο Παυλάκης... Μεγάλος ζαμανφουτίστας.

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κατάσταση κατά την οποία δεν έχουμε πολύ όρεξη και γενικά είμαστε πεσμένοι σωματικά ή ψυχολογικά.

Επίσης: Είμαι ντάουν.

  1. Νίκο φρόντισε μην έρθεις πάλι... νταουνιασμένος στο club. Να περάσουμε καλά αυτή τη φορά.

  2. Ήρθε η Μαρία χθες... δεν ξέρω ρε παιδί μου... πολύ νταουνιασμένη την είδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.

  1. Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!

  2. Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.

  3. Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω σφαίρα.

Σούμπιτος έφυγε στη στροφή!

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι βρισιές, το μάλωμα, απο το σιχτίρ.

  1. - Για συμμαζέψου, μην ακούσεις κάνα σιχτίρι, έτσι;;

  2. - Θα μου πεις πού είχες πάει μωρή, ή να αρχίσω τα σιχτίρια;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το cult (θρησκεία, αίρεση). Είναι κάτι (συνήθως καλλιτεχνικό δημιούργημα) που έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς.

Συνήθως αυτό το κάτι δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ή δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, αλλά όσο περιορισμένο αντίκτυπο είχε, τόσο φανατικοί είναι οι θαυμαστές του μερικά χρόνια μετά.

- Το σάββατο έχουμε βραδιά βιντεοταινίας, έρχεσαι;
- Ωχου ρε συ, μαλακίες θα βλέπουμε τώρα; Τι βρίσκετε σε αυτή την ογδονταρία;
- Έλα ρε που το παίζεις ποιοτικός... Αφού είναι καλτ τα '80ς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κιτς, ή η κατάσταση που είναι κιτς.

Κιτς είναι η αρχοντοβλαχιά, το κακόγουστο που χρησιμοποιεί την υπερβολή για να το παίξει ποιότητα.

Το σάββατο είχα πάει στο πάρτυ '80ς. Ήμασταν ντυμένοι κατάλληλα, με ρεβέρ, μαλλί αφάνα, κουστούμι στρας, ο ντιτζέι έπαιζε ντίσκο, ενώ από πίσω κάτι γκόμενες χόρευαν μπαλέτα και φορούσαν κάτι τεράστια φτερά... ήταν και ένα video wall που έδειχνε σκηνές απο βιντεοταινίες. Κιτσαρία μιλάμε!

(από electron, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας.

Αυτός ο ασφαλιστής δεν με πείθει. Πολύ παγαπόντης μου φαίνεται!

Μπαγαπόντισσα. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified