Further tags

Η κοντή γκόμενα που έχει καύλα σώμα. Από το «καύλα» και το «ραπανάκι».

- Εκείνη η γκόμενα στο μπαρ δεν παίζεται...
- Ποια λες, την ψηλή ή το καυλοράπανο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μαλάκας.

-Τι αυνάνας αυτός ο Μήτσος! Όλο μαλακίες λέει!

Got a better definition? Add it!

Published

(ή τσουλί)

Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).

Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).

Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.

(από nick, 25/03/09)Την όπερα Λα φανΤΣΟΥΛΑ ντελ Ουεστ έγραψε ο Τζιάκομο ΠΟΥΤΣΙνι. Τυχαίο; Δε νομίζω... (από poniroskylo, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.

- Τι κοιτάει ρε ο καριόλης! Τσαμπουκά θέλει; Θα τον αρχίσω στα τάλιρα!
- Άραγκον μαν, κωλόμπα είναι. Τον κώλο παπαρούνα θέλει να σου κάνει...

0.45 και μετά (από Khan, 23/04/11)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη και μαλακισμένη γυναίκα.

-Κοίτα την πώς κουνιέται, τη φλόμπα... Ποια νομίζει ότι είναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός όρος για τον ομοφυλόφιλο. Παράγωγο της λέξης «αδερφούλα» (αδερφή=ομοφυλόφιλος)

-Ίσα μωρή φούλα, που θα μας το παίξεις και μάγκας!

Στο 2:15. Απαράδεκτοι, «Πληρωμένη εκδίκηση». (από patsis, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.

  1. Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..

  2. Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified