Further tags

Κυρίως στην έκφραση κάνω κολεγιά.

Η κολεγιά ή κολλεγιά, όπως και το κολέγιο, ετυμολογείται από το λατινικό collegium = αδελφότητα, μικροκοινότητα και, ακόμα πιο πίσω, ανάγεται στην συνάθροιση ανθρώπων με κοινό νόμο (com + lex/γεν. legis). Πρβλ. σύλλογος.

Κάνει κολεγιά με κάποιον όποιος τον συναναστρέφεται, όποιος συναγελάζεται μαζί του, δημιουργώντας όχι ακριβώς φιλία, αλλά ένα έδαφος συναντίληψης και εν δυνάμει συνεργασίας ή, αρνητικά, αλληλοκάλυψης.

Κολεγιά μπορούμε να κάνουμε, αντί για πρόσωπο, και με μία κατάσταση, όταν αυτή μας αρέσει και την επιδιώκουμε ή όταν δεν μας αρέσει και την αποφεύγουμε.

Επειδή οι αδελφότητες και οι κλειστές λέσχες δεν είναι πολύ της κουλτούρας μας, πολύ συχνά το λήμμα εκφράζει καχυποψία και απαξία για όσους μετέχουν της κολεγιάς.

Πρβλ. και ανοίγω/έχω παρτίδες με κάποιον, κάνω κόμμα, τα κάνω πλακάκια.

  1. Από εδώ:

Κανονικά τα ρετάλια της ΕΑΡ έπρεπε να πορευτούν με το ΠΑΣΟΚ. Και θα το έκαναν αν δεν διέβλεπαν μια ύστατη δυνατότητα να διαλύσουν το παραδοσιακό ΚΚΕ παίρνοντας -δια αντιπροσώπου- την εκδίκησή τους από αυτούς που τους διέλυσαν: να ενισχύσουν τη μερίδα του ΚΚΕ που καθώς διαλυόταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήθελε «νέα πορεία». Έτσι οι «Κυρκικοί» αποφάσισαν να κάνουν κολεγιά με τους Δραγασάκηδες, τους Αλαβάνους και τους Λαφαζάνηδες για να «φάνε» τους Μαΐληδες, τους Γόντικες και τις Παπαρήγες.

  1. Από εδώ:

Θα σε προκαλούσα να κάνεις κολεγιά με γύφτισα, ή γύφτο... Απλά να δεις την παιδεία τους και το επίπεδο τους... Αν είναι να με λες ρατσιστή χάρη των γύφτων, ναι ΕΙΜΑΙ ρατσιστής.

  1. Από εδώ:

Το να είναι κανείς γραφικός είναι λιγότερο κακό από το να είναι δολοφόνος, βέβαια. Για μένα πάντως το να είσαι γραφικός είναι απλά θλιβερό, δηλώνει κακή αισθητική, κολλήματα, ανασφάλειες, ζητηματάκια, εν ολίγοις διάφορα πραγματάκια με τα οποία προτιμώ να μην κάνω κολλεγιά. Αλλά αυτό είναι προσωπικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξικογραφημένο για τις περισσότερες σημασίες του, π.χ. στον Τριανταφυλλίδη. Κυρίως έλειπε η τέταρτη παρακάτω περίπτωση.

Ο έλεγχος, η ρύθμιση, η επιβολή της εξουσίας μου σε ανθρώπους ή καταστάσεις, η χορήγηση δεσμευτικών οδηγιών. Ειδικότερα:

  1. Ο εξουσιαστικός έλεγχος επί ανθρώπων. Όποιος κάνει κουμάντο είναι ο φανερός ή παρασκηνιακός επικεφαλής. Ο λόγος του είναι προσταγή για τους εμπλεκομένους.

  2. Ο έλεγχος σε άψυχα (συνών: κάνω καλά, κάνω ζάφτι). Η ρύθμιση καταστάσεων, η δρομολόγηση των διαδικασιών. Ο καταμερισμός των ρόλων, ο προγραμματισμός των δαπανών και των πόρων. Βλ. και τα κουμάντα μου, με τα ενδιαφέροντα και συμπληρωματικά του παρόντος σχόλια.

  3. Η επικράτηση μιας προσωποποιημένης δύναμης (το άψυχο σαν υποκείμενο).

  4. Οι οδηγίες ενός πεζού στον οδηγό αυτοκινήτου για να κάνει έναν δύσκολο ελιγμό (κυρίως παρκάρισμα/ξεπαρκάρισμα). Άσχετο: Στα τεθωρακισμένα αυτός που κάνει κουμάντο τον οδηγό του άρματος λέγεται οδηγός εδάφους.

Εκ του ιταλικού comando=εντολή, διαταγή.

Παράγωγα: κουμαντάρω (ρ.), κουμανταδόρος (ουσ.), κουμανταδόρικος (επίθ.).

  1. - Μεγάλη μονάδα ρε συ, να έρθουμε καμιά μέρα να κάνουμε κρούση για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά. Για πες εσύ που ξέρεις, ποιος είναι διοικητής εδώ;
    - Γάμα τον διοικητή, ένας κοιμήσης είναι, συνέχεια βολτάρει με το τζιπάκι. Τον υπόδικα να πιάσεις, αυτός κάνει κουμάντο εκεί μέσα.

2α. - Χαλβαδιάζω μια hayabusa τελευταία...
- Σιγά μην πάρεις και εφ δεκάξι. Ρε άκυρε, ακόμα το παπί δεν μπορείς να κάνεις κουμάντο, μου θες και χαγιαμπούσες.

2β. - Στο γλέντι έχουμε συγκεκριμένες θέσεις;
- Α μπα, έχω βάλει όμως τον Γιωργάκη να κάνει κουμάντο τους καλεσμένους, να στέλνει της νύφης από 'δω του γαμπρού από 'κει, του κουμπάρου παρακεί και τέτοια.

2γ. - Αφεντικό έχω χάσει την μπάλα με τις πληρωμές.
- Θέλει μια μέρα να βάλουμε κάτω τους λογαριασμούς και να κάνουμε ένα κουμάντο ποιος έχει να παίρνει τι, γιατί αλλιώς θα την πατήσουμε.

  1. - Καλά ρε, γιατί δεν σηκώνει κανένας το ανάστημά του εκειπέρα, που κάθονται και ακούνε τις μαλακίες του κάθε χτεσινού προϊσταμένου;
    - Φίλε, ο φόβος κάνει κουμάντο στην εταιρεία, έχουν ακουστεί πολλά για απολύσεις τελευταία.

  2. - Ε ρε πστ! Πιο κολλητά δεν μπορούσε να παρκάρει αυτός; Έχει και κοτσαδούρα και δεν μπορώ να υπολογίσω...
    - Να βγω να σου κάνω κουμάντο;
    - Άσε, την παλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό şaşkın που σημαίνει σαστισμένος, μπερδεμένος σε σύγχυση. Σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου μπορεί να εκτείνεται και μέχρι χαζός, βλάκας, ντελήσαββας, ντελημπάσχος.

Δεν είναι ιδιαίτερα βαρύς χαρακτηρισμός, γι' αυτό και λέγεται και περιπαικτικά. Ακούγεται στην Βόρεια Ελλάδα. Βλ. και σερσερής, σερσέμης.

  1. - Λοιπόν, πάρε τα σάντουιτς, βάλε και δυο κοακόλες σε μια άλλη σακούλα και πάν' τα στον Τέξας, στο προποτζίδικο.
    - Ναι.
    - Κόκα-κόλες σε είπα.
    - Α, ναι.
    - Σε άλλη σακούλα.
    - Α, ναι, ναι.
    - Τι ναι και ναι, άντε, τελείωνε. Πού πας ρε σασκίνη, τα σάντουιτς δεν θα τα πάρεις;
    - Α ναι...

  2. - Θα δούμε τον αγώνα απόψε, έτσι;
    - Αμάααν! Το ξέχασα και κανόνισα με το μωρό σινεμά.
    - Α βρε σασκίνη, κάτσε τώρα να δεις τον Κισλοφσκι σου ενώ παίζει η Παοκάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πήδος, εξελληνισμός του αγγλικού fuck και λογοπαίγνιο (άσχετο) με το φυτό Φίκος.

Η λέξη «πήδος» είναι πολύ φανταχτερή, επική θα λέγαμε, περιγράφει δηλαδή μια πράξη που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους -ως προς το εγώ μας τουλάχιστον, ενώ ο φίκος δεν έχει τόση δύναμη σαν όρος, το λέμε χαριτολογώντας ή υποτιμητικά.

Λέγεται και φίκουλας.

Τι λέει ρε μεγάλε το πάρτυ, ποιους έχεις καλέσει; Θα πέσει κανας φίκος ή θα ξενερώσουμε πάλι;

ο μπίκος του φίκου (από ironick, 02/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σμπαράλια ή ζμπαράλια (ιταλ. sbaraglio).

Μου χάλασες την δουλειά, του έκανε τα μούτρα σμπαράλια, το κιβώτιο ταχυτήτων είναι σμπαράλια, τα νεύρα μου είναι σμπαράλια.

Του σμπαράλιασε την κωλοτρυπιδα με τον σχοινοκαθαριστήρα του. Του την έκανε χαχόλικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνοδόχος του πλοίου στα καραβίσια.

Από το αγγλικό chimney=καπνοδόχος.

Προσοχή: Αν δεν θυμάστε τη λέξη, πείτε απλά καπνοδόχος. Αλλά ποτέ μην πείτε φουγάρο σε ναυτικό. Θα σας πάρει στο ψιλό.

Καββαδίας - Γυναίκα
«Μια τσιμινιέρα μ' ώρισε στο κόσμο και σφυρίζει.»

Στο 3.30 (από Khan, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' το SOS, χρησιμοποιείται κυρίως για θέματα που είναι πολύ πιθανόν να πέσουν σε εξετάσεις και κατ' επέκταση για ό,τι είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πρέπει να του αποδοθεί προτεραιότητα. Χρησιμοποιείται πολύ στα πληθωριστικά μεγεθυντικά του σοσάρα, καρασοσάρα, σουπερσοσάρα, σουπερκαρασοσάρα κ.ο.κ.

Στο Δ.Π. υπό ΑΝ21.

  1. SOS ΤΑ ΣΟΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2010 ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ (εδώ).

  2. Γιατί αν δεν τον στεναχωρήσεις και αφυπνήσεις τώρα, θα φτάσει άσχετος στη Γ΄ Λυκείου, για να έχουμε και πάλι στατιστικές σαν τις φετινές, όπου σε ένα θέμα καρασοσάρα και με ασκήσεις λίγο πολύ «παλεύσιμες», το 30% να είναι κάτω από τη βάση. (εκεί).

  3. Οχι μονο πρεπει να τα ξερετε αλλα ειναι και ΣΟΥΠΕΡ ΣΟΣΑΡΑ ΘΕΜΑΤΑ τα υβριδικα. (παραπέρα)

βλ. και αντισός, σοσάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορασόν (Corazón) στα ισπανικά σημαίνει καρδιά. Κάτι σας είπα...

Οι Έλληνες ναυτικοί, το έχουν σλαννγκοποιήσει για άλλο μέρος του σώματος.

Η φράση «έχω κορασόν εγώ» δεν σημαίνει «έχω μια καρδιά, πάρ' την αν τη θες...». Σημαίνει έχω αρχίδια, έχω κουράγια, αντοχές ή όρεξη για να αγωνιστώ.

Συνώνυμα: βαστάνε τα πόδια μου ακόμα, δέρνω ακόμα, αντέχω, την παλεύω.

  1. - Ρε, τι γίνεται με την κρίση; Ο Γιώργος αντέχει; Άκουσα ότι κάποιοι αυτοκινητάδες το βάρεσαν το κανονάκι.
    - Παλεύει ο καμένος. - Για πόσο ακόμα;
    - Για όσο έχει κορασόν! Προχθές κόντεψε να δείρει έναν που του μεταχρονολόγησε μια επιταγή.

  2. - Ρε ξάδελφε, κοντεύει η σύνταξη;
    - Κοντεύει. Σε τρία χρόνια μπορώ να βγω. Αλλά όσο έχω κορασόν, θα μπαρκάρω. Τι θα γίνουν τα μιαμόρ στην Αργεντίνα χωρίς εμένα; Ποιος θα νοιαστεί για αυτά τα άμοιρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίμνη στην ελληνοαμερικάνικη αργκό. Παραφθορά του αγγλικού lake.

Ντραϊβάρεις κάρο το χειμώνα πάνω στο παγωμένο λέκι;

κι ένα μπουκάλι ουίσκι σε περίπτωση που σπάσει ο πάγος (από Marco De Sade, 03/09/10)(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιταλικό δάνειο που έως σήμερα χρησιμοποιείται με τη σημασία της μαγειρικής συνταγής, σε περιοχές μεγάλης επίδρασης του Ιταλικού στοιχείου, όπως στην Κεφαλλονιά.

Παλαιότερα, έως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, παραδόξως είχε ακόμα ευρύτερη χρήση σε περισσότερους κλάδους καθημερινών κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Έτσι, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί του εγχειριδίου του μηχανικού και του τεχνικού, του βιβλίου οδηγιών χρήσης κάποιας συσκευής ή διάταξης, του τεφτεριού του μπακάλη, ακόμα και του συνταγολογίου του γιατρού ή και των πινάκων λογαρίθμων των μαθητών!

Γενικότερα, κάποτε λέγαμε ρετσέτα το μικρό σημειωματάριο ή φυλλάδιο που περιείχε καταλόγους στοιχείων, οδηγίες, βασικές αρχές και «εργαλεία» κ.α. σημαντικές σημειώσεις για τον κάτοχο. Η πλησιέστερη στην της μητρικής γλώσσας σημασία είναι το μικρό βιβλίο οδηγιών ή εγχειρίδιο.

  1. Η ρετσέτα της σιόρας Κατερίνας είναι καλά φυλαγμένο πατροπαράδοτο μυστικό και κανείς στο Αργοστόλι δεν μπόρεσε να το σπάσει.

  2. (μεταξύ έμπειρου και νεότερου μάστορα ή μηχανολόγου σε πλοίο) - Μην κάθεσαι τώρα που λείπει ο αρχιμηχανικός... Αυτός μπορεί να κουλαντρίζει τα φινιστρίνια! Άνοιξε τη ρετσέτα που έχεις στην κωλότσεπη και βουτήξου στην 5-1 να δεις τι φταίει. Και γρήγορα! Αύριο ξεμπαρκάρουμε και πρέπει να είναι όλα έτοιμα! Εγώ θα κοιτάξω το δεξιό αξονικό...

  3. Το κλασικό έργο του στωικού φιλοσόφου Επίκτητου, «Εγχειρήδιον», όπως ορίζει ο τίτλος του, αποτελεί μία ρετσέτα βιονομίας, ένα βιβλίο-εργαλείο για καλή ποιότητα ζωής και ψυχικής αγωγής. Ένα handbook ευζωίας - πώς το λέτε, βρε παιδιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified