Λίγο, ελάχιστα, μέτρια, περίπου.
Συνήθως χαρακτηρίζει αξιολογικά την ικανότητα κατανόησης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής ξένης γλώσσας.
Όρα και τσάτρα πάτρα.
- Το μιλάς το Γερμανικό;
- Τσατ πατ κάτι πιάνω.
Λίγο, ελάχιστα, μέτρια, περίπου.
Συνήθως χαρακτηρίζει αξιολογικά την ικανότητα κατανόησης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής ξένης γλώσσας.
Όρα και τσάτρα πάτρα.
- Το μιλάς το Γερμανικό;
- Τσατ πατ κάτι πιάνω.
Got a better definition? Add it!
Το λαμόγιο ή και λαμόγιας, είναι συνώνυμο του απατεώνα ή κομπιναδόρου.
Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό «la moglie» (λα μόγιε - η γυναίκα), και συγκεκριμένα από τους χαρτοπαίκτες της Νάπολης. Όταν κάποιος απο αυτούς κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη χάσει πάλι τα λεφτά του, έλεγε «la moglie, la moglie», ότι τον φώναζε δηλαδή η γυναίκα του, και τα έπαιρνε κι έφευγε.
Πω ρε πούστη, πάλι μ' έκλεψε στα ρέστα αυτό το λαμόγιο στη λαϊκή!
Βλ. και λαμόγια, moya.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μίνι πορτάκι που ανοίγουμε σε μια κανονική πόρτα (ή στο τζάμι ενός παραθύρου, αρκεί να μην είναι διπλό) ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει από κει η γάτα μας.
Λέγεται φλαπ από τα αγγλικά (flap door), ονομασία που προκύπτει από τον ήχο που κάνει όταν ανοιγοκλείνει.
Υπάρχουν τα απλά, καθώς και αυτά που λειτουργούν με βάση το μικρο-τσιπ που ενδεχομένως φοράει η γάτα / ο γάτος μας, ώστε μόνο αυτή /-ός να μπορεί να μπει και όχι κανας ανεπιθύμητος επισκέπτης του είδους κι έχουμε καυγάδες γιατί μας τρώει το φαΐ μας ή μας ψεκάζει τον χώρο...
Επισήμως λέγεται «πορτάκι για γάτες» ή «πορτάκι γάτας». Κάνει και για μικρόσωμους σκύλους.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το τούρκιοκο düzen που είναι πολυσήμαντο και σημαίνει κανόνας, αρμονία, οργάνωση, κανονικότητα, ακόρντο, συμφωνία και άλλα.
Σημαίνει το κατά διάφορους τρόπους κούρντισμα (χόρδισμα) του τρίχορδου μπουζουκιού (αλλά και άλλων εγχόρδων).
Γνωστά ντουζένια είναι: το Ανοιχτό, το Αραμπιέν, το Ίσο, το Καραντουζένι (μαύρο κούρντισμα - το πλέον φαμόζο), το Συριανό.
Οι εκφράσεις Είμαι στα ντουζένια μου και Είμαι πάνω στα ντουζένια μου αναφέρονται, σε συντριπτικό ποσοστό, σε νέους άντρες, είτε μάστορες σε κάτι, είτε μερακλωμένους από κάτι (συνήθως τα νιάτα τους).
Σημαίνουν πως ο εν λόγω:
Ακούστε το «Καραντουζένι» του Μάρκου Βαμβακάρη
- Η Άιντραχτ με τον Γκέκα πάνω στα ντουζένια του ξεσκίζει!
- Πόσα έχωσε μέχρι τώρα;
- Έντεκα. Όλα ένα κι ένα.
- Λες ο Γερμανός να θέλει τον Έλληνά του τελικά;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημαίνει: «Πάρε δρόμο!!», «Βρε ούστ!!», «Σπάσε!!», «Γκιτ ρε!!» (απ' το τούρκικο φύγε).
Λέγεται πάνω σε καυγά, με άγριο, αποφασιστικό ύφος και πολύ ελαφρά δασύ και τραβηγμένο το σίγμα.
Ο Λιάκος ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το παλιό προτρεπτικό επιφώνημα yisa! των χαμάληδων της Πόλης που το πήραν οι καπανταήδες -κι απ' αυτούς οι μάγκες (σημαίνει και: αλλάζω πορεία προς τον άνεμο). Πίσω του διακρίνει το ιταλικό (βενετσιάνικο κατά Τριανταφυλλίδη) ναυτικό επιφώνημα issa! (βίρα!), που λέγονταν όταν το ιστιοφόρο σήκωνε πανιά για να την κάνει.
Ίσα μωρή λούγκρα μη σηκωθώ και φτύσεις της μάνας σου το γάλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είδος παγωτού.
Από το τούρκικο dondurma= παγώνω, πάγωμα.
Στη Τουρκία πωλείται συνήθως στο δρόμο. Η τιμή πώλησης του διαμορφώνεται καθοριστικά από την ικανότητα και δεξιοτεχνία σερβιρίσματος που προσδιορίζει και την επαγγελματική διαβάθμιση του παγωτατζή.
Δείτε οπωσδήποτε το μήδι ντοντουρμάς.
Είναι απορίας άξιον πως δεν περπάτησε η τέχνη στην Ελλάδα.
- Θυμάστε τον παγωτατζή στη Πόλη; Πάμε στο ζαχαροπλαστείο Δωδώνη για ένα ντοντουρμά. Κερνάω.
Got a better definition? Add it!
Ο αλήτης, ο ακαμάτης, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, αλλά και ο περιθωριακός, ο περιθωριοποιημένος.
Απο το τούρκικο kopuk = αποκομμένος, αλήτης, κομμένος, ξεκομμένος.
Να μη συγχέεται με το κιοπέκ, από το επίσης τούρκικο köpek = σκύλος.
Λέγεται και κοπούκι.
-Τα 'μαθα τα μαντάτα για την αφεντιά του. Είναι μεγάλο κουπούκι.
Σχετικά: ξυσαρχίδας, καναπές, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουραδομηχανή, μαμκακανανύστας, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!
Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).
Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.
Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.
- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αλητάκι, το μαγκάκι.
Πάντα αναφέρεται σε παιδί και συχνότερα με τους τρυφερούς υπαινιγμούς ενός άγουρου βιοπαλαιστή στον οποίο ηθικά συγχωρούνται μικροπαραβιάσεις του νόμου και των κανόνων υγιεινής καθώς και μια φτωχική ενδυματολογικά εμφάνιση.
Μάλλον από το γαλλικό gamin. Αν κάποιος διορατικός βρει κάτι ελληνοπρεπές στην ετυμολογία ας ενημερώσει.
Γνωστό κλισέ «τα χαμίνια στο δρόμο» λες κι υπάρχουν χαμίνια στα σαλόνια.
Ο Ναπολιτάνος scugnizzo ήταν είδος χαμινιού.
Από χαμίνι δίχως στον ήλιο μοίρα μεγαλοκαρχαρίας ο Κωστάκης. Αλλά από τότε έδειχνε πόσο κωλοπετσωμένο ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το χρηματικό αντίτιμο γενικότερα, σε κάθε του μορφή. Συχνά και στον πληθυντικό: παράδες.
Από την ομώνυμη τούρκικη νομισματική μονάδα.
Επίσης μπαγιόκο, φράγκα, γκαφρά, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, χρήματα, λεφτά, όβολα, τάλαρα κλπ κλπ.
-Με κείνη τη δουλειά τότενες, κονομίσαμε καλές παράδες.
Got a better definition? Add it!