Further tags

Slang παλαιάς φρουράς. Δηλώνει πώρωση, φανατισμό, και απόλυτη αφοσίωση - κάτι σαν τα ακόμη αρχαιότερα «και ξερό ψωμί» και «ψωμί, ελιά, και Κώτσο βασιλιά».

Μπάοκ και τα μυαλά στα κάγκελα ρε κουφάλες!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που εκφράζει θυμό, τσαντίλα, αγανάκτηση.

- Μόλις μου είπε οτι με τα λεφτά για το νοίκι αγόρασε γούνα, έγινα Τούρκος!

Τούρκος γίνεται τούρκος σε ριάλιτι (από Khan, 11/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρνητική απάντηση σε πρόταση εξόδου, φτιαξίματος, γάμου κ.ό.κ. Συνήθως τη ρίχνει η γυναίκα και την τρώει ο άνδρας.

- Της τά 'ριξα χθες το βράδυ...
- Και;
- Μου την έριξε κι αυτή...
- Ποια ρε;
- Τι ποια ρε μαλάκα; Τη χυλόπιτα!

Το ρίχνω χυλόπιτα σε άλλες γλώσσες: einen Korb geben (γερμανικά, «δίνω ένα καλάθι»), dar calabazas (ισπανικά, «δίνω κολοκύθες»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πρέφα / χαμπάρι, είμαι ενημερωμένος σε κάποιο αντικείμενο, γνωρίζω. Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά για κάποιον που δεν πληρεί τα προαναφερθέντα.

- Καλά και θα πας μέχρι εκεί για να του αλλάξεις εσύ την ώρα στο PC του;
- Αφού δε σκαμπάζει μία από κομπιούτερς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανίζω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Την είδα που με κόζαρε από το απέναντι τραπέζι και της έστειλα λελούδια.

(από Kilerakias, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακυρώνω, παρατάω, αφήνω στα κρύα του λουτρού.

  1. Τον περίμενα μέσα στο κρύο μέχρι τις 10 και δεν ήρθε. Με γείωσε ο μαλάκας.

  2. Ήταν να πάμε για ποτάκι, αλλά το γειώσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφή συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από υπακοή, που συνήθως έχει επιβληθεί διά της βίας.

- Μπάμπη μου, να μιλήσω;
- Σούλα, ΣΟΥΖΑ γιατί θα τις φας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.

- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ;
- Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.

(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).

- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified