Further tags

Από τo ιταλικό secondare που σημαίνει ακολουθώ ή συνοδεύω. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως (νομίζω) στη μουσική, όπου έχουμε και το παράγωγο primo / secondo. Το λέμε και μεις έτσι, πρίμο / σεκόντο, δηλαδή βασική μελωδία και συνοδευτική. Είναι αρκετά δύσκολο να τραγουδάς το σεκόντο σωστά (ως μη επαγγελματίας) και να μη σε παρασύρει η πάνω φωνή (κυρίως όταν μπλέκουν μεταξύ τους και το σεκόντο περνά πάνω από το πρίμο), γι' αυτό όσοι το καταφέρνουν περηφανεύονται για την ικανότητά τους. Στην δική μας μουσική υπάρχει κατά κόρον το διπλό αυτό σχήμα (ρεμπέτικα, λαϊκά).

Κατ' επέκταση χρησιμοποιούμε την λέξη όταν κάποιος μας υπερασπίζεται σε μια λογομαχία -και μάλλον με μια ελαφρά δόση ειρωνείας.

Το σιγοντάρω μάλλον είναι επικρατέστερο από το πιο πιστό στην ιταλική προφορά σεκοντάρω.

  1. Χθες στο Απτάλικο ανέβηκε η δικιά σου και πήρε το μικρόφωνο και σιγοντάρησε πολύ καλά τον τραγουδιστή, δεν το περίμενα!

  2. - Δεν φταίει ο Σάκης που άργησε, είχε πολλή κίνηση.
    - Καλά, καλά, μη σιγοντάρεις και συ τώρα, φτάνει που μας φλόμωσε αυτός στη δικαιολογία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η επιδιόρθωση του μεϊκάπ στα γρήγορα (πχ στο αυτοκίνητο), τελευταία στιγμή πριν μας δουν οι άλλοι.

  2. Οι βελτιώσεις στο πρόσωπο και το σώμα που επιτυγχάνονται με τη βοήθεια της πλαστικής χειρουργικής και που έχουν σκοπό την επανόρθωση της εικόνας μας προς το νεανικότερο.

  1. - Άντε πια δέκα ώρες με το καθρεφτάκι μέσα στο αυτοκίνητο, αργήσαμε!
    - Κάτσε ντε να κάνω ένα ρεκτιφιέ, τόσην ώρα στον δρόμο ήμασταν...

  2. - Ξέρετε γιατρέ, δεν θέλω τίποτα σπουδαίο, ένα μάζεμα εδώ στο διπλοσάγονο, λίγο να μου πάρετε την κοιλιά και τα γόνατα, μια ανόρθωση γλουτών και στήθους, να μου εξαφανίσετε την ευρυαγγία και την κυτταρίτιδα, ένα μποτοξάκι στο μέτωπο, και είμαι εντάξει. Ένα απλό ρεκτιφιέ, δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Και βασιβουζούκος, μπαζιμπουζούκος.

Από το τουρκικό başıbozuk που σημαίνει «ανεξάρτητος, άτακτος», ήταν η ονομασία που δόθηκε τον 19ο αιωνα σε Τούρκους ατάκτους στρατιώτες, που συνήθως διέπρατταν ωμότητες και λεηλασίες, τρομοκρατώντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Η φράση σήμαινε μετά γενικά τον βάρβαρο, τον άξεστο και ωμό, τον φωνακλά. Αλλά με τον καιρό, έχει απομείνει μόνο το αστείο του ήχου της, κι έτσι είναι μια γενικότατη βρισιά, που κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι σημαίνει, θυμίζει λίγο και το μπουζούκι και το συνεννόηση μπουζούκι και το χρησιμοποιούμε στην φράση «μην κάνετε σαν μπαζιμπουζούκοι»!

Με το που μπήκε ο Ριβάλντο στο γήπεδο, άρχισαν να κάνουν όλοι σαν μπαζιμπουζούκοι.

οι σφαγείς του Ηρακλείου (1897) Βαζιβουζούκοι (από xalikoutis, 17/05/09)(από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Jefferson! Είναι ο τύπος με το αυτάρεσκο αστραφτερό χαμόγελο και το ωραίο σώμα, που (θεωρεί ότι) καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί, ακόμα και αν τον έβλεπε να της φέρνει παραγγελία πίτσα στο σπίτι.

Η προέλευση του λήμματος Jefferson, και για τους μυημένους στο Παντρεμένοι με Παιδιά είναι από τον άντρα της Μάρσυ, ο οποίος είναι η πλέον τυπική no-name φάτσα αμερικάνικης τσόντας της δεκαετίας του 80.

- Καλά ρε συ, τι είναι αυτός ο Jefferson που κουβάλησε η Εύη, για να σε κάνει να ζηλέψεις;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Zippo ανάβει φωτιές από το 1933 και παραμένει ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς των αναπτήρων. Όπως τόσα άλλα διαχρονικά φετίχ – π.χ. ο σκαραβαίος, το Λιλί Μαρλέν, κ.ο.κ. – η λατρεία για αυτό διέπει το καλό και το κακό. Την δεκαετία του 60 μερικοί χάραξαν πάνω του το σύμβολο της ειρήνης. Άλλοι πυρπόλησαν με αυτό περισσότερους Βιετκόνγκ απ’ ότι όλες οι βόμβες νάπαλμ μαζί.

Η επιδέξια έως και φιγουρατζίδικη χρήση του Zippo αποτέλεσε κομμάτι της τελετουργίας ενηλικίωσης όλων μας.

Ένας τέτοιος αναπτήρας δεν μπορεί παρά να έχει και ξεχωριστό καύσιμο – το μόνο που αγαπήθηκε στο βαθμό που του δόθηκε ένα προσφιλές προσωνύμιο, το ζιπέλαιο! Πέραν όμως της ανάφλεξης, το ζιπέλαιο χρησιμοποιείται και για 1002 επιπλέον σκοπούς – όπως ενδεικτικά τον καθαρισμό λεκέδων, το στίλβωμα της ταστιέρας ενός μπαγλαμά, την αφαίρεση γράσου από αλυσίδες, το επαχθές για τον εγκέφαλο μαστούρωμα!

- Μια φορά (…) έλουσα τα δάχτυλα μου με ζιπέλαιο και έβαλα φωτιά μπροστά στην έντρομη κοπέλα μου, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή μου ζητούσε επιτακτικώς να της δηλώσω πως την αγαπώ. Εκείνη ούρλιαζε κι εγώ φυσούσα ψύχραιμος τα δάχτυλα μου και ικανοποιημένος που έστω κι έτσι έληξα την ηλίθια συζήτηση (Αφήγηση ψυχάκια σε φόρουμ)

- Είχα κολλήσει κάτι αυτοκόλλητα και τα έβγαλα αλλά έχει μείνει κόλλα, με βενζίνη θα τη βγάλω; για πείτε..
- Η λύση είναι μια Ζιπέλαιο.. Αυτο που βάζετε κ στους αναπτηρες Zippo (VW φόρουμ)

- Την πρωτιά στις προτιμήσεις των εφήβων κατέχει το χασίς και ακολουθούν οι μεθαμφεταμίνες και τα εισπνεόμενα. Τα περιβόητα χάπια «έκσταση» και το υγρό με το οποίο γεμίζουν οι αναπτήρες (σ.σ. το γνωστό σε όλους ζιπέλαιο) προτιμώνται κυρίως από τους μαθητές, καθώς μπορούν να τα προμηθευτούν εύκολα και με μικρό κόστος (Εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»)

Ο Ελβετικός σουγιάς των καυσίμων (από Vrastaman, 27/12/08)(από vikar, 12/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόνος. Χωρίς γκόμενα /-ο.

  1. - Θα σκάσεις με την Μαρία το βράδυ;
    - Όχι θα είμαι σόλο.

  2. - Παίζει καμιά γκόμενα αυτή την περίοδο;
    - Μπα, Χαν Σόλο είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιεροτελεστία η όποια απαιτεί ευχέρεια χρόνου, και αναζωογονεί πλήρως έναν άνδρα, όπως το μεγάλο σέρβις των 60.000 χλμ αναζωογονεί ένα αυτοκίνητο.
Είναι σέρβις 4 σημείων απαραιτήτως. Οποιαδήποτε παράλειψη το καθιστά απλό σέρβις, και τα βήματα θα πρέπει να γίνονται με τη σωστή σειρά για καλύτερα αποτελέσματα.
1. Μαλακία
2. Χέσιμο
3. Μπάνιο
4. Ξύρισμα

- Τι έγινε αγόρι μου; Κάναμε σέρβις;
- Όχι απλό σέρβις φίλε, φουλ σέρβις.
- Έπρεπε να το φανταστώ, εσύ έγινες άλλος άνθρωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χυδαία γλωσσολογία το θέλει μετάφραση της γαλλικής λέξης τουπέ* που κυριολεκτικά σημαίνει φράντζα (ή αφέλειες) και μεταφορικά ακριβώς αυτό που σημαίνει και στην τρέχουσα χρήση στα ελληνικά: την συμπεριφορά που έχει ο ψηλομύτης, την επιδεικτική αδιαφορία που πηγάζει από την ανωτερότητα που αισθάνεται ο φραντζούχος (ή ο αφελής). Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν κατάλαβα τη διαφορά.

Η προχωρημένη, ελληνοκεντρική γλωσσολογία, που μένει μακρυά από την ψευτοπροοδευτική, ψευτοαναρχική και ψευτοαριστερή (που έλεγε και ο κυριάκος βελλόπουλος όταν ακόμα πούλαγε γλιγλία) προπαγάνδα, αποδίδει τις προφανείς ελληνικές ρίζες στον όρο, αν και οι γνώμες των εθνικοφρόνων διχάζονται.

Είτε προέρχεται από νταχτιρντιστικό κούπε-πέ, με διπλή παραλλαγή του κάπα σε ταυ και βαριεστημένη παράλειψη, αποδίδοντας την τραυματική παιδική ηλικία και την έλλειψη στοργής που αντιμετώπισαν οι τουπούχοι κατά τον απογαλακτισμό, είτε από την ισπανοφανή απόδοση ιδιοκτησίας στον Πέπε, υποκοριστικό του Περικλής, με σύνθλιψη του εσωτερικού αναδιπλασιασμού. Χέσε μας τώρα με το μαλάκα που φωτογραφιζόντουνε με την περικεφαλαία, λες και αυτός ήντουνε και άλλος δεν ήντουνε...

*γαλλικά στο κείμενο

  1. - Κοίτα τουπέ το μαλακιστήρι, που με το που πήρε το γκάμπριο δε μας μιλάει!

  2. (σε πρόβα μπλακ μέταλ συγκροτήματος)
    - Μαλάκες, ακούστε ρυθμό που σκέφτηκα για το κουπλέ: τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τρρρρρρρρρρ-τσσσσσσς-τουπέ-τουπέ-τουπέ.
    - Καλά, μαλάκα, γαμεί! Μην το πάρεις και πάνω σου όμως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερήλικας παππούς, αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, ο κατάκοπος!

- Αυτός ρε συ κρατιέται καλά, είναι γύρω στα 65. - Τι 65 ρε μαλάκα, αυτός είναι με το ένα πόδι στον τάφο, σκέτο ραμολιμέντο ο άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομπρεμί είναι όρος κυρίως της πολιτικής και παραπολιτικής αργκό, που χρησιμοποιείται όμως και ευρύτερα, για να γίνει αναφορά σε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, συνδιαλλαγές και συμφωνίες ή αλλιώς θεσμικές και παραθεσμικές αλλαξοκωλιές.

Οι συνασπισμοί αυτοί γίνονται ακριβώς κάτω από το τραπέζι, στη ζούλα, γιατί η ανοιχτή παραδοχή της συνεργασίας ή και του στόχου της συνεργασίας θα έβλαπτε την εικόνα των δυνάμεων που κάνουν το κομπρεμί στα μάτια του ευρύτερου, πολιτικού ή άλλου κοινού, οπαδών ή όχι των δυνάμεων που κάνουν το κομπρεμί - ή επειδή απλά απαγορεύονται, λ.χ. επειδή πλήττουν τον ανταγωνισμό, περίπτωση καρτέλ. Φυσικά το κομπρεμί γίνεται εις βάρος άλλων δυνάμεων, και γενικά της διαφάνειας.

Να σημειωθεί ότι η συμβολή στο κομπρεμί μπορεί να γίνει είτε «ενεργητικά», με τις λογής λογής αβάντες, ή «παθητικά», με το να γίνονται διάφορα σκοτεινά σημεία της όλης κατάστασης γαργάρα ή με τα εν ψυχρώ «αδειάσματα» διαφωνούντων με το υφασματοσκοπούμενο κομπρεμί. Αρκετές φορές επιμέρους στόχος ενός κομπρεμί είναι το να γίνει ανεμπόδιστα σομπρέρο.

Σχετικά με την ετυμολογία, υποψιάζομαι ότι πρέπει να είναι από το γαλλικό compromis = συμβιβασμός, ή con premis = με προειλημμένη απόφαση (;). Όποιος γνωρίζει ας σημειώσει, γιατί ο γραφών είναι άγαλλος.

Αλίμονο, κανείς χώρος δεν είναι μονωμένος από τα κομπρεμί ή τις υποψίες τους, όπως φανερώνει και το σκάνδαλο της μπαγαποντοδοσίας στο παρόν site, που απεκάλυψε ο δαιμόνιος μαχόμενος δημοσιοκάφρος V.R.Astaman.

πολιτικό κομπρεμί
Έχουμε πρόταση εξουσίας, αλλά δεν θα φτιαχτεί με κομπρεμί με τα σημερινά κόμματα, είπε η Αλέκα Παπαρήγα στην Καρδίτσα.

οικονομικό κομπρεμί
- δημοσιογράφος Ελευθεροτυπίας (από τα 1998): Πιστεύετε ότι υπήρξε ένα άτυπο «κομπρεμί» η έστω κάποια ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ του κ. Kωστόπουλου, που αποσύρθηκε, και του κ. Λάτση, που έδωσε ένα χαμηλό τίμημα; Tι δείχνει αυτή η χαμηλή προσφορά;

- Μιχάλης Σάλλας (δ.σύμβουλος της Πειραιώς) «Δεν νομίζω ότι υπήρξε κανένα «κομπρεμί» στην υπόθεση. Σε ό,τι αφορά την Πίστεως, είναι μια τράπεζα μεγάλη, με μακρά Ιστορία, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, πολυμετοχική».

πολιτιστικό κομπρεμί
Μονάχα η Άσπα άξιζε κι αυτή γιατί είχε τσαγανό, δεν υποτάχτηκε στα κομπρεμί και τα γλυψίματα, τους τα έκανε όλα μπουρδέλο κι έφυγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified