Η κοντή γκόμενα που έχει καύλα σώμα. Από το «καύλα» και το «ραπανάκι».
- Εκείνη η γκόμενα στο μπαρ δεν παίζεται...
- Ποια λες, την ψηλή ή το καυλοράπανο;
Η κοντή γκόμενα που έχει καύλα σώμα. Από το «καύλα» και το «ραπανάκι».
- Εκείνη η γκόμενα στο μπαρ δεν παίζεται...
- Ποια λες, την ψηλή ή το καυλοράπανο;
Got a better definition? Add it!
(ή τσουλί)
Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).
Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).
Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.
Got a better definition? Add it!
Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.
Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.
Got a better definition? Add it!
Η πολύ άσχημη και μαλακισμένη γυναίκα.
-Κοίτα την πώς κουνιέται, τη φλόμπα... Ποια νομίζει ότι είναι!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος για τον ομοφυλόφιλο. Παράγωγο της λέξης «αδερφούλα» (αδερφή=ομοφυλόφιλος)
-Ίσα μωρή φούλα, που θα μας το παίξεις και μάγκας!
Got a better definition? Add it!
Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.
Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..
Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;
Got a better definition? Add it!
Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.
-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…
Got a better definition? Add it!
Η εύπιστη κοπέλα.
– Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
– Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...
Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…
Got a better definition? Add it!
Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.
- Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.
- Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
- Και μετά;
- Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!
Got a better definition? Add it!