Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.
- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!
Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.
- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!
Βλ. και καρφί, dt, στο καπάκι, σούμπιτος / σούμπιντος, ο, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι
Got a better definition? Add it!
Το σκηνικό, το νταβαντούρι, το μπάχαλο.
Πιθανόν να προέρχεται από τα ποδανά του «λέμε».
Σκάσανε κάτι περιέργοι και έγινε ένα ψιλομελέ στον πεζόδρομο πριν λίγο.
Got a better definition? Add it!
Ντεμέκ Τούρκικο. Στην Ελλάδα λέγεται σε σπίτια με Κωνσταντινουπολίτικες και Μικρασιάτικες ρίζες.
yok = όχι, δεν
var = υπάρχει, έχει
Δεν υπάρχει. Τελεσίδικα. Δεν μας βρίσκεται τέτοιο πράμα. Μας τελείωσε προ πολλού. Τον κώλο σου από κάταής να χτυπάς δεν έχουμε, τέρμα.
Σχετικά λήμματα: πάπαλα, δεν έχει ψάρια στον πάγο
Το *γιοκ *σκέτο το χρησιμοποιούμε πιο συχνά αλλά δεν είναι τόσο ισχυρό.
Μια και τόφερε η κουβέντα, το Μάλτα γιοκ κακώς αποδίδεται στο ναύαρχο Πίρι Ρέις - το άτομο ήταν θαλασσοπόρος και χαρτογράφος σοβαρός. Και οι Τούρκοι ασφαλώς και ήξεραν πού πέφτει η Μάλτα - απλώς δεν μπόρεσαν ποτέ να την πάρουν και εκεί μάλλον πάει η φράση.
- Ρε, δε πάει να λέει ο ξερόλας ο αδερφός σου ... εγώ λεφτά για καινούργια περίφραξη στη Βουρβουρού δεν δίνω ... και δεν δίνω διότι δεν έχω ... παράδες δεν υπάρχουνε ... γιοκ βαρ ... και άμα γουστάρει ...
Αααχ, αγόρι μου ... τελειώσανε τα σκουμπριά τα παστά τα περσινά ... γιοκ βαρ ... δυστυχώς ... και τον είπα τον ανεπρόκοπο τον θειο σου να σου κρατήσει κάνα δυο που σ' αρέζουνε που θά 'ρθεις απ' το εξωτερικό αλλά τά 'φαγε με τα ρεμάλια τους φίλους του ... εμ, ογδόντα οκάδες τσίπουρο ήπιανε φέτος το χειμώνα, θέλανε και μεζέ ... να σε φτιάξω τσάκα τσάκα δυο αυγουλάκια με παστουρμά ... έτσι να ψυχοπιαστείς ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τις ανεβάζω τις λέξεις για να μη χαθούν. Άλλη αξία δεν έχουν πλέον.
Μαρκόνια έλεγαν οι Έλληνες της Γερμανίας -κυρίως οι φοιτητές- τα μάρκα.
Φοινίκι έλεγαν το pfennig, την υποδιαίρεση του μάρκου όπου 100 φοινίκια = 1 μάρκο.
- Ρε συ, μπορείς να μου δανείσεις πενήντα μαρκόνια να φάω μέχρι την άλλη βδομάδα ... έμπλεξα σε μια πόκα μυστήρια με κάτι Λάζερμαν απ' το Έσσεν χτες κι έχει καθυστερήσει και το συνάλλαγμα ...
- Ογδόντα φοινίκια έκανε ένας καφές που ήπια και δε μου τον κέρασε ο τσιγκούναρος ... και για πάρτη του τσάκισε δυο ζάχερτορτε ... πάλι καλά που δεν είπε να τα πληρώσω κι αυτά ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρχικώς το γνωστό συμπαθές ελεφαντάκι της Disney (βλ. σχετική φωτό) με σήμα κατατεθέν τα μεγάλα και πεταχτά αυτιά. Εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, έχει επικρατήσει να αποκαλούμε ντάμπο όλους αυτούς που έχουν μεγάλα και πεταχτά αυτιά, τις λεγόμενες αυτόγκες ή αυτούμπες. (βλ. σχετικές φωτό)
Προσοχή: ο γνωστός δημοσιογράφος Γιώργος Αυτιάς (βλ. φωτό), παρά το όνομα και όλα τ' άλλα κακά της μοίρας του που αναλύονται στο ομώνυμο λήμμα, ΔΕΝ είναι ντάμπο. Τα υπόλοιπα κουσούρια αρκούν και προσφέρονται εξίσου για χαβαλέ, οπότε παρακαλώ χρησιμοποιείτε αυτά.
Συνώνυμα: αυτιάγγουρας, μπακαυτιάς.
Φυσικοί εχθροί: Ο γνωστός πρώην πρωταθλητής της πυγμαχίας Mike Tyson (βλ. σχετική φωτό), ο οποίος προφανώς έχει ένα πράμα με τ' αυτιά, οπότε αν είσαι και ντάμπο κινδυνεύεις ακόμη περισσότερο.
Τέλος, παρά την κρατούσα άποψη ότι τα μεγάλο αυτιά δεν είναι ιδιαίτερα όμορφα, πολλοί συνάνθρωποί μας (τρόπος του λέγειν) όχι μόνο επιθυμούν να τ' αποκτήσουν (φωτό) αλλά έχουν βασίσει και την επαγγελματική τους καριέρα σ' αυτά (φωτό)
- Πώς σου φάνηκε τελικά η Σούλα, δε μας είπες...
- Έλα ρε τώρα, ο ντάμπο το ελεφαντάκι. Τουλάχιστον ακούει καλά μ' αυτές τις αυτούμπες; Τρία στρέμματα αυτί ρε πούστη μου και πας να μου την πασάρεις για μοντέλο; Έλεος.
- Τσου ρε Αλέν Ντελόν, που σου πέφτει και λίγη...
Got a better definition? Add it!
Ομαδικό σεξουαλικό όργιο στο οποίο πολλά άτομα μαζεύονται ταυτόχρονα σε έναν χώρο και επιδίδονται στο αγαπημένο τους άθλημα. Αρχικά, επειδή οι συμμετέχοντες προκειμένου να χαλαρώσουν έπιναν πολλά ούζα, ονομαζόταν συνθηματικά πάρτι με ούζα και για χάρη ευφωνίας έγινε παρτούζα.
- Γυναίκα μπορείς να μου πεις πώς είναι δυνατόν το παιδί μας να είναι κατάμαυρο ενώ και οι δύο μας είμαστε κατάξανθοι;
- Κοίτα να δεις, έπειτα από την περσινή παρτούζα να είσαι ευχαριστημένος που δεν γαβγίζει κιόλας...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση-αναφώνηση σχετικά με κάποια κακοτυχία ή για απανωτές κακοτυχίες. Προέρχεται από τις Ιταλικές ταινίες του΄50 (porca=γουρούνα)
- Μ΄έπιασε λάστιχο, έμεινα από μπαταρία και με τρακάρανε, όλα αυτά μέσα σε τρεις μέρες! Πόρκα μιζέρια!
Got a better definition? Add it!
Ο ψυχικά ανεβασμένος που δεν λειτουργεί τόσο με ορθολογιστικά κριτήρια. Βασίζεται στην καλή του ψυχική κατάσταση. Το πιστεύει αυτό όσο διαρκεί η ψυχική ευφορία. Ωστόσο μπορεί να αναθεωρήσει αργότερα.
Πολλές φορές αυτή η φράση μπορεί να λεχθεί κι από κάποιον στεναχωρημένο, πάνω σε κρασοκατάνυξη. Η φράση «όπου με πάει» σε αυτή την περίπτωση δηλώνει τη θέλησή του να ξεφύγει από μια πραγματικότητα που θέλει να αποφύγει.
Διάλογος 2 φίλων σε μπαρ:
- Ε σταμάτα να πίνεις. Ήπιες τον άμπακο.
- Α... άσε με. Άσε με. Είμαι χάι κι όπου με πάει.
Got a better definition? Add it!
«what the fuck..;» (=τι στο καλο..;).
Όταν θέλουμε να δείξουμε έκπληξη και απορία.
- Ο Χάρης γουστάρει την Έμμη..;
- wtf;ο ωραίος κ η πανούκλα..!
Got a better definition? Add it!
Κάτι που είναι trendy, κάτι που είναι στη μόδα, κάτι που πρέπει να κάνεις έτσι απλά. Προέρχεται από το Αγγλικό must που σημαίνει πρέπει. Έτσι λοιπόν σήμερα είναι μαστ να πας διακοπές στη Μύκονο, να φοράς ακριβά επώνυμα ρούχα, να πηγαίνεις στο Μέγαρο και ακόμα περισσότερο μαστ να πηγαίνεις με τον παίδαρο.
Πρέπει να πάμε Ρέμο οπωσδήποτε... είναι μαστ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified