Further tags

Όπως το λέει και η λέξη ο μουναχοφάης είναι αυτός που θέλει όλες τις θηλυκές αιθέριες υπάρξεις και τα αθώα πλάσματα να βασανίζονται για την πάρτη του μόνο (γράφω με συνοδεία ΛΕΠΑ από το ηχοσύστημα του γείτονα γι' αυτό τα παραπάνω). Συνήθως είναι πάρα πολύ κοινωνικός και βρίσκεται συνεχώς με γυναίκες αλλά χωρίς να είναι πισωγλέντης. Ο ίδιος τρώει καλά αλλά όχι πάντα. Κι αυτό γιατί οι φίλοι του, ακόμη κι άθελά τους, του στέλνουν αρνητική ενέργεια.

Είναι φυσιολογικό, από τη μία πλευρά, οι φίλοι του να περιμένουν από αυτόν μιας και έχει τα κονέ να τους κάνει κατάσταση, να τους γνωρίσει καμία τύπισσα κουτουλού. Αλλά αυτός θέλει όλα τα μουνιά δικά του, όπως σημείωσε ο ΛΕΠΑ πιο πάνω! Έτσι είναι πολύ γελασμένος ο φίλος του μουναχοφάη που περιμένει δίπλα του την ώρα που μιλάει σε παρέα από γκόμενες, έχοντας στη φάτσα του ένα μόνιμο ηλίθιο χαμόγελο που φωνάζει «είμαι κι εγώ εδώ» μπας και κάνει τα ιντροντάξιονς. Το μόνο που παίζει να γίνει είναι να τον δείξει με τον δείκτη του την ώρα που θα λέει «Με ένα φίλο μου ήρθα». Η μόνη γυναίκα που ίσως του γνωρίσει θα είναι ή μπάζο ή μπάζο ή και τα δύο μαζί. Λογικό είναι μετά οι φίλοι του να γράφουν στα αρχίδια τους τον Θέμη Γεωργαντά και τις μαλακίες που λέει.

Μ' αυτά και μ' αυτά καταλήξαμε πάλι σε θεμελιώδεις νόμους της ανθρωπότητας σμιλευμένους από την εκατονταετή πείρα της γιαγιάς μου: ό, τι θέλετε να γίνει σωστά να το κάνετε μόνοι σας χωρίς να περιμένετε από άλλους και να τρώτε όλο το φαΐ σας.

- Άσε Μάκη, χτες ήθελα να τον πνίξω τον Σάκη.
- Γιατί ρε Τάκη;
- Ε τι γιατί; Ένα τέταρτο μιλούσε με κάτι γνωστές του και ούτε με σύστησε. Αλλά του έδειξα εγώ, πήγα από το σπίτι της γκόμενάς του και σούξου μούξου πηδηχτήκαμε.
- Τί να σου πω τώρα... Την Νάντια ρε; Ντρέπομαι για λογαριασμό σου ρε άθλιε.
- Όχι φίλε, να πάθει για να μάθει ο μουναχοφάης που τις θέλει όλες.
- Καλά έχω χάσει πάσα ιδέα για σένα... Σώπα ρε, τόσο εύκολη είναι η Νάντια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. βλ. κουμπί και παιδί-κουμπί

  2. η κλειτορίδα (μπαμπαδισμός)

  3. το ευαίσθητο σημείο κάποιου. Έννοιες:

α. θετική (βρήκε το κουμπί μου = με κάνει ό,τι θέλει. Πιθανόν να υπονοείται μεταξύ άλλων και το 2)

β. αρνητική (μου πάτησε το κουμπί μου, όπως λέμε «μου πάτησε τον κάλο», δηλ. «με χτύπησε εκεί που πονάει» με αποτέλεσμα να με τινάξει στον αέρα λες και ήμουν μηχάνημα και μου πατήθηκε ένα κουμπί και πήρα μπρος)

  1. πατάω τα κουμπάκια μου: Βαφκαλιζόμενος /-η με κάποια πρόχειρη παραμύθα, θέτω εν ενεργεία όλο το απόθεμα της ψυχραιμίας μου ώστε, όχι μόνο να μην ανοίξω το στόμα μου σε μια δεδομένη στιγμή (κατά την οποία τα έχω πάρει στην κράνα, αλλά δεν με παίρνει ή δεν θέλω να αντιδράσω), αλλά και να δείχνω κουλ ή, ακόμα χειρότερα, χαρούμενος /-η. Έκφραση εμπνευσμένη από την ηδονή που μας προσφέρει η τεχνολογία (όχι πάντα...) όταν, με το πάτημα ενός κουμπιού, ταχτοποιούνται όλα μια χαρά και γρήγορα-γρήγορα.

  2. Τα πλήκτρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευών, κλπ. Εξ ου και κουμπάκιας, δηλ. ο τεχνικός που τα χειρίζεται (υποτιμητικό).

  1. - Μανίτσα μου, σ' αρέσει που σου χαϊδεύω το κουμπί σου;
    - ...

3(α). - Σ' έχει καταφέρει πάντως ο Σάκης. Πώς έτσι;
- Με αγαπά.
- Άντε μωρέ, σε αγαπά και αηδίες τώρα! Έχει βρει το κουμπί σου, αυτό είναι όλο.
- Ναι, επειδή με αγαπά.

3(β). Με το που μου το είπε αυτό, λες και μου πάτησε το κουμπί μου, μαλάκα. Τρελάθηκα! Μού 'ρθε να τον σκοτώσω, τον μουνίκακα...

  1. - Και πώς κρατήθηκες και δεν τού 'κανες τη μούρη κρέας;!
    - Είχα πατήσει τα κουμπάκια μου και χαμογέλαγα. Τι νά 'κανα, πες μου συ. Άν άνοιγα τον βόθρο θα ήμασταν στα κρατητήρια τώρα.

  2. Ρε κουμπάκια, ξεκόλλα και πάμε για καναγκαφέ! Τελείωνε!

(από electron, 02/10/09)(από electron, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική ιαχή των οπαδών του Ολυμπιακού, ιδίως σε γκολ, νίκες, και σε αγώνες που εξελίσσονται σε πορνόσφαιρο.

Από εκεί μεταφέρθηκε και στα γαμησιάτικα μπινελίκια, ως συμπλήρωμα των «τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα», «πες μου πού κάθεσαι μάνα μου» κι άλλων παρόμοιων εκφράσεων που αναπέμπουν τα αρσενικά στα θηλυκά την ώρα του ζευγαρώματος (ελπίζω να μην με ακούει η Μες και χαλάσω την ωραία εντύπωση που έδωσα με το ροντάρω).

Ο Χάρρυ Κλυνν το «λογόκρινε» ως «έτσι αγαπάει ο Πειραιάς» κι έμεινε. Επίσης, μπορεί να αλλάξει πόλη, λ.χ. «έτσι γαμάει το Τορίνο», αν νικήσει η Ίντερ κ.ο.κ.

Μένιος, κατά την διάρκεια διασπερμάτευσης με την Λάουρα: - Στα αυτιά ρε Λαουράκι, αφού έτσι αγαπάει ο Πειραιάς!
Λάουρα: - Γιατί Πειραιώτης είσαι;
Μένιος: - Όχι, αλλά κάνε τον σλανγκισμό και ρίξ' τον στον Γιαλόμ.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.

- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;

Γαρύφαλλο στ\' αυτί, Άννα Μαρία Κάλφα (από poniroskylo, 19/04/09)ΟΚ, το βρήκαμε και το ορίτζιναλ (από poniroskylo, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός ντε.

Η μοναδική οδός για να αποδοθεί δίκαιο με τον οθωμανικό τρόπο.

Η μοναδική δε έξοδος δεδομένων στερεάς μορφής προς δημιουργία κουραδογραφήματος.

Στη σκάλα της πόρτας αυτής παίζονται τα... ρεσιτάλ: κούφιας- ξυπόλητης, κομπολογάτης, κλπ.

Σε συνδυασμό με άλλες οπίσθιες πόρτες παίζονται τα... κοντσέρτα (δες εδώ και εδώ).

Τα τέλεια αποτελέσματα βέβαια επιτυγχάνονται από άτομα που είναι εξπέρ στα πνευστά.

Από πλευρά χωρητικότητος, υπάρχουν δίχουφτα, τρίχουφτα, τετράχουφτα μοντελάκια. Απ' ολα διαθέτει η αγορά.

Για πίσω πόρτα αναφοράς, πόρτα δηλαδή που 'χει τα... iso ποιοτικών προδιαγραφών δες εδώ.

Κάποια άλλα μοντέλα οπισθίων θυρών εκτίθενται εδώ: Κώλος βουκώλος, κώλος κατσαρίδα.

Εκεί δε που ο όγκος συναντάει το κάλλος, έχουμε το μοντέλο: Κωλοσσός.

- Είπα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό στο σεξ.
- Μπας κι έγινες λούγκρα ρε;
- Λούγκο καφέ πίνω, λούγκρα δε γίνομαι. Για άλλο σου μιλάω. Πήγα χθες με κάποια Σούζυ που γνώρισα χθες, αλλά αυτή τη φορά είπα να μπω απ' την πίσω πόρτα. Με πιάνεις;
- Στην πετάω και την πιάνεις. Δίχουφτη η πίσω πόρτα ρε;
- Πόρτα Αναφοράς... Και γαμώ τις πόρτες! Δε λέω άλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σπυριά (ακμή) που εμφανίζονται στο πρόσωπο της πλειονότητας των αρσενικών εφήβων και αποδίδονται στα αποτελέσματα της γνωστής πράξης (μαλακία), απόρροια των αυξημένων ορμονών.

- Ρε Μπάμπη, κόψε λίγο τη μαλακία, έχεις γεμίσει καυλόσπυρα.
- Άσε, κόλλησα στο porntube το σουκού και ξεχάστηκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματισμός στα ελληνικά αντίστοιχος προς τα λατινογενή enculer (γαλλικά) και βα φανκούλο (ιταλικά). Πλεονεκτήματα του όρου: ως μονολεκτικό είναι πιο σφριγηλό από το περιφραστικό «γαμιέμαι απ' τον κώλο». Και πιο ακριβές από το «τον παίρνω από πίσω» που, προκειμένου για γυναίκες, είναι αμφίσημο αν πρόκειται για κολπικό ή πρωκτικό σεχ.

Αυτί της γης: - Άκου μου που σου λέω, η Λάουρα κωλογαμιέται, το ξέρω από έμπιστη πηγή!
Φίλος: - Σιγά ρε, 2500 χρήστες του slang.gr το ξέρουν, εσύ τώρα τό 'μαθες; Κομίζεις μαλάκα εις slang.gr!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη ονομασία για το μουνί από αγάμητες, θεούσες, συνδυασμό των δύο παραπάνω, την Μόνικα στα Φιλαράκια, πωρωμένες με την κηπουρική και ηρωίδες άρλεκιν.

Πηγή: Κνάσος.

Η Νιόβη ένιωθε την ακαταμάχητη έλξη για τον ανδρισμό του Φαίδωνα, αλλά έπρεπε πρώτα να σιγουρευτεί πως η ώρα να κοπεί το λουλούδι της είχε πράγματι έρθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποθετικό μουσικό όργανο της οικογένειας των πουλόφωνων, που παίζουν όσοι δεν παίζουν κάποιο άλλο όργανο. Οι φράσεις όπου χρησιμοποιείται μπορεί να έχουν (αλλά όχι υποχρεωτικά) σεξουαλικές συνυποδηλώσεις.

Ηχεί μία οκτάβα ψηλότερα από το κόντρα φλαμπούτσο.

- Αυτό το γκομενάκι που ήταν προχτές στην πρόβα σας...;
- Καλή, ε;
- Παίζει κάνα όργανο;
- Ναι, φλαμπούτσο!

Στο 3:18 είναι το φλαμπούτσο... Τζιμάκος! (από Cunning Linguist, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified